ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Διὰ τὰς Ἀθήνας εἶνε μία ἡμέρα κωμικοτραγική. Φέτος ὅμως τὸ τραγικὸν της στοιχεῖον ὑπερεῖχεν. Ἐγὼ τουλάχιστον δὲν ηὗρα διόλου τὴν δύναμιν νὰ γελάσω μὲ τὰ παθήματα τόσων φίλων καὶ γνωστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀπέμειναν ἔξαφνα χωρὶς σπίτι καὶ δὲν ἤξευραν οἱ δυστυχεῖς ποῦ θὰ κοιμηθοῦν καὶ προπάντων ποῦ θὰ τοποθετήσουν τὰ πράγματά των. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς μοῦ ἐξωμολογεῖτο:
― Σὲ βεβαιῶ, ὅτι ἂν δὲν εἶχα γυναῖκα καὶ παιδιά, θ’ αὐτοκτονοῦσα!
Ἔλεγεν ἀνοησίαν, διότι ἂν δὲν εἶχε γυναῖκα καὶ παιδιά, δὲν θὰ εἶχεν ἀνάγκην καὶ ἀπὸ σπίτι. Ἀλλὰ τί θά ἐξέφραζε καλλίτερα τὴν τραγικότητα τῆς θέσεώς του, ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνοησίαν; Φαίνεται, ὅτι εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον, ἡ μεγαλητέρα συμφορὰ εἶνε νὰ μείνῃ κανεὶς εἰς τοὺς δρόμους, ἐνῷ ἔμενεν ὡς τώρα εἰς ἕνα σπίτι, ἡ μεγαλυτέρα ὅμως εὐτυχία δέν εἶνε νά περιορισθῇ κανεὶς εἰς ἕνα σπίτι, ἐνῷ ὡς τώρα ἔμενεν εἰς τοὺς δρόμους…
Ἀλλὰ πῶς τὴν ἔπαθαν φέτος τόσοι ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας; Ἐθύμωσαν ἁπλούστατα μὲ τὴν αὔξησιν τοῦ ἐνοικίου, τὴν ὁποίαν τοῖς ἐζήτησεν ὁ σπιτονοικοκύρης των πρὸ δύο-τριῶν μηνῶν, καὶ ἐδήλωσαν ὅτι τοῦ ἀφίνουν τὸ σπίτι –νὰ τὸ χαίρεται!– πρὶν φροντίσουν νὰ εὕρουν ἄλλο. Εἶχαν, βλέπετε, τὴν ἰδέαν, ὅτι θὰ εὕρισκαν μὲ τὴν ἄλλοτε εὐκολίαν. Καὶ δὲν ἐβιάζοντο μάλιστα… Συνέβη ὅμως, τὰς τελευταίας ἡμέρας, νὰ καταληφθοῦν τὰ σπίτια ἀπὸ τοὺς ἐπιδραμόντας ξένους καὶ συγχρόνως νὰ ὑψωθοῦν μέχρις ἑβδόμου οὐρανοῦ τὰ ἐνοίκια.
Οὕτως οἱ χάσαντες τὰ σπίτια των, –διότι ἐνοικιάσθησαν καὶ αὐτά, ἀφοῦ ἐδήλωσαν ὅτι τἀφίνουν, –εὑρέθησαν εἰς τὸ δίλημμα: ἤ νὰ πληρώσουν διακοσίας δραχμὰς τὸν μῆνα διὰ πέντε δωμάτια, ἢ νὰ μείνουν προσωρινῶς εἰς τὸν δρόμον, μὲ τὴν ἐλπίδα, ὅτι μετὰ τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου θὰ εὕρουν κάτι εὐθηνότερον. Καὶ πλεῖστοι ἐπροτίμησαν τὸ δεύτερον, κουβαλήσαντες τὰ μὲν ἔπιπλά των εἰς συγγενικὰς καὶ φιλικὰς οἰκογενείας, τοὺς δὲ ἑαυτούς των εἰς ξενοδοχεῖα ἢ οἰκοτροφεῖα.
Εἶνε περίεργοι, ἀλήθεια, αἱ φάσεις τὰς ὁποίας διῆλθε φέτος τὸ ζήτημα τῶν σπιτιῶν. Εἰς τὴν ἀρχήν, πρὸ μηνῶν, οἱ ἰδιοκτῆται βλέποντες συρροὴν εἰς τὴν πρωτεύουσαν οἰκογενειῶν ἀπὸ τὰς νέας πρὸ πάντων ἐπαρχίας καὶ προβλέποντες μεγάλην ζήτησιν, ἐδήλωσαν εἰς τοὺς ἐνοικιαστάς των, ὅτι ἀπὸ 1ης Σεπτεμβρίου θὰ ηὐξάνετο τὸ ἐνοίκιον κατὰ εἰκοσιπέντε ἢ τριάντα τοῖς ἑκατόν. Οἱ ἐνοικιασταὶ ηὗραν τὴν ἀξίωσιν «ὑπερφίαλον», διεμαρτυρήθησαν, ἔκαμαν συλλαλητήριον, ἐπῆγαν καὶ εἰς τὸν Ὑπουργόν. Ἀλλ’ ὁ Ὑπουργὸς τοῖς ἀπήντησεν, ὅτι δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ τίποτε, διότι ὑπάρχει κάποιος νόμος… ὁ νόμος τῆς προσφορᾶς καί τῆς ζητήσεως. Καὶ οἱ ἰδιοκτῆται ἐπέμεναν. Ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον τὰ πράγματα μετεβλήθησαν: Ὁ Εὐρωπαϊκός πόλεμος ἐξερράγη, ὅλοι σχεδὸν οἱ Εὐρωπαῖοι ἠναγκάσθησαν νὰ φύγουν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας διὰ τὰς πατρίδας των καὶ πολλὰ σπίτια ξενοικιάσθησαν. Οἱ πρὶν «ὑπερφίαλοι» ἰδιοκτῆται ἤρχισαν νὰ παρακαλοῦν, –εὐτυχεῖς ὅσοι ἔκαμαν συμβόλαια ἐκείνας τὰς ἡμέρας!– οἱ δ’ ἐνοικιασταὶ ἔτριβαν τὰ χέρια καὶ ἔλεγαν:
― Εἶδες; Τὸ ἄδικον οὐκ εὐλογεῖται…
Ἀλλ’ ὀλίγον διήρκεσεν ἡ χαρά των, διότι, ὡς φαίνεται, εὐλογεῖται καμμίαν φορὰν καὶ τὸ ἄδικον… Συγχρόνως μὲ τὴν ἔκρηξιν τοῦ πολέμου, ποῦ ἠνάγκασε τοὺς ἐν Εὐρώπῃ Ἕλληνας νὰ ἐπιστρέψουν, ἡ Τουρκία ἤρχισε νὰ ἐπιστρατεύεται καὶ νὰ πιέζῃ τοὺς ὁμοεθνεῖς πληθυσμούς. Καὶ ὅσοι Εὐρωπαῖοι ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὰς Ἀθήνας, τόσοι καὶ διπλάσιοι ὁμογενεῖς ἦλθαν ἀπὸ τὴν Τουρκίαν καὶ ἀπὸ τὴν Εὐρώπην. Ζήτησις λοιπὸν σπιτιῶν μεγαλητέρα καὶ τῆς πρὸ μηνῶν προβλεπομένης.
Οἱ δ’ εὐτυχεῖς ἰδιοκτῆται, ἔχοντες μαζί των τὸν νόμον δὲν τὸ εἶπε καὶ ὁ κ. Ὑπουργός; – ὄχι μόνον ἐπανῆλθον εἰς τὸ εἰκοσιπέντε τοῖς ἑκατόν, ἀλλά, χωρὶς ὑπερβολήν, τὸ ἔκαμαν πενήντα!
Ἄς ἴδωμεν τώρα ποία θὰ εἶνε ἡ νέα φάσις. Μία ἐπιστράτευσις ἔξαφνα αὔριον, ἕνας πόλεμος, καὶ οἱ ἰδιοκτῆται τραβοῦν πάλιν τὰ μαλλιά των καὶ παρακαλοῦν… Δι’ ὅλους αὐτοὺς τοὺς λόγους ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου, ἡ ἡμέρα τῆς Ἀθηναϊκῆς μετοικεσίας μὲ τὰ μύρια παρατράγωδα, ποῦ δίδουν κάθε χρόνον τόσην τροφὴν εἰς τοὺς χρονογράφους, φόβος ὑπῆρξε μᾶλλον τραγικὴ παρὰ κωμικὴ.
ΓΡΗΓ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ
[1] Γρηγόριος Ξενόπουλος, «ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΕΛΛΑΣ», 4 Σεπτεμβρίου 1914, σελ. 1.