ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ (1915)

ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ[1]

 

Εἰς τὴν ὁδὸν Σκουφᾶ ἕνα μεγάλο σπίτι μένει κλειστόν, διότι οἱ ἔνοικοί του διαμένουν ἀκόμη εἰς τὴν ἐξοχὴν εἰς τὴν Κηφισσιάν, νομίζω. Τὸ θέαμα ἑνὸς τόσον μεγάλου σπιτιοῦ κλειστοῦ, ἐνῷ ὑπάρχει τόση ζήτησις σπιτιῶν καὶ τόσοι ἄνθρωποι ἐρρίφθησαν καὶ ρίπτονται εἰς τοὺς δρόμους, ἐσκανδάλισεν ἕνα ἄνθρωπον, ὁ ὁποῖος ἔτυχε νὰ ἐπαγγέλλεται τὸν λωποδύτην. Καὶ ὁ ἐρίφης ἐπείσμωσεν εἰς τοιοῦτον βαθμόν, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ τὸ συμμορφώσῃ μὲ τὸ ἔθιμον τῆς μετακομίσεως.

Χθὲς λοιπὸν τὸ πρωὶ τὸν εἶδαν γείτονες νὰ εἰσέρχεται εἰς τὸ σπίτι ἐκεῖνο ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ὑπηρεσίας. Καὶ ἐπειδὴ οἱ γείτονες εἶνε πάντοτε περίεργοι τὸν ἠρώτησαν τί ἐζήτει εἰς τὸ ξένον σπίτι, τοῦ ὁποίου οἱ ἔνοικοι, ὡς ἐγνώριζον, ἀπουσιάζουν.

― Εἶμαι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ κυρίου, ἀπήντησεν ὁ λωποδύτης μὲ τὸν φυσικώτερον τρόπον, καὶ ἐπειδὴ θὰ κάμωμε μετακόμισι, ἦλθα νὰ θέσω καὶ νὰ ἑτοιμάσω τὰ πράγματα.

Οἱ γείτονες ὅμως θεωρήσαντες ὕποπτον αὐτὴν τὴν καθυστερήσασαν μετακόμισιν εἰδοποίησαν τὴν ἀστυνομίαν. Τὰ ἀστυνομικὰ δὲ ὄργανα, τὰ ὁποῖα ἔφτασαν μετ’ ὀλίγον συνέλαβον τὸν λωποδύτην ἐντός τῆς οἰκίας καταγινόμενον σοβαρώτατα νὰ κάμῃ μετακόμισιν διὰ λογαρισμόν του. Διὰ τὴν εὐκολίαν δὲ τῆς ἐργασίας του εἶχε ἐκβιάσει θύρας, εἶχε θραύσει κλεῖθρα, εἶχε ἀνοίξει ἑρμάρια καὶ συρτάρια.

Ἐν τῷ μεταξὺ γνωσθέντος τοῦ πράγματος ἔγινε μεγάλη συνάθροισις πρὸ τῆς οἰκίας, εἰς τὴν ὁποίαν εὑρίσκετο ἤδη ὁ ἀστυνόμος μετὰ διαφόρων ὀργάνων του. Φαίνεται ὅτι ἀνεμένετο ὁ ἰδιοκτήτης διὰ νὰ ἐξακριβωθῇ ποῖα πράγματα ἔλειπαν, διότι ἴσως εἶχε γίνη ἀρχὴ τῆς μετακομίσεως. Ἀλλ’ οἱ συναθροισθέντες ἀπ’ ἔξω περίεργοι ἀνυπομόνουν νὰ ἴδουν τὸν λωποδύτην καὶ νὰ μάθουν λεπτομερείας. Ἐξῆψε δ’ ἔτι μᾶλλον τὴν περιέργειαν τὸ λεχθὲν ὑπὸ τινος ἀστείου ὅτι ὁ συλληφθεὶς ἐντὸς τῆς οἰκίας κλέπτης ἦτο τὸ Ἀλεκάκι. Καὶ βέβαια λωποδύτης, ὁ ὁποῖος εἶχε τὸ θάρρος νὰ κλέψῃ ἕνα σπίτι μέρα μεσημέρι καὶ εἰς μέρος τόσον κεντρικὸν δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ εἶνε κοινὸς κλέπτης.

Ἀλλ’ ἡ ἀναμονὴ παρετείνετο καὶ οἱ περίεργοι ἀνυπομονοῦντες ἐπεχείρουν νὰ εἰσβάλουν διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας τῆς ὑπηρεσίας· μὲ δυσκολίαν δὲ τοὺς ἀπώθουν οἱ τεταγμένοι ἐκεῖ χωροφύλακες. Ἄλλοι προσκολλῶντες τὸ πρόσωπον εἰς τὰ ὑελώματα τῆς κυρίας εἰσόδου, προσεπάθουν νὰ διακρίνουν τί ἐγίνετο ἐντός τῆς οἰκίας καὶ εἰ δυνατόν, τὸν λωποδύτην.

Πρὸ τῆς κυρίας εἰσόδου μεταξὺ τῶν ἄλλων ἦτο καὶ ἕνας ὑψηλόσωμος κληρικὸς ἀρκετὰ ἡλικιωμένος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο ἀμφιταλαντευόμενος μεταξύ τῆς περιεργείας καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας του. Ἤθελε νὰ πλησιάσῃ εἰς τὴν θύραν, ἀλλὰ ἐσκέπτετο ὅτι δὲν ἥρμοζεν εἰς τὸ σχῆμα καὶ τὴν ἡλικίαν του ν’ ἀναμιχθῇ εἰς τοὺς πολιορκοῦντας τὴν θύραν, μόρτιδες τὸ πλεῖστον. Αὐτὰ τὰ ἀντίθετα αἰσθήματα τὸν ἐκίνουν εἰς μίαν παλίρροιαν, ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω.

Ἐπὶ τέλους, εἶπεν αὐστηρῶς πρὸς τοὺς κρατοῦντας τὴν θύραν·

― Τί κάνετε αὐτοῦ σεῖς; Δὲν πάτε στὴ δουλειά σας;

― Θέλομε νὰ δοῦμε τὸ λωποδύτη.

―Τί θὰ καταλάβετε; Θὰ τὸν δῆτε σὲ λίγο, ποῦ θὰ τὸν βγάλουν ἔξω. Καὶ οἱ λωποδύται ἄνθρωποι εἶνε. Δὲν ἔχουν κέρατα. Ὁρίστε! Τί πιάσατε ἔτσι τὴν πόρτα.

Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μόρτιδες ἀπεσύρθησαν. Ὁ δὲ κληρικός, ἀφοῦ κατενίκησε νέον δισταγμόν, ἐπλησίασεν εἰς τὴν κενωθεῖσαν θέσιν, ἔκαμψε τὸ ὑψηλόν του ἀνάστημα καὶ τὰ μάτια του ἐκολλήθησαν εἰς τὰ γυαλιὰ τῆς θύρας.

 

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

 

[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΔΙΑΒΑΤΗΣ»), «ΠΕΡΙΕΡΓΕΙΑ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 10 Σεπτεμβρίου 1915, σελ. 1.