ΠΑΛΗΑ ΜΟΥ ΣΤΕΓΗ (1904)

ΠΑΛΗΑ ΜΟΥ ΣΤΕΓΗ[1]

 

Παλῃά μου στέγη, χαῖρε! Ἐσὺ θὰ μείνῃς εἰς τὴν θέσιν σου, ἐγὼ μόνος θ’ ἀφήσω. Δέξου εὐχαριστήσεις.

Σὲ ἀφίνω μὲ τὴν συγκίνησιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀφίνει κανεὶς ὅλα τὰ πράγματα ποῦ συνυφάνθησαν κἄπως μὲ ἕνα μέρος τῆς ζωῆς του καὶ ὑπείκων εἰς τὸν μεγάλον καὶ ἀκατανίκητον νόμον τῆς ἀλλαγῆς, τρέχω εἰς ἄλλην στέγην, ὑπὸ τὴν σκιὰν τῆς ὁποίας θὰ πλέξω νέους λογισμοὺς καὶ θὰ συναρμόσω νέα ὄνειρα καὶ θὰ δρέψω νέας ἀπογοητεύσεις.

Δὲν μοῦ ἔκαμες τίποτε διὰ νὰ σ’ ἐγκαταλείψω. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶνε ἡ θλιβερὰ ἱστορία ὅλων τῶν ἐγκαταλείψεων. Μήπως ἔκαμε τίποτε ἡ Ἀριάδνη εἰς τὸν Θησέα, ὁ ὁποῖος ἐν τούτοις μίαν ὡραίαν πρωΐαν τὴν ἄφησε μόνην εἰς τὴν Νάξον, ὅπου θὰ ἐχάνετο ἡ δυστυχὴς ἂν δὲν ἔσπευδεν ὁ Ζεὺς νὰ τὴν παρηγορήσῃ; Ἢ μήπως ἔκαμε τίποτε εἰς τὸν Ἰάσωνα ἡ Μήδεια ἐγκαταλειφθεῖσα καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἐκεῖνον διὰ τὸν ὁποῖον ἐθυσίασε τὰ πάντα;

Τί τὰ θέλεις; Οἱ ἄνδρες εἴμεθα ἀχάριστοι. Παρηγορήσου μόνον μὲ τὴν ἰδέαν, ὅτι δὲν εἶσαι ἡ πρώτη καὶ ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θὰ μὲ ἀντικαταστήσῃ ἴσως εἶνε καλλίτερός μου.

 

∞∞∞∞∞

 

Χθὲς τὸ βράδυ ὅταν ἐξεκρεμοῦσα τὰς εἰκόνας ποὺ ἐκαμάρωναν εἰς τοὺς τοίχους σου μοῦ ἐφάνη μίαν στιγμὴν ὅτι ἤκουα μὲ τὴν ἀκοὴν τῆς ψυχῆς βαθεῖς στεναγμοὺς τοὺς ὁποίους ἄφηνες ἀπὸ τὰ στήθη σου.

Μὲ κολακεύει ἡ ἰδέα ὅτι τὸν ἀποχωρισμόν μας τὸν αἰσθάνεσαι καὶ σὺ ἐπίσης. Ἐπὶ τέλους ἤμουν περιποιητικὸς πρὸς σὲ καὶ μολονότι δὲν ἤσουν εἰς τὴν πρώτην νεότητα καὶ ἠναγκαζόμην συχνὰ νὰ σὲ ἀνανεώνω μὲ ψιμμύθια ἀσβέστου καὶ λαδομπογιᾶς ποτὲ δὲν σὲ ἐπείραξα διὰ τὴν ἡλικίαν σου καὶ ὑποθέτω ὅτι δὲν ἠσθάνθης καμμίαν φορὰν τὴν ἀνάγκην νὰ κοκκινίσουν οἱ τοῖχοί σου ἀπὸ λέξιν ἀπρεπῆ ἡ ὁποία νὰ ἐξέφυγεν ἀπὸ τὸ στόμα μου.

Καὶ μόνον εἰς στιγμὰς ἀπελπισίας –καὶ ἔχομεν δυστυχῶς τόσας ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι– θὰ ἠσθάνθης τὸ βλέμμα μου νὰ προσπαθῇ νὰ σὲ διατρυπήσῃ, διὰ νὰ διευθυνθῇ πρὸς τὰ ὕψη, πρὸς τὴν μεγάλην καὶ ἀτελείωτον στέγην, ἡ ὁποία ἁπλώνεται ἐπάνω μας γαλανὴ ἀκριβῶς διὰ νὰ μᾶς ἐρωτεύεται.

Καὶ ἄλλοτε πάλιν εἰς στιγμὰς ρέμβης θὰ μὲ εἶδες διευθύνοντα ἐπάνω σου τὸ βλέμμα μου διὰ νὰ ἁρπάσω μίαν ἰδέαν τὴν ὁποίαν συνήθως δὲν μοῦ ἠρνήθης πλέον εὐσπλαχνικὴ σὺ ἡ ἄψυχος ἀπὸ τὰ σύννεφα ποῦ ἔχουν ψυχὴν καὶ ὅμως ἀρνοῦνται νὰ βρέξουν εἰς τὴν γῆν τὴν διψῶσαν καὶ καιομένην.

Τώρα ὅλα τελειώνουν. Χαίρετε ὄνειρα χρυσὰ τῆς αὐγῆς. Χαῖρε ζωὴ ποῦ ἐπέρασα εἰς τὸ περιβάλλον σου μὲ σκέψεις μαύρας, μὲ ἐλπίδας γαλανάς, μὲ μερίμνας, μὲ γοητείας καὶ ἀπογοητεύσεις.

Ὅλον μου αὐτὸ τὸ φορτίον –μοναδικὸν φορτίον κάθε ἀνθρώπου τῶν ἡμερῶν μας– τὸ μεταφέρω τώρα ἀλλοῦ μαζῆ μὲ τὰ ἔπιπλά μου, τὰ ὁποῖα ἄνθρωποι ἀναίσθητοι τοποθετοῦν ἀδιαφόρως ἐπάνω εἰς ἕνα κάρρον, χωρὶς νὰ ὑπολογίζουν ὅτι ὅλα αὐτὰ καὶ σὺ κ’ ἐγὼ ἀποτελοῦμεν μίαν ζωήν, μίαν ὁλόκληρον ζωὴν ὑπὸ ὅλας της τὰς μορφάς.

Καθὼς ἐκτοπίζομαι ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν εἰς τὴν ἄλλην, εἶνε ζήτημα ἂν θὰ σὲ ἰδῶ πλέον μετριοφρόνως ἐνθρονισμένην εἰς μίαν γωνίαν τῆς πόλεως.

Ἴσως ποτὲ δὲν θὰ φέρω τὰ βήματά μου πρὸς τὴν διεύθυνσίν σου καὶ τὸ διαζύγιόν μας εἶνε ὁριστικὸν καὶ ἀνέκλητον. Ἡ συνήθεια ἡ ὁποία καθιέρωσε τὴν ἐκτόπισιν ἐπάλαισε μαζῆ μου ἔτη τώρα καὶ ἐπὶ τέλους μὲ ἐνίκησεν. Ἐδοκίμασα κάποιαν δυσκολίαν νὰ σὲ ἀφήσω, ὅπως δοκιμάζει κάθε εὐαίσθητος ἄνθρωπος ἀποσπώμενος ἀπὸ κἄτι ποὺ ἔχει ἐξοικειωθῆ. Ἀλλὰ ὅλη ἡ πόλις μεταφέρεται σήμερον ἐπὶ κάρρων. Νὰ λείπω ἐγὼ ἦτο κἄπως δύσκολον καὶ θὰ ὡμοίαζε πρὸς παράλειψιν ἀπὸ ἐκείνας ποὺ κάμνουν τὸν ἄνθρωπον νὰ στενοχωρῆται.

― Θὰ μείνῃς εἰς τὸ ἴδιον σπῆτι;

― Θὰ μείνω.

― Περίεργον!

Αὐτὴν τὴν ἀπορίαν τὴν ἤκουα πέντε ἔτη τώρα καὶ τὴν ἤκουα μὲ θάρρος καὶ μὲ γενναιότητα. Ἐπὶ τέλους τὸ θάρρος μου ἐκάμφθη καὶ σ’ ἐγκαταλείπω. Θὰ γυρίσω εἰς τοὺς δρόμους καὶ θὰ διακηρύξω μεγαλοφώνως τὴν ἐγκατάλειψιν. Ἴσως κάμω τὴν ἀνανδρίαν νὰ κατηγορήσω καὶ νὰ σοὺ εὕρω ψεγάδια καὶ νὰ ἐπαινέσω τὸν ἀντίπαλόν σου. Δὲν θὰ τὸ κάμω ὅμως. Δὲν φθάνει ἕως ἐκεῖ ἡ καρδιά μου. Χαῖρε λοιπόν, παλῃά μου στέγη καὶ μὴ μοῦ κρατήσῃς θυμόν.

 

Φιλέας Φὸγγ

 

[1] Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ψευδ. «Φιλέας Φογγ») , εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ», 31 Αυγούστου 1904, σελ. 1.