ΟΝΕΙΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ[1]
Χθὲς πρώτην Σεπτεμβρίου ἀπὸ τὸ μικρὸ καφενεῖο τῆς γειτονιᾶς, παρακολουθοῦσα μὲ τὸ φίλο μου τὴν κίνησιν τῶν κάρρων ποῦ μετακόμιζαν τὴν ἐπίπλωσιν τῶν μέχρις τῆς στιγμῆς γειτόνων μου. Τὴν παρακολουθοῦσα καὶ τὴν κουτσομπόλευα ἀπὸ ζήλεια! Ἀκοῦς ἐκεῖ ἀδελφὲ γιὰ πέντε ψωροδραχμὲς ποῦ μᾶς κατέβασε ἀπὸ τὸ νοῖκι ὁ σπιτονοικοκύρης μας κ. Βασιλάκης ἐπειδὴ λέει εἴμαστε ἥσυχοι ἄνθρωποι, νὰ ποδοπατήσουμε τὸ πατροπαράδοτο ἔθιμο καὶ νὰ μᾶς εὕρῃ ὁ Σεπτέμβριος στὸ ἴδιο σπίτι, ἐμᾶς τοὺς γνησίους καὶ γηγενεῖς Ἀθηναίους! Ἀμ’ γι’ αὐτὸ πηγαίνουμε κατὰ κρημνῶν! Γιὰ πέντε ψωροδραχμές! Ἀκοῦς ἐκεῖ. Ὡστόσο οἱ ἄλλοι ξεκουβαλοῦσαν.
Στὴν πόρτα τοῦ ἀντικρυνοῦ σπιτιοῦ τὸ κάρρο εἶνε φορτωμένο, ἕτοιμο νὰ μεταφέρῃ τὰ ἔπιπλα τῆς εὐτυχοῦς οἰκογενείας ποῦ σέβεται τὰ ἔθιμα! Ἡ χαρὰ εἶνε ζωγραφισμένη εἰς τὰ πρόσωπα ὅλων, ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ χονδροῦ σὰν νεροκολόκυθο κὺρ Γεώργη μέχρι τῆς ξεκάλτσωτης Μάρως τῆς μικρῆς ὑπηρετρίας ποῦ φορεῖ τὰ ξετακουνωμένα παπούτσια τῆς δ-δος Ἐλπινίκης. Καὶ αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἔπιπλα ἔχουν ἕναν ἀέρα πανηγυρικῆς χαρᾶς, ἀγκαλιάζονται μεταξὺ των, τρίζουν ἀπὸ εὐχαρίστησι, χοροπηδοῦν καὶ ἀστειεύονται.
Ἡ σκάφη αἴφνης ἔχει ἀναγκαλισθῆ περιπαθῶς τὸ πιάνο, τὸ ἀνακουφιστικὸ ἐκεῖνο σκεῦος τῆς νυχτὸς φιλοξενεῖ εἰς τοὺς κόλπους του… τὴ πουδριέρα τῆς δεσποινίδος, καὶ ἡ παντοῦφλες τοῦ ἀγαθοῦ κὺρ Γιώργη πετοῦν σὰν αὐτιὰ λαγοῦ μέσα ἀπὸ ἕνα καβ-πώ.
Τὸ κάρρο ξεκινᾶ μεγαλοπρεπῶς, τρίζον καὶ λιγιζόμενον ἐνῷ ἡ Μάρω ἀκολουθεῖ μὲ ἕνα καλάθι σκεπασμένο μὲ λινάτσα ἐντός τοῦ ὁποίου νιαουρίζουσα μεταφέρεται καὶ ἡ γάτα τοῦ σπιτιοῦ. Τὸ κακὸ καὶ ζηλειάρικο μάτι μου ἐπιδρᾷ. Ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ κάρρου κατρακυλᾷ μετὰ πατάγου ἕνα κασόνι μὲ τὰ μπακιρικά… Πετάχτηκα ὄρθιος. Ὁ δικαστικὸς κλητὴρ τῇ βοηθείᾳ τοῦ νέου εὐεργετικοῦ ἐνοικιοστασίου πετοῦσε τὰ πράγματα τοῦ γείτονος στὸ δρόμο. Ἡ φωνὲς καὶ τὸ νταβατούρι μοῦ εἶχαν κόψει τὸ ὡραῖο ὄνειρο.
ΜΗΤΣΟΣ ΔΕΙΛΙΝΟΣ
[1] Μήτσος Δειλινός, «ΟΝΕΙΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗΣ ΝΥΚΤΟΣ», εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1925, σελ. 2.