ΟΛΑ ΣΤΟ ΚΑΡΡΟ[1]
Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΣΠΙΤΙ – ΕΝΟΙΚΙΑΣΤΗΡΙΑ –
ΜΙΑ ΒΙΛΛΑ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΚΑΠΝΟΣ
Σεπτέμβριος. Ἄνω – κάτω ἡ πρωτεύουσα μὲ τὰς μετακομίσεις. Ἀτελείωτες σειρὲς ἀπὸ τετράτροχα κάρρα, φορτωμένα μὲ ἔπιπλα, σκάφες, κοφίνια τῆς μπουγάδας καὶ μαγειρικὰ σκεύη, διασχίζουν τοὺς δρόμους καὶ χαρακώνουν μὲ τὶς βαρειές τους ρόδες τὸ γυμνὸν ἔδαφος. Τὸ ἔθιμο εἶνε σεβαστόν. Καὶ κανεὶς δὲν τολμᾷ νὰ τὸ θίξῃ. Ἔχει δὲν ἔχει ἀνάγκην ὁ Ἀθηναῖος πρέπει, μόλις ἀνατείλει ὁ ἥλιος τῆς 1ης Σεπτεμβρίου, νὰ ἀλλάξῃ σπίτι.
Μικρὰ τετράγωνα φύλλα χαρτιοῦ, κολλημένα στὶς ἐξώπορτες καὶ ἄλλα κρεμασμένα ἀπὸ τὰ μπαλκόνια, εἰδοποιοῦν γιὰ τὸ ἐνοικιαζόμενον διαμέρισμα.
Εἶναι τόσα τὰ ἀδειανὰ σπίτια, ποὺ οἱ ἰδιοκτῆται ἀναγκάζονται νὰ κάνουν κάθε ὑποχώρησι γιὰ νὰ μὴ χάσουν τὸν ἐνοικιαστήν. Πολλὰ ἐνοικιαστήρια, καθώς προβάλλουν κρεμασμένα ἀπὸ ἕνα μακρὺ σανίδι, μοιάζουν μὲ χέρια ζητιάνου, πού ἁπλώνουν γιὰ νὰ ζητιανέψουν.
Ἕνα διαμέρισμα ἀπὸ 3 δωμάτια καὶ ὅλα τὰ χρειώδη, πλὴν τοῦ ἀγνώστου τότε λουτροῦ, 35 δραχμὲς τὸν μῆνα.
Τὸ ἐπάνω πάτωμα κεντρικωτάτου σπιτιοῦ ἐκ 5 δωματίων μετὰ ἐξώστου, καταλλήλου καὶ διὰ προεκλογικὸν λόγον μετὰ ρουκέττας καὶ βεγγαλικοῦ, 60 ἢ 65 δραχμές τὸν μῆνα.
Καὶ ὁ ἐνοικιαστὴς ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ. Ποῦ νὰ φανταζόταν ὁ τότε ἰδιοκτήτης τῶν τριῶν κενῶν δωματίων ὅτι θὰ ἐρχόταν ἐποχὴ ποὺ τὰ ἐνοικιαστήρια θὰ γινόντουσαν φορεὺς χρυσῶν λιρῶν.
Ἀλλ’ ἂς παρακολουθήσωμε τὴν μεγαλοπρεπὴ πομπήν. Προηγεῖται… ὁ ντορὴς καὶ ἕπονται οἱ τέσσερες ρόδες. Ἀπόλυτος ἰσότης ἐπικρατεῖ μεταξὺ τῶν πραγμάτων, ποὺ εἶναι στιβαγμένα στὸ φορτηγό. Ἡ ἀριστοκράτις πολυθρόνα ἐναγκαλίζεται τὴν σκάφη καὶ τὸ πιάνο τῆς δεσποινίδος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐμαρτύρησε ὁ Σοπέν, ἀναπαύεται κοντὰ στὸ μεγάλο καζάνι τῆς πλύσης.
Τρεῖς ξυπόλυτοι βαστάζοι κρατοῦν τὸν μεγάλον καθρέφτην μὲ τὴν ἐπίχρυσιν κορνίζα, ἐπὶ τῆς ὁποίας διακρίνονται νυχτεριναὶ διαβάσεις ψύλλων…
Ἀκολουθεῖ τὸ μικρὸ κουρεμένο δουλικὸ μὲ τὶς δὺο μικρὲς γλάστρες τοῦ βασιλικοῦ τὶς ὁποῖες θὰ σπάσῃ. Τὸ τί θὰ ἐπακολουθήσῃ εἶναι γνωστόν…
Καὶ ὁ δρόμος μὲ τὴν ἀτέλειωτη σειρὰ τῶν κάρρων, τὰ παρατεταγμένα στὰ πεζοδρόμια βαρέλια γιὰ τὰ νέα κρασιά, εἶναι σχεδόν ἀδιάβατος γιὰ τοὺς πεζούς.
Ὁ κόσμος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ τὸν θόρυβο, κάνει ἀναγκαστικῶς ἐξοχικοὺς περιπάτους. Οἱ ἐξοχὲς ἀπέχουν 30 ἢ 40 χιλιόμετρα ἀπὸ τὰς Ἀθήνας. Οἱ Ἀμπελόκηποι, ἡ Κολοκυθού, τὰ Πατήσια ἦσαν τότε ἐξοχὲς ποὺ πολλοὶ παρεθέριζαν. Τὰ Πατήσια εἶχαν κήπους καὶ ἐλάχιστα σπίτια, μικρές βιλλίτσες ἀραιὰ βαλμένες. Μία ἀπ’ αὐτὲς ἐπέρασε καὶ στὴν Ἱστορία ἐξ αἰτίας μιᾶς περίεργης ἔμμετρης ἐπιγραφῆς, ποὺ εἶχε στήσει στὸ μπαλκόνι ὁ ἰδιοκτήτης Μελισσίδης. Ἡ ἐπιγραφὴ ἄφινε τὴν ἑξῆς πληροφορία στὸν φιλέρημο περιπατητὴ τοῦ ἐξοχικοῦ δρόμου:
Ὁ ἔτη τεσσαράκοντα μηδέποτε καπνίσας,
τὸ δὲ μὴ διαπανώμενον κατ’ ἔτος ἐκτοκίσας
τοιοῦτον κτῆμα ἀποκτᾷ κι’ ὑγείας δέκα ἔτη
στὸν βίο του προσθέτει.
Κατὰ τὴν περίεργον, λοιπόν, ἔμμετρον ἐπιγραφὴν ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν θὰ ἐκάπνιζε σαράντα χρόνια, θὰ ἀποκτοῦσε μίαν ἔπαυλιν σὰν αὐτὴν τοῦ Μελισσίδη. Κάποιος, ὅμως, διαβάτης, ἀνυπότακτος καπνιστὴς, ὅταν διάβασε τὸ τετράστιχο ἔγραψε μὲ ἕνα μολύβι στὸν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ:
Ὁ ἔτη τεσσαράκοντα μηδέποτε καπνίσας,
τὸ δὲ μὴ δαπανώμενον κατ’ ἔτος ἐκτοκίσας
τοιοῦτον κτῆμα ἀποκτᾷ πλὴν πρέπῃ νἄχῃ ὑπ’ ὄψει
οἱ κληρονόμοι τὸν καπνὸ ὅτι δὲν ἔχουν κόψει…
Καὶ ἂν αὐτὸς μὲν ἄκαπνος κι ἀτσίγαρος πεθαίνει,
ἡ βίλλα γίνεται καπνός… καὶ τίποτα δὲν μένει…
Καὶ δὲν γελάστηκε ὁ ἀντιρρησίας. Ὕστερα ἀπὸ λίγα χρόνια ἡ βίλλα κατεδαφίστηκε γιὰ νὰ γίνῃ πολυκατοικία ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ἐκάπνιζαν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη.
Ἐν τούτοις εὑρέθηκαν πολλοὶ ποὺ θέλησαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Μελισσανίδη γιὰ νὰ γίνουν ἰδιοκτῆται μιᾶς ἐπαύλεως.
Ἕνας ὅμως εὑρῆκε πολλὰ τὰ σαράντα χρόνια καὶ τὰ ἔκανε εἴκοσι, περιορίσας εἰς δύο ὀρόφους τῆς ἐπαύλεως. Ἀλλ’ ἀργότερα εἶδε ὅτι καὶ τὰ 20 χρόνια ἦταν πολλὰ χωρὶς τσιγάρο καὶ τὰ ἔκανε πέντε, τὴν δὲ βίλλα τὴν ἔκανε μὲ ἕνα πάτωμα. Ἀλλὰ καὶ τὰ πέντε χρόνια χωρὶς τσιγάρο ἦταν τραγωδία. Καὶ ἔτσι, ἀντὶ νὰ τὸν κόψῃ τὸν καπνό, τὸν ἐμετρίασε καὶ περιωρίστηκε μόνον σ’ ἕνα οἰκόπεδο.
[1] Τίμος Μωραϊτίνης, Τὰ Ρωμαντικὰ Χρόνια τῆς Αθήνας, Ἱστορίες τοῦ Παλῃοῦ Καιροῦ, Αθήναι 1952, σελ. 130-132. Προφανώς πρόκειται για παλαιότερο χρονογράφημα του Τίμου Μωραϊτίνη, το οποίο αναδημοσιεύθηκε και στα «ΑΠΑΝΤΑ», τόμος 6, σελ. 153-155, τα οποία εκδόθηκαν από τη σύζυγό του Μαρία Τίμου Μωραϊτίνη.