ΟΙ ΝΕΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ (1904)

ΟΙ ΝΕΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ[1]

 

Τὸ ὡρολόγιον τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Καρύτση[2] –ἂν ὁ Ἅγιος Γεώργιος Καρύτσης εἶχεν ὡρολόγιον– θὰ ἐσήμαινεν τὴν ἑνδεκάτην ὥραν τῆς πρωΐας, ὅταν εἰς τὴν ὁδὸν Παρνασσοῦ ἀρ. 1237 μία κεφαλὴ προέβαλλε μυστηριωδῶς ἀπὸ ἓν παράθυρον. Διὰ νὰ μὴ ἀνησυχήσουν οἱ ἀναγνῶσται δηλῶ ἀμέσως, ὅτι ἡ κεφαλὴ ἀνῆκεν εἰς τὸν ὑποφαινόμενον, προέβαλε δὲ μυστηριωδῶς ἁπλούστατα διὰ νὰ ἰδῇ τοὺς νέους γείτονας τῆς νέας κατοικίας.

Ταυτοχρόνως ὅμως εἴκοσι νέα παράθυρα εἶχον ἀνοιχθῆ καὶ εἴκοσι ἄλλαι κεφαλαὶ εἶχον προβάλει μὲ τὸν αὐτὸν μυστηριώδη καὶ ἀνώδυνον σκοπόν. Σαράντα δύο βλέμματα, περίεργα, ἀδηφάγα, ἐξεταστικά, ἀντηλλάγησαν γρήγωρα, γρήγωρα, καὶ μίαν στιγμὴν τόσος ἠλεκτρισμὸς διεχύθη εἰς τὴν ἀτμόσφαιραν, ὥστε νὰ εἶμαι βέβαιος, ὅτι ἂν ἀπὸ τὸν νέον μου δρόμον ἐπερνοῦσεν ὁ ἠλεκτρικὸς σιδηρόδρομος, ἐξάπαντος θὰ ἐξετροχιάζετο.

Φυσικώτατα περισσότερον ἐκύτταξα τὸ κατ’ εὐθείαν ἀπέναντί μου παράθυρον. Τὸ παράθυρον ὅμως αὐτὸ ἐκλείσθη μὲ κάποιαν ἀπογοήτευσιν καὶ ἕνα γυναικεῖον κεφαλάκι ἐξηφανίσθη ὀπίσω του μὲ ἀδιαφορίαν. Τὶς οἶδε ποῖον Ἄδωνιν εἶχεν ὀνειροπολήσῃ τὸ κεφαλάκι ἐκεῖνο καὶ εἰς τὴν θέαν μου ἐδοκίμαζε τὴν πρώτην ψυχρολουσίαν.

Ἔσπευσα ἐν τούτοις νὰ ζητήσω πληροφορίας καὶ μοῦ ἐδόθησαν πολὺ ἰκανοποιητικαί.

― Πολὺ νόστιμη! Μοῦ εἶπε κἄποιος τῆς οἰκογενείας μου περὶ τῆς ἀντικρυνῆς γειτονοπούλας.

 

∞∞∞∞∞

 

Πολὺ νόστιμη!

Ἡ πληροφορία ἦτο ἀπολύτως ἐνθουσιαστικὴ τὴν ἔδιδε μάλιστα γυναῖκα. Καὶ αἱ γυναῖκες εἶνε δύσκολαι μεταξύ των. Ἑπομένως εἶνε ἐνδεχόμενον ἡ γειτόνισσά μου νὰ εἶνε καὶ ὡραία.

Καὶ καθὼς ὀπίσω ἀπὸ τὸ κλεισθὲν παράθυρον ἐξηκολούθει νὰ διακρίνεται ἀμυδρῶς μία σκιὰ ἐξετάζουσα τὸν δρόμον, ἐγὼ ἔπλασα ἀστραπιαίως ἕνα ὡραῖον πρόσωπον στηριγμένον ἐπάνω εἰς ἕνα θαυμάσιον σωματάκι, ἔβαλα ἀκόμη πολὺ χάριν μὲ τὸ καντάρι, καὶ ἐπερίμενα. Ἀλλὰ τὸ κεφαλάκι δὲν ἐφάνη πλέον καὶ ἐπὶ τέλους ἠκούσθη καὶ ὁ τριγμὸς τοῦ ἰδικοῦ μου παραθύρου, τριγμὸς ὁμοιάζων κἄπως μὲ στεναγμὸν καὶ μὲ θρῆνον.

Τί εἶνε ὅμως αὐτοὶ οἱ νέοι γείτονες! Παρουσιάζονται εἰς τὸν βίον τοῦ ἀνθρώπου ὡς κάτι τόσον πλησίον ὥστε σοῦ ἔρχεται μίαν στιγμὴν ἡ ἐπιθυμία νὰ ἁπλώσῃς τὸ χέρι σου διὰ νὰ πιάσῃς τὸ ἰδικὸν των, νὰ τοὺς χαιρετίσῃς καὶ νὰ ζητήσῃς τὴν φιλίαν των. Ἀλλὰ εἶνε ταυτοχρόνως καὶ τόσον ἀπομεμακρυσμένοι ὥστε μία αὐλὴ ποὺ σᾶς χωρίζει, ἕνα κιγκλίδωμα κήπου, ἢ τὸ διπλασίασμα ἑνὸς πεζοδρομίου ἠμπορεῖ νὰ προσλάβῃ τὰς διαστάσεις Ὠκεανοῦ καὶ Σαχάρας.

Διάττοντες ποὺ διευθύνονται ὁρμητικοὶ πρὸς τὴν γῆν καὶ νομίζει κανεὶς ὅτι θὰ ἔλθουν νὰ ἐνισχύσουν τὰ φανάριά μας καὶ ἔξαφνα σβύνονται πρὶν μᾶς πλησιάσουν.

 

∞∞∞∞∞

 

Ὑπάρχει ὅμως εἰς τὸν βίον τοῦ ἀνθρώπου ἡ ὡραία ἡλικία, ἡ ὁποία σμικρύνει τὰς ἀποστάσεις καὶ προσεγγίζει τ’ ἀπομακρυσμένα.

Κἄποτε ὁ «Ραμπαγᾶς»[3] ὅταν ἀκόμη πρὸ τῆς καταπτώσεως τὸν διηύθυνε τὸ γερὸν πνεῦμα τοῦ Κλεάνθη Τριανταφύλλου[4], προεκήρυξε διαγωνισμὸν διὰ νὰ γραφῇ ἕνα ποιηματάκι πρὸς τὴν γειτονοπούλαν. Ὁ «Ραμπαγᾶς» τὸ ἔθεσεν ἔτσι ἀορίστως τὸ θέμα. Ἀλλὰ εὑρέθηκαν διακόσιοι ἄνθρωποι εἰς τὰς Ἀθήνας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν μίαν γειτονοπούλαν ποὺ ἤξιζε τοὺς ὀκτὼ στίχους τοὺς ἀπαιτουμένους ἀπὸ τὸν «Ραμπαγᾶν».

Καὶ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος –γραφεῖα ἀποτελούμενα ἀπὸ ἓν σανίδωμα χωρίζον τὸ τραπέζι τῆς συντάξεως ἀπὸ ταῖς κάσες τῶν στοιχειωθετῶν– κατεκλύσθησαν ἀπὸ στίχους φλογεροὺς καὶ ἀπὸ ρίμης πυρακτωμένης. Ἐνθυμοῦμαι ὅτι καὶ ἐκλογικαὶ ἐπεμβάσεις καὶ καλπονοθεύσεις καὶ διατροφαὶ ἀριθμῶν ἐγειναν διὰ νὰ θριαμβεύσῃ ἕνα ὀκτάστιχον ἴσως τὸ ἀδυνατώτερον ἀπὸ ὅλα.

Εἶμαι βέβαιος, ὅτι καὶ τώρα ἂν ἐγίνετο ἕνας διαγωνισμὸς θὰ εὑρίσκοντο πάλιν διακόσιοι ἄνθρωποι νὰ τραγουδήσουν τὴν γειτονοπούλαν των. Τὸ δυσάρεστον εἶνε ὅτι κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν τότε μέρος εἰς τὸν διαγωνισμὸν τοῦ Ραμπαγᾶ δὲν θὰ λάβῃ τώρα.

Τί τὰ θέλετε; Καὶ ἡ γειτονοπούλα εἶνε ἕνα φυτὸν τὸ ὁποῖον διὰ νὰ ἀνθίσῃ χρειάζεται θερμοκήπιον νεότητος καὶ ἀμεριμνησίας. Ἐκεῖνοι ποῦ τὸ εἶχαν τότε δὲν τὸ ἔχουν πλέον. Ἔρχονται ὅμως ἄλλοι ὀπίσω των.

Ἄ! νὰ ἡ γειτονοπούλα μου! Κἄπου κυττάζει. Εἰς τὸ παρακάτω παραθυρον ἐπρόβαλε μία κεφαλή. Εἶνε κεφαλὴ ποῦ ἔχει ὅλας της τὰς τρίχας καὶ δὲν ἔχει καμμίαν ἄσπρην.

 

Φιλέας Φὸγγ

 

[1] Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ψευδ. «Φιλέας Φογγ»), «ΟΙ ΝΕΟΙ ΓΕΙΤΟΝΕΣ», εφημερίδα «ΚΑΙΡΟΙ», 2 Σεπτεμβρίου 1904, σελ. 1.

[2] Στη θέση της εκκλησίας προϋπήρχε μεσαιωνική του Αγίου Γεωργίου της οικογένειας των Καρυκήδων. Η νεότερη εκκλησία κτίστηκε το διάστημα των ετών 1845-1850 με δωρεά της κόρης του ηγεμόνα της Δακίας Μαυρογένους, Ευφροσύνης Νέγρη, του Ι. Φιλήμονος κ.ά.  Είναι Βασιλική μετά τρούλου και αποτελεί ένα από τα ωραιότερα μνημεία των Αθηνών.

[3] O Ραμπαγάς ήταν μια εφημερίδα πολιτικοσατιρική που εκδιδόταν το διάστημα από 14 Αυγούστου 1878 μέχρι 14 Απριλίου 1887, με μια διακοπή την περίοδο 14 Αυγούστου 1886 – 19 Οκτωβρίου 1886. Ο τίτλος της εφημερίδας οφειλόταν στο θεατρικό έργο του Β. Σαρντού «Ραμπαγάς» που ανεβάστηκε στην Αθήνα το 1878 και απαγορεύτηκε γιατί υποτίθεται ότι έθιγε τον φιλέλληνα Γάλλο πολιτικό Λ. Γαμβέττα, θερμό υποστηρικτή των ελληνικών θέσεων στο Συνέδριο του Βερολίνου. Σύμφωνα με τους δύο εκδότες της εφημερίδας, Κλεάνθη Τριαντάφυλλο και Βλάση Γαβριηλίδη, ο ήρωας του έργου ήταν άστατος, παθιασμένος, συμφεροντολόγος και ενσάρκωνε πλήρως τα χαρακτηριστικά του Έλληνα. Η εφημερίδα φιλοδοξούσε να αποτελέσει τον καθρέφτη της πολιτικής και κοινωνικής ζωής, αφού –σύμφωνα πάντα με τους εκδότες– κάθε Έλληνας, ακόμη και ο ανώτατος άρχων, ήταν Ραμπαγάς.

[4] Ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος (1850-1889), ποιητής και δημοσιογράφος, ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του στην Κωνσταντινούπολη, όπου πήγε σε ηλικία 20 ετών αναζητώντας καλύτερη τύχη. Εργάστηκε στην εφημερίδα «ΝΕΟΛΟΓΟΣ» Κωνσταντινουπόλεως, γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Βλ. Γαβριηλίδη και το 1877 καταδικάσθηκε σε θάνατο από τουρκικό δικαστήριο για άρθρο του το οποίο αναφερόταν στην καταπίεση του Ελληνισμού από τους Τούρκους. Έρχεται στην Αθήνα και εκδίδει τον «ΡΑΜΠΑΓΑ» (Αύγουστος 1878) σε συνεργασία με τον Βλ. Γαβριηλίδη. Από το πρώτο κιόλας φύλλο γίνεται στόχος του βασιλικού περιβάλλοντος και του ίδιου του βασιλιά, αφού πρόβαλλε τις δημοκρατικές και αντιμοναρχικές απόψεις του. Φυλακίζεται, γίνεται στόχος δολοφονικής απόπειρας, αλλά συνεχίζει απτόητος μέχρι το 1887, όταν για οικονομικούς λόγους διακόπτει την έκδοση της εφημερίδας. Επανέρχεται πιο μετριοπαθής, αλλά η γνωριμία του με τον Ρόκκο Χοϊδά τον επαναφέρει στο γνώριμο καυστικό ύφος, το οποίο τον οδηγεί στο Κακουργιοδικείο για κάποιο σκωπτικό αντιμοναρχικό ποίημά του. Καταδικάζεται, αλλά αφήνεται ελεύθερος, με κλονισμένη ψυχική υγεία. Αυτοκτόνησε τον Μάιο 1889 και η Εκκλησία αρνήθηκε να τον κηδέψει, οπότε τάφηκε σε μια άκρη του Α’ Νεκροταφείου. Θεωρείται εισηγητής του Λυρισμού στη νεοελληνική ποίηση, από τους προδρόμους του Δημοτικισμού, ενώ σημαντικότερη θεωρείται η συμβολή του στην πολιτική αφύπνιση και ωρίμανση του απαίδευτου τότε ελληνικού λαού.