ΟΙ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΙΣ[1]
Λίγοι στίχοι – ὅ,τι τύχει
Ἀκόμη ἐξακολουθοῦν τινὲς μετακομίσεις
καὶ τέλος ἐγκαθίσταται καθεὶς᾽ στὰ ἴδιά του
καὶ κάνει κατὰ τὸ δοκοῦν πολλὰς μεταρρυθμίσεις
εἰς τὰ ὑπὸ Μανιάτηδων θραυσθέντα ἔπιπλά του.
Πλὴν ὁ Ρωμῃός μὴ συντηρῶν γραφεῖον ἰδικόν του,
δὲν εἶχε μετακόμισιν διὰ τὸν ἑαυτόν του.
Ἐν τούτοις τὸν Σεπτέμβριον ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα
πάντοτε κἄτι ἔκτακτον καὶ τακτικόν συμβαίνει,
καὶ μὲς στοὺς δρόμους στέκονται βαρέλια ᾽στην ἀράδα.
ὡς Φιντικλῆδες[2] ξύλινοι καὶ παρατεταγμένοι.
Καὶ ἂν δὲν ἔμαθες ποτὲ βαρέλια νὰ πηδήσῃς,
δὲν εἰμπορεῖς εἰς τὰς ὁδούς ποσῶς νὰ προχωρήσῃς.
Πρὸς τούτοις, ὡς ἐμάθομεν, κι’ ὁ ὑπουργὸς ὁ Ρώμας[3]
ἀφίκετο ταχύτατος ἀπὸ τῆς Μαλδαυΐας,
κι’ ἐκεῖθεν ἀπεκόμισε σοφὰς καὶ νέας γνώμας
περὶ πεζῶν καί ναυτικῶν καί πεζοναυμαχίας.
Ἐν τούτοις ὁ Χαρίλαος ἀκόμη ταξιδεύει
κι’ εἰς τὰς Αὐλὰς ὑπὲρ ἡμῶν κι’ ἐκεῖνος μεσιτεύει.
Ἀλλὰ καὶ τὰ Ὀλύμπια μετ’ οὐ πολὺ κενοῦνται
καὶ φεύγουν οἱ Μπρουνέτηδες κι’ ᾑ πρίμαις τὰ πρυμνίζουν,
συνέρχονται τὰ θύματα καὶ τόσον συγκινοῦνται,
ὥστε νὰ φύγουν μετ’ αὐτῶν κι’ αὐτοὶ ἀποφασίζουν.
Καὶ δὴ ὁ Ἐρωτόκριτος καὶ συνδημότης Πλάκας
εἰς διαχύσεις προσκαλεῖ τοὺς ἐπιλοίπους βλάκας.
Καθόσον ὅμως ἀφορᾷ τὰ περὶ τοῦ Φαλήρου,
ὁ κωμικός του θίασος εἰς πρώτην εὐκαιρίαν
ἀπῆλθε –ὡς ἐμάθομεν– μετὰ χαρᾶς ἀπείρου
καὶ μὲ κενὸν θυλάκιον κατὰ τὴν Ἑσπερίαν
Ἐλλείψει μὲν ἀκροατῶν, ἐλλείψει δὲ θυμάτων,
χωρίς ἁψῖδας ἄναυλα ἐπῆγαν ᾽στὴ δουλειά των.
Ἀλλὰ τὸ Ἄντρον τῶν Νυμφῶν[4] θὰ ἐξακολουθήσῃ
τοῦ Διάκου καὶ τοῦ Μπότσαρη τοὺς ἄθλους παριστάνον,
ὅπως ἀκμαῖον αἴσθημα παντοῦ διατηρήσῃ
καὶ ὅπως πετσοκόψομε τὸν κύριον Σουλτάνον.
Διότι ὅταν δὲν τραβοῦν τουφεκισμοὺς κι’ ἐκεῖνοι,
ὁποῖος πατριωτισμός ᾽στὸ ἔθνος θ’ ἀπομείνῃ;
Ἀλλ’ ὁσονούπω ἔρχονται καὶ οἱ σαλεπιτζῆδες
μὲ τὰ βραστά των κάστανα καὶ τὸ ζεστό σαλέπι,
καὶ δὴ μεταμορφούμενοι καὶ εἰς στραγαλατζῆδες
θ’ ἀδειάζουν τῶν παραμανῶν καὶ τῶν παιδιῶν τὴν τσέπη.
Κι’ ὁ Παπαμιχαλόπουλος[5] ἀφίκετο ἐπίσης,
κομίζων πρὸς τὸν Πρόεδρον Μολαϊτῶν[6] προσρήσεις.
Πλὴν τὸ Πανεπιστήμιον μετ’ οὐ πολὺ ἀνοίγει
κι’ ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας των οἱ φοιτηταὶ ἐν γένει
μαζεύουν τὰ βρεμμένα των καὶ ὅπου φύγῃ – φύγῃ
εἰς τὰς Ἀθήνας ἔρχονται κατενθουσιασμένοι.
Ἀλλ’ ἐρχομένων φοιτητῶν ἐνταῦθα καθ’ ἡμέραν,
καὶ ὁ Ρωμῃός μας πώλησιν θὰ κάμῃ καλλιτέραν.
[1] Εφημερίδα «Ο ΡΩΜΗΟΣ», Φύλλο 85, 7 Σεπτεμβρίου 1885, σελ. 1.
[2] Ο Καθηγητής της Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Σπυρίδων Φιντικλής (1820-1894) έγινε ευρέως γνωστός διότι ήταν ένας εκ των δύο Καθηγητών που απέρριψαν τον Γεώργιο Σουρή. Γεννημένος στην Αθήνα, σπούδασε στη Γερμανία και υπηρέτησε ως Καθηγητής Γυμνασίου, Γυμνασιάρχης και Τμηματάρχης του Υπουργείου Παιδείας ως την Καθηγεσία του. Διενήργησε σημαντικές ανασκαφές.
[3] Πρόκειται για τον πολιτικό Ροβέρτο Ρώμα (1834-1921), αδελφό του Σπυρίδωνος Ρώμα. Διετέλεσε βουλευτής επί μακρόν και Υπουργός της Παιδείας το 1881 και των Ναυτικών το 1885.
[4] Ένα από τα τρία παριλίσσια θέατρα που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και, έστω και βραχύβια, επηρέασαν αναμφισβήτητα τις θεατρικές εξελίξεις της πρωτεύουσας. Τα άλλα δύο ήταν ο «Παράδεισος» και ο «Απόλλων». Στο «Άντρον των Νυμφών» εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στην Αθήνα οι ορχήστρες των Βοημιδών, οι επονομαζόμενες Τούμπλες, από ένα άσμα που τραγουδούσαν τότε με την επωδό «Τούμπλα-τούμπλα-τούμπλα-λα». Επίσης, εκεί παίχθηκε και το πρώτο ελληνικό κωμειδύλλιο, «Η περί όνου σκιάς δίκη», του Κ. Γ. Ξένου.
[5] Πρόκειται για τον Νικόλαο Παπαμιχαλόπουλο, Έλληνα πολιτικό, που γεννήθηκε στον Χάρακα της Επιδαύρου Λιμηράς το 1827 και πέθανε στην Κηφισιά το 1888. Εκλέχτηκε αντιπρόεδρος της Εθνικής Συνελεύσεως του 1863, Πρόεδρος της Βουλής και πολλές φορές Υπουργός. Στις 29 Απριλίου 1886 κλήθηκε για να σχηματίσει Κυβέρνηση, αλλά κατέθεσε την εντολή ένεκα διαφωνίας με τον Βασιλιά. Την εποχή που γραφόταν το κείμενο, διατελούσε Υπουργός Εσωτερικών στην Κυβέρνηση του Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
[6] Οι Μολάοι ήταν έδρα της επαρχίας Επιδαύρου Λιμηράς, όπου πολιτευόταν ο Ν. Παπαμιχαλόπουλος.