ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΟΙ[1]
Ἔμεινα εἰς τὸ ἴδιο σπίτι. Ὅλοι ὅμως οἱ γείτονές μου ἄλλαξαν. Χθὲς τὸ πρωὶ ἄνοιξα τὸ παράθυρόν μου καὶ εἶδα γύρω μου νέους γειτόνους. Πῶς ἠμπορῶ νὰ βεβαιώσω, ὅτι δὲν ἄλλαξα σπίτι, ἂν καὶ ἔμεινα εἰς τὸ ἴδιο;
Σπίτι εἶναι ἡ γειτονιά, εἶνε τὸ ἔξω τοῦ παραθύρου, ἕνας ὡρισμένος ἄνθρωπος ποῦ βλέπεις ἀπέναντι, ἕνα ὡρισμένον πιάνο ποῦ ἀκούεις, ὅλα τὰ ἀπέξω κινούμενα καὶ ζωγραφίζοντα τὸ περιβάλλον καὶ εὐρύνοντα τὴν κατοικίαν σου εἰς πλάτος γειτονιᾶς. Ποτὲ δὲν ἐγνώρισα τοὺς γειτόνους μου. Βιαστικὸς καὶ σκυφτὸς ἕνας-ἕνας ἔκλεινε τὴν ἐξώπορτα καὶ ἐπήγαινε εἰς τὴν δουλειά του. Ἦσαν ὅλοι ἄνθρωποι γραφείων, ρωλόγια ποῦ ἐδούλευαν ρυθμικῶς καὶ σιωπηλῶς. Τὰ μπαλκόνια ἦσαν ἀδειανά. Τὰ παράθυρα κλειστά. Ἐμάντευες μόνον ὅτι κατοικοῦσαν ἄνθρωποι, ἀλλὰ σπανίως ἐτύχαινε νὰ τοὺς ἰδῇς. Αὐταὶ εἶνε πάντοτε αἱ νέαι μακρυναὶ συνοικίαι τῶν Ἀθηνῶν, σιωπηλαὶ κατάκλειστοι καὶ σφραγισμέναι, ἂν καὶ ἔχουν τὸν ἥλιον καὶ τὸν ἀέρα πλησιέστερον. Καὶ ὅμως ἡμεῖς οἱ 20 γείτονες, ποὺ δὲν ἐγύρισε ποτὲ ὁ ἕνας νὰ ἰδῇ τὸν ἄλλον, εἴχαμε δεθῇ μὲ τὴν στοργὴν τοῦ πλησίον. Καὶ τώρα ποῦ φεύγουν ὅλοι –τί ταξείδι, τί αἰώνιον κυνῆγι ἑνὸς σπιτιοῦ– δέκα κάρρα φορτώνουν διαρκῶς, πηγαίνουν ξανάρχονται, εἶνε βράδυ καὶ δὲν ἐτελείωσαν ἀκόμη— τώρα ποῦ φεύγουν ὅλοι καὶ μὲ ἀφίνουν μόνον αἰσθάνομαι τὴν ἀνοστιὰν τῆς ἐρημίας.
Παρακολουθῶ ἕνα φῦκον ποῦ φεύγει ἀπὸ τὸ ἀπέναντι μπαλκόνι. Τὸν ἁρπάζουν καὶ τὸν ἀπάγουν βαρβάρως. Γιγάντιος, δυνατός, πλατύς μοῦ ἔδιδεν ἐπὶ ἕνα χρόνο τὴν ἔννοιαν τῆς γενναίας βλαστήσεως, τὴν ἰδέαν κάποιων ἀνθρώπων ποῦ βλαστάνουν καὶ χαίρονται πλατειὰ τὴν ζωήν.
Εἰς τὴν ὡραίαν λιακάδα τοῦ ἐρωτευμένου Ἀττικοῦ χειμῶνος, αὐτὸς ἐκεῖ ὁ φῦκος, ὄρθιος εἰς τὸ μπαλκόνι, διψασμένος γιὰ ἥλιον, πίνων ἥλιον καὶ πίνων Ἀττικήν, ἦτο τέλειος ἄνθρωπος, ἦτο ἕνας γείτονάς μου ἀπὸ τοὺς καλούς. Καὶ ἐνῷ ἐνόμιζα ὅτι ἔχει ριζώσει πλέον εἰς τὴν γῆν καὶ εἰς τὴν συνοικίαν καθὼς οἱ ἱστορικοὶ πλάτανοι ποῦ σκεπάζουν τὴν βούσιν μιᾶς γειτονιᾶς, ἔξαφνα ἕνα κάρρο τὸν σέρνει μακρὰν, δὲν ἠξεύρω ποῦ. Ἀντίο φίλε!
Ὁ χωρισμὸς εἶνε πάντοτε χωρισμός, σπάσιμον αἰφνίδιον κλωστῶν ποῦ ὁ χρόνος ὁ ὑφαντῆς δένει τοὺς πλησίον. Δὲν θὰ μὲ ξαναϊδῇς, οὔτε ἐγώ, καὶ ποιὸς ξέρει τίνος ἀπὸ τοὺς δύο μας ἡ μικρὰ ὑπὸ τὸν ἥλιον ἱστορία θὰ τελειώσῃ προτήτερα.
Δέκα χαμάληδες, στάζοντες νερὸ ἀπὸ τὸ μέτωπον, φορτώνουν ἕνα πιάνο μὲ οὐρά. Παλαιὸς γνώριμος. Μικρὰ κεφαλὴ κόρης, παρακολουθεῖ τὰς τύχας του ἀπὸ τὸ παράθυρον.
Ἴσως ἐννοεῖ ὅτι μὲ αὐτὴν τὴν μετακόμισιν τὸ γηραλέον πιάνον τῶν 500 δραχμῶν θὰ πάθῃ πλέον τὴν ὁριστικὴν συγκοπήν. Ἐπὶ ἕνα χρόνο τὸ ἐνθυμοῦμαι ἀκούρδιστον. Ἐν τούτοις τὸ ὑπέφερα ἀγογγύστως, ὅπως ὑποφέρει κανεὶς κυρίαν τραγουδοῦσαν ἄσχημα. Ἡ δεσποινὶς ἐκοπάνιζεν ἀνηλεῶς. Κἄποτε πήγαινεν εἰς τὸ ᾨδεῖον. Ἔπειτα ἀπεσύρθη καὶ τώρα παίζει τὰ βὰλς τῆς ἡμέρας, ὅπως τὰ κορίτσια ποὺ βιάζονται νὰ ἀρραβωνιασθοῦν. Τὸ πιάνο ὑπῆρχεν, ἁπλῶς διὰ νὰ ὑπάρχῃ πιάνο. Ἦτο μία πρόφασις, καὶ ὡς πρόφασις φορτώνεται εἰς τὸ κάρρον, χωρὶς νὰ εἶνε τὸ πρᾶγμα συγκινητικόν.
Οἱ νέοι μου γειτόνοι ἐγκατεστάθησαν πλέον –εἶνε ἀπόγευμα. Δύο κυρίαι μιλοῦν ἀπὸ τὰ μπαλκόνια των.
― Μπά; Ἐδῶ;
― Ἅ! τί εὐχαρίστησις, γειτόνοι λοιπὸν ἔ;
― Ἡ μαμὰ καλά;
― Εἶνε εἰς τὸ Λουτράκι.
∞∞∞∞∞
Ὁ ἀπέναντί μου καθηγητὴς τοποθετεῖ τὰ βιβλία του, ἀνοίγων σάκκους. Γηραιὰ κυρία λύνει κόμβους σχοινιῶν. Κόρη διορθώνει τὰ μαλλιά της, ἐν μέσῳ τοῦ συμφυρμοῦ, βυθίζουσα τὸ ἀνάστημά της εἰς ἕνα καθρέπτην προχείρως ἀπιθωμένον εἰς τὸν τοῖχον. Ἀξιωματικὸς ἀπὸ τὸ μπαλκόνι ἐρευνῇ τὸν ὁρίζοντα τῆς γειτονιᾶς, προσπαθῶν νὰ ἐννοήσῃ ποῦ ἦλθε καὶ ποῦ βρίσκεται. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νέοι γειτόνοι μου, διὰ σήμερον τουλάχιστον εἶνε σκαιοί. Ἀναζητῶ τοὺς παλαιούς, τοὺς παρακολουθῶ φεύγοντας, σκορπιζομένους ποιὸς ξεύρει ποῦ. Ἐγὼ ἔμεινα χωρὶς νὰ ἀναστατωθῶ, καὶ ἐγὼ εἶμαι ὁ πραγματικῶς μετακομισθείς. Μέσα εἰς τοὺς νέους γειτόνους ποὺ εὑρέθην ἔξαφνα, εἶμαι σὰν ὑπάλληλος ἐκσφενδονισθεῖς ἀπὸ πολιτικὸν πεῖσμα εἰς ἄγνωστον ἐπαρχίαν. Τὸ περιβάλλον εἶνε τὸ ἐντός. Ὅταν ἀλλάζει τὸ περιβάλλον, ὅταν ἀλλάζει ἡ γειτονιά σου, ἐτελείωσε, μετακόμισες.
Ζ.Π.
[1] Ζαχαρίας Παπαντωνίου, «ΟΙ ΓΕΙΤΟΝΟΙ», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 1 Σεπτεμβρίου 1903, σελ. 1.