O ΟΓΚΟΣ ΤΟΥ ΕΝΟΙΚΙΟΥ[1]
Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ σᾶς πῶ κἄτι ποῦ ὅλοι ὅσοι σκέπτεσθε νὰ μετοικήσετε μετὰ ἕνα μήνα περίπου τὸ γνωρίζετε. Ὅτι τὰ ἐνοίκια τῶν σπιτιῶν ὑπερετιμήθησαν κατά τι ἀκόμη. Μερικὰ μονόδραχμα προστίθενται εἰς τὰ ἐνοίκια καὶ τῶν μᾶλλον ἀποκέντρων σπιτιῶν. Ἡ αἰώνια μέθοδος τῶν ἰδιοκτητῶν ἐξακολουθεῖ καὶ ἐφέτος. Σπίτι τὸ ὁποῖον πρὸ δέκα ἐτῶν εἶχεν ἐνοίκιον 100 δραχμῶν, τώρα ἔχει 150. Καὶ τὸ ἐνοίκιον αὐτὸ τὸ πληρώνουν οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι, τῶν ὁποίων οἱ ἀπολαυαὶ ἐκ τῆς ἐργασίας των ὄχι μόνον ἔμειναν αἱ αὐταὶ ἀλλ’ ἴσως καὶ νὰ ἠλαττώθησαν. Ἡ ἀπληστία τῶν ὀλίγων ἤπλωσε τοὺς ὀδόντας της ἐπὶ της ἀναγεννωμένης πόλεως καὶ ροκανίζει τὸ χρῆμα τῶν πολλῶν. Ἡ βιομηχανία τῶν σπιτιῶν ὑπερέβη καὶ τὴν βιομηχανίαν τῶν ἑλληνικῶν κονιὰκ μὲ τὸ τίποτε σχεδόν, σπείρουσα δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ οἰκίας καὶ οἰκίσκους αὐτοσχεδίους καὶ ὑψώνουσα τὸ ἐνοίκιον εἰς βαθμοὺς ἐπιφοβωτέρους καὶ ἀπὸ τοὺς βαθμοὺς τοῦ θερμομέτρου τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Τὰ ὑλικά της οἰκοδομικῆς εἶναι ἀρκετὰ εὐθηνά, τὰ οἰκόπεδα -ἐκτὸς τῶν κέντρων- εἶναι ἀρκετὰ εὐθηνά, ἡ ἐργασία δὲν ἀμείβεται μὲ μεγάλα ἡμερομίσθια, ὁ δὲ συναγωνισμὸς μεταξὺ τῶν πολλῶν ἐργολάβων καθιστᾷ τὴν οἰκοδομικὴν εἰς τὰς Ἀθήνας λίαν συμφεροτικήν. Καὶ ἐνῷ αὐξάνουν τὰ σπίτια, τὰ ὁποῖα δὲν στοιχίζουν πολύ, καὶ ἐνῷ τὸν μῆνα οἰκοδομοῦνται ἄνω τῶν 20 νέων οἰκιῶν καὶ ἐνῷ τὰ σπίτια ταῦτα κτίζονται μὲ τὰς ἀπαιτήσεις τὰς ὁποίας θὰ εἶχον οἱ ἔνοικοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Μεσαίωνος, καὶ ἐνῷ ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως βαίνει αὐξάνων πολὺ βραδέως, τὰ ἐνοίκια ἀνέρχονται ὡς μπαλόνια. Κάθε χρόνο ἡμεῖς καὶ ἡμεῖς, οἱ ἴδιοι πάντοτε, βιοπαλαισταὶ οἰκογενειάρχαι οἱ περισσότεροι παρὰ ἐπιχειρηματίαι κερδίζοντες 70 τοῖς %, πληρώνομεν τὸ αὐξάνον ἐνοίκιον ὑποκύπτομεν εἰς τὸν παχαίνοντα ὄγκον. Ποῦ νὰ τὸ ἀποδώσῃ κανεὶς τὸ κακόν;
Εἰς καμμίαν σιωπηλὴν συμφωνίαν μεταξὺ τῶν κατόχων οἰκιῶν; Εἰς τὸ γενικὸν πνεῦμα τῆς ἀπληστίας; Εἰς τὴν γενικὴν ὑπόκυψιν τῶν ἐνοικιαστῶν εἰς τοὺς ὅρους τῶν ἐνοικιαζόντων;
Περισσότερον πάντως θὰ εἶνε ὑπαίτιοι τῆς ὑπερτιμήσεως τῶν ἐνοικίων οἱ ἐνοικιασταί, οἱ ἄνευ διαμαρτυριῶν καὶ ἀντιδράσεων ὑποκύπτοντες εἰς τὰς ὑπερβολικὰς ἀξιώσεις τῶν ἐνοικιαζόντων. Ἐὰν ἀπεφάσιζον οἱ πρῶτοι νὰ ἐπιβάλουν τὴ θέλησίν των, θὰ ἐμετριάζετο ἡ ἀπληστία τῶν δευτέρων.
Φαντάζομαι πρὸς στιγμὴν ὅλον τὸ μέγα πλῆθος τῶν πληρωνόντων τὰ ἀκριβὰ ἐνοίκια εἰς τοὺς ὀλίγους, διαμαρτυρόμενον σύσσωμον καὶ θέλον νὰ ἐπιβάλη εἰς τοὺς ἄλλους καὶ εἰς τὸν ἑαυτὸν του ἀνθρωπισμόν, δικαιοσύνην, φαντάζομαι μίαν σιωπηλὴν ἄνευ τινος διαταράξεως ἐπανάστασιν τῶν πολλῶν κατὰ τῶν ὀλίγων μίαν κοινὴν συμφωνίαν ἐπὶ τῆς λογικῆς, ἡ ὁποία δὲν καταδέχεται νὰ ἔλθῃ καὶ ἐμφανισθῇ ποτε – καὶ βλέπω ἕνα θεόρατον ἐφιάλτην ἀποσπώμενον ἀπὸ τὰ στήθη τόσων χιλιάδων ἀνθρώπων καὶ ἀκούω μίαν κραυγὴν ἀνακουφίσεως καὶ ἀπελευθερώσεως τὴν ὁποίαν δὲν ἔχουν οὔτε οἱ ἥρωες καὶ αἱ ἡρωίδες τῶν ἔργων τοῦ Ἰψεν, αἱ ἀπελευθερωμέναι ἀπὸ τοὺς δεσμοὺς τῶν ψυχῶν των. Εἰς ἕνα τόπον, ὅπου διὰ πλείστας ὄσας οἰκογενείας ἡ ἐξοικονόμησις τοῦ ἐνοικίου εἶνε καθημερινὸν μαρτύριον καὶ διὰ πλείστους ὅσους βιοπαλαιστὰς εἶνε τρυπάνη σχίζουσα τὴν ἠρεμίαν τῆς σκέψεως, τόσον τρισπόθητος εἶνε ἡ ἀνατολὴ τοῦ φωτὸς τῆς δικαιοσύνης! Ὠθῶ ἀκόμη τὴν φαντασίαν. Διοργανώνων μίαν κοινὴν συνέλευσιν ἀγαθῶν καὶ ἐντίμων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἐπιβάλλουν τοὺς ἀδιαταράκτους ἐκείνους ὅρους, τοὺς ὁποίους ἐπιβάλλει εἰς τὰς γενναίας καὶ μεγάλας της ἀποφάσεις ἡ ὀγκώδης δύναμις τῶν πολλῶν.
Τὸ ἐνοίκιον κανονίζεται: Εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου τόσον, εἰς τὴν ὁδὸν Αἰόλου τόσον, εἰς τὰς ἀποκέντρους τόσον – μία διατίμησις σὰν ἐκείνην ποὺ ἔχουν τὰ κουρεῖα τῆς ὁδοῦ Ἀθήνας! Καὶ βλέπω ὅλα τὰ ἄπληστα στόματα τῶν ἀγριωτέρων νὰ μένουν ἀπολιθωμένα καὶ βλέπω τοὺς δικαστικοὺς κλητῆρας νὰ σταυρώνουν τὰς χεῖρας καὶ δὲν ἀκούω πλέον τὸν τρομερὸν βρόντον τῶν κανονιῶν καὶ δρῶ τὴν εἰρηνικὴν συμβίωσιν εἰς μίαν πόλιν ἐνοικιαστῶν καὶ ἐνοικιαζόντων. Καὶ βλέπω ἀκόμη εἰς μίαν γωνίαν ἑνὸς δρόμου μίαν χεῖρα τεταμένην καὶ ἀκούω λόγους θρηνοῦντας.
― Δός μου μιὰ πεντάρα, κύριε, εἶμαι φτωχὸς ἄνθρωπος, ἔχω… δέκα σπίτια, καὶ αἰσθάνομαι τὴν ἡδονὴν καὶ τὴν χαρὰν ἀνθρώπου, ὅστις ἐκδικεῖται τέλος πάντων ἀνθρωπίνως, πάρα πολὺ ἀνθρωπίνως!
Ὁ καθημερινὸς
[1] Δημήτριος Χατζόπουλος (Ψευδ. «Ο καθημερινός»), εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 23 Ιουλίου 1901, σελ. 1.