ΜΟΥΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΒΑΛΗΜΑΤΑ ΣΠΗΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ (1884)

ΜΟΥΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΟΥΒΑΛΗΜΑΤΑ

ΣΠΗΤΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΑ[1]

– Ἀδειάσετε τὸ σπῆτι μου καὶ δῶστε μου τὸ᾽ νοῖκι.

– Μετὰ χαρᾶς σας, κύριε, ἀμέσως τὸ ἀδειάζω.

– Νοικιάζεται πρὸς τὸ παρὸν καμμία ἀποθήκη;

– Ὄχι, μὰ δύο πατώματα πολὺ φθηνὰ νοικιάζω.

Εὑρίσκονται, ἂν θέλετε, εἰς τοῦ Ψυρῆ πλησίον

καὶ ἔχουνε ἐνοίκιον δραχμῶν ἑξακοσίων.

– Ἀγαπητέ μου κύριε καὶ σπητονοικοκύρη,

παρακαλῶ ἀφῆστε με ἀκόμη ἕνα μῆνα.

– Ἀδύνατον, νοικάτωρα καὶ φίλτατε Κασμίρη,

σπήτια πολλὰ ἀνοίκιαστα ὑπάρχουν στὴν Ἀθήνα.

– Μά, κύριε, παρακαλῶ ὡς ποῦ νὰ ᾽βρῶ κανένα…

– Μά, κύριε, τὰ χρήματα ἐμπρὸς καὶ μετρημένα.

Κι’ ἰδοὺ ἁμάξια μακρυὰ μὲ ξύλινα κρεββάτια,

μὲ σιδερένια στρίποδα, καθρέφταις καὶ κονσόλαις.

μὲ βελουδένια ἔπιπλα ἀπὸ χρυσᾶ παλάτια,

μ’ ἀγάνωτα χαλκώματα καὶ χίλιαις κατσαρόλαις,

μὲ στρώματα, παπλώματα, σεντόνια, μαξιλάρια,

καὶ μὲ τραπέζια ξύλινα καὶ μὲ μισά ποδάρια.

Ἀδειάζουνε παλῃόσπητα, ἀδειάζουν ἀποθῆκαι,

ἀδειάζουν καταστήματα μετὰ τῶν ὑπογείων,

πολλαὶ περί ἐξώσεως κυκλοφοροῦσι δίκαι,

καὶ μοναχὰ τὸ σεβαστὸν Παιδείας ὑπουργεῖον

γεμίζει κατ’ ἀντίθεσιν ἀπὸ σοφοὺς δασκάλους,

γυμνασιάρχας βοηθούς, σχολάρχας τε καὶ ἄλλους.

Σὺν τούτοις περιφέρονται τουλούμια ἐπὶ κάρων,

μούστους πολλοὺς κομίζοντα εἰς τὰς κλεινὰς Ἀθήνας

ἐξ Ἐλευσῖνος, Καλυβιῶν, ἀκόμη κι’ ἐκ Μεγάρων,

γιὰ νὰ προετοιμάσουνε τὸν φόρον τῆς ρετσίνας.

Ἀδειάζουν ὅ,τι ἔμεινε καταμεσῆς τοῦ δρόμου

πρὸς τέρψιν τοῦ διευθυντοῦ καὶ κάθε ἀστυνόμου.

Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ τρεχάματα, παντοῦ χαραῖς καὶ γέλοια,

καὶ ᾑ ταβέρναις ἔχουνε πολύ μεγάλη φούρια,

στεφάνια ἑτοιμάζονται γιὰ τὰ παλῃὰ βαρέλια,

καὶ τὰ παλῃὰ διορθόνονται καὶ γίνονται καινούρια.

Καὶ ὅλ’ οἱ ταβερνιάριδες ἐκάμανε παρέα

καὶ πλύνουν τὰ βαρέλια των μαζὶ ᾽στὸ Φαληρέα.

Χαῖρε, Σεπτέμβριε, θερμὲ καὶ δροσερὲ συγχρόνως,

ἐσύ μᾶς φέρνεις τῇς βροχαῖς κι’ ἀνοίγεις τὰ σχολεῖα,

εἰς σὲ χρωστᾷ τὰ γλέντια του ὁλόκληρος ὁ χρόνος,

γιατί τοῦ δίνεις τὸ κρασί μὲ τόση ἀφθονία.

Ρωμαντικὰ οἱ ποιηταὶ τὸν ἐρχομό σου ψάλλουν,

κι’ ἀπὸ τὰς ἐπαρχίας των οἱ φοιτηταὶ προβάλλουν.

 

[1] Εφημερίδα «Ο ΡΩΜΗΟΣ», αριθμ. 32, 1 Σεπτεμβρίου 1884, σελ. 4.