ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ (1887)

ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ[1]

Πρώτη εἶναι Σεπτεμβρίου καὶ ἡμέρα εἶναι τρίτη

ἀπὸ ἕνα σπίτι φεύγουν καὶ πηγαίνουν σ’ ἄλλο σπίτι.

 

Ἦλθ’ ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου ἡ μεγάλη ἡ τρανὴ

πλὴν μᾶς ηὗρε σὰν καὶ πέρσι μὲ τὴν τσέπη ἀδειανή,

καὶ κοντὰ στὴν ἄλλη φτώχια καὶ στὴν ἄλλη δυστυχιά μας

καὶ στὴν πεῖνα ὁποῦ δέρνει τὴν ἀκόρεστη κοιλιά μας

τώρα ἔχομε καὶ τούτη τὴ μεγάλη συφορὰ

μετοικίσματα κι’ ἀντάρες κι’ ἔξοδα χωρὶς παρᾶ.

 

Ὅπου τώρα καὶ ἂν στρέψῃς τὰ κατάμαυρά σου μάτια

Βλέπεις κάρα φορτωμένα μὲ μπαοῦλα καὶ κρεβάτια,

παληοτσάντζαλα καρέκλαις, πράγματα παληὰ καὶ νέα

καὶ τινα ἐν μέσῳ τούτων πρὶν προκατακλυσμιαῖα.

κι’ ἄλλα εἴδη τεθειμένα μετὰ τάξεως καλῆς

ποῦ δὲν λέγωνται… καὶ ὅμως εἶναι χρήσεως πολλῆς.

 

Ὅλοι σήμερα δουλεύουν δουλευτάδες ἁμαξάδες

καὶ γεμίζουνε τὴν τσέπη μὲ τρικούβερτους παράδες,

καὶ ὁ ἔσχατος χαμάλης παρουσίας ποταπῆς

παζαριάζει μὲ Κυρίαν ὑψηλῆς περιωπῆς

καὶ τῆς λέγει «τόσα θέλω καὶ ἀρζὰν κοντὰν παρᾶ,

καὶ σὰν θέλης, σὰν δὲν θέλης εὗρε ἄλλονε κυρά».

 

Μιὰ γυναῖκ’ ἀπ’ τὸ θυμό της σὰν τὸ θειάφι κιτρινίζει

καὶ τὸν ἄνδρα της μαλώνει καὶ φωνάζει καὶ ὑβρίζει

― Μπρὲ τί ἄνδρα κακομοίρη μοὔδωκ’ ἡ κακή μου τύχη,

ἀπ’ τὸ σπίτι μας μᾶς διώχνουν κι’ αὐτὸς κάθεται καὶ βήχει

καὶ κυττάζει κι’ ὅλο χάσκει καὶ παρᾶ δὲν δίνει ἕνα

καὶ τὰ ῥοῦχά μας στὸ δρόμο εἶναι ὅλα πεταμένα.

 

― Ἄνδρα! τρέχα ναὕρῃς σπίτι! ἄλλο πιὰ δὲν ὑποφέρω!

σοὺ τὸ εἶπα σοῦ τὸ λέγω ψέμματα ἐγὼ δὲν ξέρω!

Εἰς τὸ δρόμο πεταμένα εἶν’ τὰ χίλια μου στολίδια,

καὶ τεντζέρια καὶ μεντζέρια καὶ πομάδες καὶ φκιασίδια.

Νὰ τὰ βλέπ’ αὐτὰ ὁ κόσμος εἶναι πιὸ κακὸ δικό σου

καὶ παράδες σὰν δὲν ἔχεις πούλησε τὸ σώβρακό σου.

 

Καὶ ὁ δύσμοιρος ὁ ἄνδρας μετὰ σκέψεις τόσας κι’ ἄλλας

δὲν ἠξεύρει ποῦ νὰ τρέξῃ διὰ χρήματα ὁ τάλας!

μὲ μισὴ καρδιὰ βαδίζῃ σὲ Ἀνατολὴ σὲ Δύσι

καὶ ἐν τούτοις δὲν γνωρίζει ποία πόρτα νὰ κτυπήσῃ.

Μολαταῦτα πρέπει ναὕρῃ γιὰ τὸ νοῖκι τὸν παρᾶ,

κι’ ἡ κοιλία του ἂς γρούζῃ κι’ ἂς βαρῇ τὸν ταμπουρᾶ.

 

Ἄνου κάτου εἶν’ ὁ κόσμος μὲ αὐτὰς τὰς μετοικήσεις!

τί φωναί! τί νταβαντούρια! κι’ ἁμαξάδων συναθροίσεις!

Ἄλλοι τρέχουν ἀπ’ ἐδῶθε ἄλλοι ἀπ’ ἐκεῖ πηγαίνουν

ἀπ’ τὴ μία πόρτα μπαίνουν κι’ ἂπ’ τὴν ἄλλη πόρτα βγαίνουν.

Τί κακὸ καὶ τί τρομάρα τί μαρτύριον Ὁσίου.

Ἄχ! ποτὲ νὰ μὴν ξανάλθῃ τέτοια πρώτη Σεπτεμβρίου.

ΜΩΡΕΑΣ

 

[1] Εφημερίδα «ΝΕΟΣ ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ», αριθμ. 33, 5 Σεπτεμβρίου 1887, σελ. 1.