ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ[1]
Δὲν ἀλλάζετε σπίτι σήμερα; Τότε δὲ ζῆτε! Ἡ ζωὴ ἐν τῇ κινήσει ἐστί, εἶπε ὁ σοφός. Καὶ ἡ πιὸ ἁπλῆ, ἡ πιὸ πρόχειρη μορφὴ τῆς κινήσεως εἶνε ἡ μετακίνησις. Ὁ Ἀθηναῖος, ὁ μανιώδης αὐτὸς ἐχθρὸς κάθε μονιμότητος, εἶχε βρῇ στὴ μετοικεσία τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου τὸ μυστικό τῆς ἀνανεώσεως.
Ὅταν δὲ μποροῦσε ν’ ἀλλάξῃ κατάστασι, τύχη, θέσι, γυναῖκα, ἰδεολογία, κυβέρνησι, ἄλλαζε σπίτι. Κι’ εἶχε σ’ αὐτὸ τὴ μεγαλείτερη εὐκολία: Ὅλη ἡ Ἀθήνα νοικιαζότανε, ἀπὸ τὸ τελευταῖο ὑπόγειο μέχρι τοῦ μεγάρου. Δὲν ὑπῆρχε σπίτι, ἀπὸ τὸν Ἰούλιο, χωρὶς ἐνοικιαστήριο. Ἡ κρίσις τῆς στέγης ἦρθε νὰ ξεκολλήσει, αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ τσιρότα, ἀπὸ τὶς προσόψεις. Τί τραῦμα θανάσιμο κατὰ τῆς ἀνανεώσεως! Ἡ καθιέρωση τοῦ πρώτου ἐνοικιοστασίου, ὅσο καὶ νὰ εὐεργέτησε τ’ ἀδύνατα πορτοφόλια ἤτανε μία ἡμερομηνία καταδίκης: Ἐγκαθιστοῦσε τὸ καθεστὼς τῆς μονιμότητος καὶ τῆς πλήξεως ποὺ ἦρθε νὰ ρίξῃ τώρα ἡ κρίσις μὲ τὴν ἐγκατάλειψιν τῆς χρυσῆς βάσεως. Σπίτια, χτίζετε σπίτια! Ἀντιλάλησε ἡ φωνὴ τῆς συνέσεως καὶ τῆς σωτηρίας. Κι’ ἄρχισαν νὰ φυτρώνουνε μὲ τὸ μεροκάματο, μονάδες, συνοικισμοί, μονοκατοικίες, ὀκέλλες κι’ ἡ Ἀθήνα νὰ γεμίζῃ ἀπ΄ αὐτὰ τὰ εὐεργετικὰ ἄσπρα χαρτάκια, ποὺ ὑπόσχονται, ἀντὶ τῶν ἐξόδων τῆς μετοικεσίας, μιὰ διέξοδο στὴν ἀνία καὶ τὸν ἀγιάτρευτο μποβαρισμὸ τοῦ πληθυσμοῦ.
Τὸ φαινόμενο δὲν εἶνε δικό μας μονάχα: Περνώντας ἀπὸ τὴ Γαλλία τελευταίως ποὺ γύριζα ἀπὸ τὴν Ἱσπανία, εἶδα τὸ Παρίσι γεμάτο ἐνοικιαστήρια. Καὶ ὁ «Ἀδιάλλακτος» δὲν προφθαίνει νὰ δημοσιεύῃ μικρὲς ἀγγελίες. Οἰκονομικὸς πληθωρισμός: Κι’ αὐτὸ βέβαια. Ἀλλὰ πολλοὶ τραβήξανε κατὰ τὰ προάστεια καὶ λύσανε τὸ πρόβλημα τῆς στέγης ὅπως μπόρεσαν. Τὰ ἴδια μοῦ λένε καὶ γιὰ τὸ Βερολίνο. Ὅπως κι’ ἂν εἶνε ἡ Ἀθήνα γυρίζει στοὺς δοξασμένους καιροὺς τῆς πανδήμου μετοικεσίας. Ὁ ἀραμπάς, τὸ κάρρο, ἡ σούστα, οἱ σεπτοὶ βετεράνοι τῶν μεταγωγικῶν μας, βγήκανε στὴν πιάτσα, νὰ διεκδικήσουνε τὸ ἔδαφος στὰ καμιόνια, τὰ Λέϋλαντ καὶ τὰ Φίατ, τοὺς συγχρόνους κυρίους τῶν ἀποστάσεων. Οἱ μπόγοι βουνά, τ’ ἄπλυτα τῶν σπιτιῶν στὴ φόρα –πρὸ πολλοῦ βγαλμένα, ἂν τοῦτος, ἀπὸ τὶς ἀθηναϊκὲς ἐφημερίδες– οἱ καναπέδες μὲ τὰ ποδάρια ψηλά, κατὰ τὰ πρῶτα φθινοπωρινὰ σύννεφα, οἱ καθρέπτες γεμάτοι γαλάζιο οὐρανόν, οἱ καρέκλες, ἡ μία πάνω στὴν ἄλλη, καμπαναριὰ τῆς Πίζας, ποὺ τρέμετε πὼς θὰ σωριαστοῦνε στὸ κεφάλι τῶν διαβατῶν, ἕνα τραπέζι πιασμένο ἀπὸ τὸ ἕνα του πόδι, μὲ σκοινί, μιὰ σκάφη γεμάτη κουρέλια, τρεῖς κότες καὶ μὲ τὸ κεφάλι κάτω, τέλος ἡ αἰώνια μικρή, ποὺ ἀκολουθεῖ μὲ κάποια γλαστρίτσα, ὅπου θάλλει –τρόπος τοῦ λέγειν– ἕνα καχεκτικὸ γεράνι, μ’ ἄλικο λουλουδάκι, τὸ ἀπαντον τῆς διακοσμήσεως τοῦ μικροῦ μπαλκονιοῦ ἢ ἕνα κλουβάκι μ’ ἀνήσυχη καρδερίνα, ποὺ διαμαρτύρεται, πίκ, πίκ, πίκ, ποῦ μὲ πάτε, ποῦ μὲ πάτε. Αὐτὸ μάλιστα! Εἶνε γυρισμὸς τῆς Ἀθήνας στὴ γνησιότητα τοῦ χαρακτῆρος της.
Κάποιος εἶπε ὅτι ἡ πόλις αὐτή, μὲ τὴν ἀκαταστασία της, τὴν προχειρότητά της, τὴν ἀρρυθμία της, τὸ ἀνυπόμονο καὶ νευρικὸ πνεῦμα τῶν κατοίκων της, μοιάζει μὲ καταυλισμὸ Τσιγγάνων. Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου εἶνε ἡ ἡμερομηνία τοῦ ἀποκορυφώματος αὐτῆς τῆς ἐντυπώσεως. Νομίζετε ὅτι κι’ αὐτὰ τὰ σπίτια ἔχουνε ρόδες σὰν τὶς ρουλόνες τῶν σαλτιμπάγκων καὶ ὅτι θὰ ξεκινήσουν ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη, σὲ μιὰ πάνδημη ἐξόρμησι, ν’ ἀλλάζουνε θέσεις. Ὁ Ἕλλην –μοῦλεγε κάποιος– γι’ αὐτὸ καταστρέφει δέντρα. Μισεῖ τὴν ἀκινησίαν τους, τὴ γαλήνη καὶ τὴν αὐτανάπαυσί τους. Δὲν ξέρω ἂν αὐτὴ ἡ ὑπερψυχολογία εἶναι σωστή. Ὁ ἴδιος ὅμως δὲν ὑποφέρει γιὰ τὸν ἑαυτό του τὴ μονιμότητα. Θέλει ἀλλαγὴ γειτονιᾶς, νέες γνωριμίες, προσώπων, πραγμάτων. Ἡ μετοικεσία ὑπηρετεῖ τὴν ἀνησυχία του.
― Ἀγλαΐα, τρέξε! Κύτταξε ἀπ’ αὐτὸ τὸ παράθυρο. Τί θαῦμα! Ὁ Ὑμηττὸς καὶ οἱ στέγες πανόραμα.
Μετὰ τρεῖς μῆνες αὐτὸ τὸ πανόραμα θὰ ἔχῃ γίνῃ κόλασις, ἀπὸ τὴν ὁποία ὅλοι –οὔτε τῆς καρδερίνας ἑξαιρουμένης– δὲν θὰ βλέπουν τὴν ὥρα νὰ γλυτώσουν. Χρειάζεται κάποια ἐσωτερικὴ περιουσία γιὰ ν’ ἀποδεχθῇ κανεὶς ὅτι θὰ ζήσῃ καὶ θὰ πεθάνῃ στὸ ἴδιο σπίτι.
Ἂν ἡ ζωὴ εἶνε στὴν κίνησι, ἡ κίνησις μὲ τὴ σειρὰ τῆς γίνεται ἀπὸ τὰ μέσα πρὸς τὰ ἔξω. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ κινῆται ἰλλιγιωδῶς χωρὶς νὰ μετακινῆται διόλου. Ἀλλ’ ἐδῶ ἀρχίζει ἄλλο κεφάλαιο ποὺ δὲν ἔχει τὸν τόπο του στὴ μετοικεσία τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου. Ἂς ἀφήσουμε τὴν καϋμένη τὴν Ἀγλαΐα νὰ χαίρεται τὴ θέα τοῦ καινούργιου σπιτιοῦ.
ΣΠΥΡΟΣ ΜΕΛΑΣ
[1] Σπύρος Μελάς, «Μετοικεσία», εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 31 Αυγούστου 1933, σελ. 1.