ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ[1]
Αὔριον εἶνε ἡ τελευταία φορὰ ποὺ θὰ κοιμηθῶμεν ὑπὸ τὴν παλαιάν μας στέγην. Τὴν Τρίτην θὰ φορτώσωμεν τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὰ νοικοκυριά μας ἐπὶ ἁμαξῶν καὶ κάρρων διὰ νὰ ἐγκατασταθῶμεν εἰς τὰς νέας μας κατοικίας ἢ ἐλλείψει τούτων εἰς τὰ ξενοδοχεῖα.
Εἶνε δὲ ἀπορίας ἄξιον πῶς δὲν ἐπεκράτησε νὰ τελῆται τὴν 1ην Σεπτεμβρίου ἑορτὴ τῆς μετοικεσίας ὅπως ἡ Ἑβραϊκὴ ἀφοῦ οἱ μὲν Ἰουδαῖοι ἅπαξ μόνον μετώκησαν ἀπὸ τὴν χώραν τοῦ Φαραώ, ἐνῶ οἱ Ἀθηναῖοι μετακομίζουν κάθε χρόνον.
Τὸ Ἀθηναϊκὸν ἔτος δὲν ἀρχίζει ἀπὸ τὴν 1ην Ἰανουαρίου, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν 1ην Σεπτεμβρίου. Κάθε χρόνον αὐτὴν τὴν ἡμέραν ἄλλοι ὁρίζοντες ἀνοίγονται δι’ ἡμᾶς, νέα ζωὴ ἀρχίζει, νέαι γεννῶνται ἐλπίδες, νέα ὄνειρα. Ἡ μετοικεσία δι’ ἡμᾶς κατήντησεν ἀνάγκη. Εἰμπορεῖ νὰ καθήμεθα εἰς τὸ πλέον ἀναπαυτικὸν καὶ τὸ πλέον πολυτελὲς μέγαρον, εἰμπορεῖ νὰ εἴμεθα κάτοικοι τῶν Μαγικῶν Παλατιῶν τῆς Χαλιμᾶς, τὴν 1ην Σεπτεμβρίου ὅμως θὰ αἰσθανθῶμεν τὴν ἀνάγκην τῆς μετοικεσίας, τῆς ἀλλαγῆς. Μὴ δυνάμενοι ν’ ἀλλάξωμεν τοὺς ἑαυτούς μας καὶ τὴν τύχην μας ἀλλάζομεν κατοικίαν. Ὅλον τὸ ὑπόλοιπον ἔτος δὲν κάμνομεν τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὸ νὰ εὑρίσκωμεν ἐλλείψεις καὶ ἐλαττώματα εἰς τὸ καινούργιο σπίτι. Καὶ ὀσημέραι γινόμεθα περισσότερον ἀπαιτητικοί, περισσότερον λεπτολόγοι, μεμψίμοιροι. Ἡ σκόνη τοῦ δρόμου ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν μπαίνει περισσοτέρα εἰς τὰ δωμάτια, αἱ φωναὶ τῶν παιδιῶν τῆς αὐλῆς γίνονται ἀγριώτεραι, τὸ πιάνο τῆς ἀντικρυνῆς γεροντοκόρης καθίσταται ἐκνευριστκώτερον, τὸ φῶς ἐλαττοῦται, ὁ ἀέρας ἐπίσης, ἡ ἀτμόσφαιρα ἀποβαίνει καθ’ ἡμέραν βρωμερωτέρα.
Ἐπὶ τέλους τὸ καλοκαίρι ἡ κατάστασις καταντᾶ ἀνυπόφορος, δὲν εἰμποροῦμεν πλέον νὰ μείνωμεν εἰς τὸ παλαιὸν σπίτι καὶ εἰδοποιοῦμεν τὸν νοικοκύρην ὅτι τὴν 1ην Σεπτεμβρίου θ’ ἀδειάσωμεν τὸ σπίτι του καὶ νὰ τὸ ξέρῃ. Τὸ σπίτι του εἶνε ἕνα ἀχούρι, ἕνα σαράβαλο καὶ ἡμεῖς δὲν ἔχομεν τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν οἰκογένειάν μας γιὰ πεθαμό. Καὶ μετὰ πολλοὺς δρόμους καὶ τρεχάματα εὑρίσκομεν καινούργιο σπίτι, τὸ ὁποῖον εἰμπορεῖ νὰ εἶνε χειρότερον ἀπὸ τὸ παλαιόν, ἀλλὰ ἔχει ἕνα μεγάλο καλὸν-δὲν εἶνε τὸ παλαιόν. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶνε τὸ παλαιόν, μᾶς φαίνεται καινούργιο καθόλου. Ἀπαυδήσαντες ἀπὸ τὰς μακρὰς περιπλανήσεις καὶ τὰ βάσανα εὑρίσκομεν εἰς αὐτὸ τὸν λιμένα τῆς σωτηρίας. Μένομεν ἀπὸ αὐτὸ εὐχαριστημένοι ὀλίγας ἡμέρας καὶ κατόπιν ἀρχίζομεν νὰ βλέπωμεν καὶ τὰ ἰδικὰ του ἐλαττώματα. Αὐτὴ ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται τακτικῶς ἐπὶ μακρὰν σειρὰν ἐτῶν.
Ὑπάρχει ἡ ἑξῆς λαϊκὴ παροιμία. «Ὅποιος δὲν παινάῃ τὸ σπίτι του πέφτει καὶ τὸν πλακώνει». Οὐδὲν τούτου ψευδέστερον. Ἀλλοίμονον ἂν ἦτο ἀλήθεια, δὲν θὰ ἔμενεν οὔτε μία οἰκία τῶν Ἀθηνῶν, ἥτις νὰ μὴ καταρρεύσῃ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν τῶν ἐνοίκων της. Ἀλλ’ εὐτυχῶς οἱ λίθοι καὶ αἱ πλίνθοι καὶ τὰ ξύλα καὶ αἱ κέραμοι δὲν ἔχουν ὦτα οὔτε χολήν, δὲν ἀκούουν, οὔτε θυμώνουν ὅσα καὶ ἂν τοὺς ψάλωμεν ἄλλως ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει δὲν θὰ ἐλέγαμε τὸ «ξύλα τὲ καὶ πλίνθοι καὶ λίθοι καὶ κέραμοι ἀτάκτως ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμόν ἐστι» καθότι ἐὰν δὲν χρησιμεύουν εἰς τίποτε ἄλλο, ἀλλὰ θὰ μᾶς ἔσπαζαν τὸ κεφάλι.
ΚΩΣΤΑΣ ΧΛΩΡΟΣ
[1] Κωνσταντίνος Παπαλεξάνδρου (ψευδ. «Κώστας Χλωρός»), «ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 30 Αυγούστου 1915, σελ. 1.