ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΙΣ (1910)

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΙΣ[1]

 

Ὅτι ὁ Ἀθηναῖος εἶνε ἀπόγονος φυλῆς νομαδικῆς, ἡ ὁποία δὲν ἠμποροῦσε πουθενὰ νὰ σταθῇ καὶ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸ ἀποδεικνύουν αἱ τελευταῖαι αὐταὶ ἡμέραι τοῦ Αὐγούστου, κατὰ τὰς ὁποίας ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πρωτευούσης παρέχουν τὸ θέαμα ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους καταδιώκει ἀσθένεια, σεισμός, ἐχθρὸς ἐπὶ θύραις, ἢ ἀγωγὴ οἰκοδεσπότου, Διότι μεταναστεύουν ὅλοι.

Τὸ μικρόβιον τῆς μεταναστεύσεως εἶνε κληρονομικὸν εἰς τὰς φλέβας μας. Ὅλαι αἱ ἀποικίαι, τὰς ὁποίας ἔστησεν εἰς τὴν πλέον ἄγνωστον γωνίαν τοῦ κόσμου ἡ τόσον πτωχὴ εἰς κατοίκους Ἑλλάς, μᾶς πείθουν ὅτι ὁ σημερινὸς Ρωμῃὸς δυσκολεύεται πολὺ νὰ γεννηθῇ καὶ νὰ γηράσῃ εἰς τὸν τόπον του. Φαντασθῆτε τώρα ἂν συναινῇ νὰ γηράσῃ εἰς ἕνα σπίτι. Συμβαίνει λοιπόν, σπανίως ἕνεκα σπουδαίων ἀφορμῶν, ἀλλὰ συχνότερα χωρὶς κανένα λόγον, νὰ παίρνῃ κάθε οἰκογενειάρχης τὰ ὀλίγα του παιδιά, τὸ ἥμισύ του καὶ τὴν ὑπηρεσίαν του, νὰ φορτώνῃ ἕνα κάρρον καὶ μὲ τὴν λάμπαν καὶ τὸν καθρέπτην τὴν ὑπηρετρίαν καὶ νὰ φεύγουν ἀπὸ συνοικίας εἰς συνοικίαν διὰ νὰ εὕρουν φωλέαν. Ὅτι συνήθως ἡ ἀλλαγὴ αὐτὴ τῶν σπιτιῶν, ἡ ὁποία τελευταίως ἔχει λάβει χαρακτῆρα τοπικοῦ ἐθίμου, εἶνε συνήθεια μόνον καὶ ὄχι ἀνάγκη, μοῦ τὸ ἀπέδειξεν ἡ ἑξῆς πληροφορία, τὴν ὁποία ἔλαβα περὶ μιᾶς γνωρίμου κυρίας.

Ἡ κυρία ἐπερνοῦσε μὲ τὸ ἁμάξι.

― Τὴν βλέπεις αὐτήν; μοῦ εἶπεν ὁ σύντροφός μου.

― Ναί, τὴν ξέρω· εἶνε τυφλὴ ἡ δυστυχισμένη καὶ βγαίνει τὸ ἀπόγευμα περίπατον νὰ πάρῃ ἀέρα…

― Ξέρεις λοιπόν, ὅτι, ἐνῷ εἶνε θεότυφλη καὶ δὲν βλέπει οὔτε πότε εἶνε ἡμέρα καὶ πότε βράδυ, ἐννοεῖ κάθε πρώτην Σεπτεμβρίου νὰ ἀλλάζῃ σπίτι;

― Καὶ τί καταλαβαίνει;…

― Τίποτε· τόσον δὲν καταλαβαίνει τίποτε, ὥστε πρὸ δύο ἐτῶν τὰ παιδιὰ της τὴν ἐγέλασαν καὶ τὴν ἔκαμαν νὰ πιστεύσῃ ὅτι ἤλλαξε σπίτι, ἐνῷ ἔμεινεν εἰς τὸ ἴδιον καὶ μετὰ τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου˙ Τὸ δῆθεν νέον λοιπὸν σπίτι τὸ εὗρεν εὐάερον, εὐήλιον, εὐρύχωρον, ἔβριζε δὲ ἀγρίως τὸ παλαιόν.

Ὁ ἄνθρωπος ποῦ μοῦ ἔδωσε τὴν πληροφορίαν εἶνε ἀρκετὰ ἀξιόπιστος, καὶ ἂν δὲν ἤτo ὅμως θὰ ἐπίστευα ὅτι ὑπάρχει ἀόμματος ποῦ παθαίνει ὅσα παθαίνουν τόσοι ἄνθρωποι μὲ μάτια. Διότι ὅσοι φεύγουν ἀπὸ ἕνα σπίτι καὶ πηγαίνουν εἰς ἄλλο εὑρίσκουν ὅτι τὸ δεύτερο εἶνε μέγαρον καὶ τὸ παλαιὸν ἀχούρι.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἕνας σπιτονοικοκύρης, ἔχων σπίτι μὲ τρία πατώματα, μοῦ ἔλεγεν ὅτι ἐπὶ ἔτη ὁλόκληρα δὲν τοῦ ἔμεινεν οὔτε ἕνα πάτωμα ἀνοίκιαστον, καὶ ὅμως οὔτε μίαν φορὰν δὲν ἔτυχε νὰ ἔχῃ ἐπὶ δύο συνεχῆ ἔτη τὸν ἴδιον ἐνοικιαστήν. Τὴν πρώτη Ἰουλίου δηλοῦν ὅλοι ὅτι θὰ φύγουν, διότι εὑρίσκουν ἄθλιον τὸ σπίτι, καὶ τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου ἔρχονται ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι τὸ εὑρίσκουν ὡραῖον.

Ἰδοὺ λοιπόν, ὅτι εἶνε ἔθιμον καὶ μανία μαζί.

 

                                                                                                                        Ο ΔΕΙΝΑ

 

 

[1] Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ψευδ. «Ο ΔΕΙΝΑ»), «ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΙΣ», εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ», 25 Αυγούστου 1910, σελ. 1.