ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΙΣ (1915)

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΙΣ[1]

 

Οἰκτρὸς ὁ ἀραμπᾶς, σαράβαλον, τοῦ ὁποίου τοὺς χαλαροὺς ἁρμοὺς προσπαθοῦσαν νὰ συγκρατήσουν σκοινιὰ καὶ σύρματα καὶ τενεκέδες καὶ σκουριασμένα καρφιά∙ καὶ τὸ ἄλογον κάτισχνον. Καὶ καθὼς ἐκυλίετο ἀργὰ καὶ ράθυμα καὶ οἱ ἁρμοί του ἐκροτάλιζαν τὴν ἀπειλὴν τῆς ἀποσυνθέσεως, ἡ σκόνη, ποὺ ἔπνιγε τὸν συνοικιακὸν δρόμον, ἠσθάνετο τόσην θλίψιν καὶ τόσον οἶκτον διὰ τὸ κυλιόμενον ἐρείπιον, ὥστε τοῦ ἠρνεῖτο τὸν συνήθη ἀποθεωτικὸν χαιρετισμόν, μὲ τὸν ὁποῖον προπέμπει ὅλα τὰ τροχοφόρα. Ὁ καρροτσέρης γυμνόπους, πλατύστηθος, μὲ μανίκια ἀνασηκωμένα μέχρι τῶν ἀγκώνων κρατοῦσε τὸ ἄλογο ἀπὸ τὸν χαλινὸν καὶ πότε τοῦ βροντοφωνοῦσε ἀπειλὰς καὶ ἐνθαρρυντικὰς προτροπὰς καὶ πότε τοῦ ψιθύριζε παρακλήσεις:

― «Ἐμπρός, Ἀλιτζέ μου ἔλα γειά σου… ἔλα νὰ τὸ βγάλουμε κι’ αὐτό… ἔλα γειά σου… ντέεε…».

Τὸ ἄλογον συγκέντρωνε ὅλας τὰς δυνάμεις του, ἔκαμνε μίαν ἀποφασιστικὴν κίνησιν πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ τὸ κάρρον εἰς τὴν ἀπροσδόκητον ὁρμητικὴν ἕλξιν ἐκροτάλιζεν ἐντονώτερα καὶ βαθύτερα τὴν ἀπειλὴν τοῦ τελειωτικοῦ σωριάσματος. Ἐκεῖ ποὺ διεσταυροῦντο οἱ δρόμοι τὸ κάρρον ἐκάθισεν ἑξαφνικὰ εἰς τὸ σκαπτὸν ρεῖθρον, καὶ εἰς τὸν ἰσχυρὸν τρανταγμόν, ποῦ τὸ συνεκλόνισε μέχρι τοῦ ὀμφαλοῦ τῶν τροχῶν, τὰ στοιβαγμένα ἀπάνου του παλαιὰ ἔπιπλα –ἕνα τάβλινον ἀναποδογυρισμένον τραπέζι, ὀλίγες σαθρὲς καρέκλες μὲ ξεφτυσμένα τὰ ψαθιά των, ἕνας παμπάλαιος καναπές, ἀπὸ τὴν ράχιν τοῦ ὁποίου ἐπέρασαν τὰ ὑφάσματα ὅλων τῶν καιρῶν– ἐκούνησαν ἔντρομα τὰ ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανὸν πόδια των καὶ ἔγυραν τὸ ἕνα πρὸς τὸ ἄλλο διὰ νὰ δώσουν καὶ νὰ πάρουν βοήθειαν καὶ ἔτριζαν ἕνα ἱκετευτικὸν καὶ περίτρομον

― «Μή!… μή… πρὸς Θεοῦ…».

Τὸ κοριτσάκι, ποὺ ἀκολουθοῦσε τὸ κάρρον, κρατώντας μέσα εἰς καθαρὸν κάνιστρον, σκεπασμένον μὲ λευκὸν ὁλοκάθαρον ὕφασμα, τὰ εἰκονίσματα, ἐσήκωσε φοβισμένον τὸ κεφάλι του πρὸς τὸν θρηνητικὸν τριγμὸν τῶν ἐπίπλων, τὰ ἐκύτταξε μὲ τὴν λαχτάραν τοῦ κινδύνου καὶ ἔπειτα ἐπλησίασε πρὸς τὸν καρροτσέρην διὰ νὰ τοῦ εἰπῇ νὰ προσέχῃ. Ἐκεῖνος κάθιδρως καὶ συνωφρυωμένος τραβοῦσε μὲ μανίαν τὸ ἄλογον καὶ πότε τὸ γρονθοκοποῦσεν εἰς τὸ μέτωπον καὶ πότε τὸ ἐμαστίγωνε εἰς τὸν αὐχένα γρυλλίζοντας βρισιές. Τὸ κάτισχνον καὶ ἀδύνατον ἄλογον συγκέντρωνε τὰς δυνάμεις του, ἔσκυβε τὸ κεφάλι, ἐστήλωνε τὰ πόδια του, ἐπρόβαλλε τὸ στῆθος, ἀλλὰ τὸ κάρρον δὲν ἐκινεῖτο. Ὁ καρροτσέρης ἀποκαμωμένος, ἐστάθηκε γιὰ μία στιγμὴ σιωπηλὸς καὶ ἀκίνητος, ἕσφιξε ἔπειτα τὴ δεξιὰ γροθιά του, ἅρπαξε μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι τὸ αὐτὶ τοῦ ἀλόγου καὶ τὸ ἐκούνησε μὲ μανίαν, καὶ κατέφερε τὴ γροθιά του στὸ μέτωπο τοῦ ζώου, γρυλλίζοντας τρομερὴ βλαστήμια. «Γκούπ…» ἐδούπησεν ἡ γροθιά, «ὤ!…» ξεφώνησε τὸ κοριτσάκι καὶ ἕσφιξε τὸ κάνιστρον μὲ τοὺς ἐφεστίους θεοὺς στὸ στῆθός του. Τὸ ἄλογον ἐχλιμίντρισε δυνατά, ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ τὸ ἀνεσήκωσεν ἔπειτα μὲ βίαν, ἐτίναξε τὴν ἀραιᾶν χαίτην του, ἐστήλωσε τὰ πόδια του, ἐπρόβαλε τὸ στῆθός του καὶ φυσομανώντας ἐρρίφθη ἀποφασιστικὰ πρὸς τὰ ἐμπρός. Οἱ τροχοὶ τοῦ κάρρου ὑπερπήδησαν εἰς τὴν ἀπότομην ἕλξιν τὸ ἐμπόδιον, τὰ παλαιὰ καὶ σαθρὰ ἔπιπλα ἐτινάχθησαν, συνεκρούσθησαν, τὸ ἕνα ἔγυρε ἀπάνου εἰς τὸ ἄλλο, τρίζοντα, λὲς ἐπικλήσεις καὶ τὸ ἄλογον ἄρχισε νὰ τρέχῃ μὲ ὁρμήν, παρασῦρον καὶ τὸν καρροτσέρην, ποὺ τὸ κρατοῦσε κάθιδρως καὶ συνωφρυωμένος ἀπὸ τὸν χαλινόν.

Τὸ κάρρον ἐκυλίετο μὲ ταχύτητα ἅρματος, τὰκ τὰκ τὰκ χτυποῦσαν τὰ παραπέτα του, ὁ ρυμός του τριζοβολοῦσε, οἱ ὀμφαλοὶ τῶν τροχῶν γλινγλίνιζαν, ἡ ἀκτῖνές των κροτάλιζαν, τὰ σιδεροστέφανα κουδούνιζαν, ντιντίνιζαν τὰ χαλινάρια, καὶ ἡ σκόνη ἐσηκώθη καὶ ἐσκόρπισε γύρω του τὸν ἀποθεωτικὸν χαιρετισμόν. Τὸ κοριτσάκι ἔτρεχε πίσω του ἀσθμαῖνον καὶ σφίγγον στὸ στῆθός του τὸ κάνιστρον μὲ τὰ εἰκονίσματα καὶ τὰ παλαιὰ σαθρὰ ἔπιπλα συνεκλονίζοντο ἔντρομα καὶ συνεσπειροῦντο ἀλληλοβοηθούμενα καὶ κινοῦσαν ἀπελπιστικὰ τὰ ὑψωμένα πρὸς τὸν οὐρανὸν πόδια των σὰν νὰ ἔνευαν πρὸς τὸ κοριτσάκι ποῦ ἔτρεχε πίσω τους καὶ τὰ κύτταζε μὲ πόνον καὶ ἀγάπην καὶ σὰν νὰ τὸ ρωτοῦσαν:

― «Ποῦ μᾶς πᾶνε;… ποῦ μᾶς πᾶνε;…».

 

ΜΠΡΑΝ

 

[1] Στάμος Μπράνιας (Ψευδ. «ΜΠΡΑΝ»), «ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΙΣ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 29 Αυγούστου 1915, σελ. 1.