ΛΟΓΙΑ ΡΩΜΗΟΥ[1]
Οἱ Ἀθηναῖοι εἶνε ἀπὸ χθὲς πολὺ εὐχαριστημένοι˙οὐδέποτε ἐκάθησαν εἰς καλλίτερο σπίτι˙ οὐδέποτε εἶχαν ὡραιοτέραν θέαν, καθαρώτερον ἀέρα, καλλιτέραν γειτονιάν. Οὔτε κατσαρίδες, οὔτε κουνούπια, οὔτε ὑγρασία, οὔτε τίποτε! Νερὸ ἄφθονο˙ ὁ σπιτονοικοκύρης λαμπρὸς ἄνθρωπος, τὸ νοῖκι φθηνό, ὅλα θαυμάσια. Νὰ πάῃ καὶ νὰ μὴ γυρίσῃ ἐκεῖνο τὸ ἄλλο τὸ παλῃόσπιτο˙ πῶς ἐκάθοντο ἕως προχθὲς εἶνε παῦμα.
∞∞∞∞∞
Αὐτὰ ἔλεγαν ἕως χθὲς τὰ ξημερώματα τὰ μετοικήσαντα μέλη τῆς οἰκογενείας. Ὀλίγον μετὰ τὰ μεσάνυκτα ἠκούοντο οἱ ἑξῆς διάλογοι – μεταξὺ μητέρων καὶ θυγατέρων, πατέρων καὶ υἱῶν, συζύγου καὶ συμβίας:
― Δὲν κοιμᾶσαι;
― Δὲν μπορῶ νὰ κοιμηθῶ μ’ ἔφαγαν οἱ ψύλλοι.
― Κι’ ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ κλείσω μάτι ἀπὸ τὰ κουνούπια.
― Μεγάλη ὑγρασία θἄχῃ αὐτὸ τὸ σπίτι.
― Καὶ φαίνεται νὰ εἶνε σαράβαλο.
― Κι’ ἀκριβό!…
― Ἀμ τὄλεγα γὼ πῶς τὴν πάθαμε τὴ δουλειά.
― Ἄαχ! πάει τώρα!
Καὶ εἰς τὴν σιωπὴν ποὺ ἐπακολουθε ἀκούεται ἕνα παρατεταμένον καὶ εἰς δύο τόνους –πρίμο καὶ σεκόντο–… ξύσιμο.
∞∞∞∞∞
Τὸ πρωὶ τὸ νερὸ ἔχει κοπῇ, τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, ὁ χασάπης, ὁ μανάβης, ὁ σκουπιδιάρης σηκώνουν τὸν κόσμον εἰς τὸ πόδι, ὁ καπνὸς τοῦ διπλανοῦ φούρνου σκεπάζει ὅλην τὴν θέαν. Τὸν καπνὸν ἀντικαθιστᾷ ἡ σκόνη – τέτοια σκόνη δὲν ἦτο στὸ ἄλλο σπίτι! – κάποια βρῶμα ἔρχεται ἀπὸ τὸ διπλανὸ ἁμαξοστάσιον, ἕνα πάτερο τῆς κουζίνας βουλιάζει, καὶ τέλος κατὰ τὰς ὀκτὼ παρὰ τέταρτον κτυπᾷ ἡ πόρτα καὶ μπαίνει ὁ σπιτονοικοκύρης ζητῶν τὸ νοῖκι προπληρωτέον.
Καθ’ ἣν στιγμὴν τὸ φύλλον μας τίθεται ὑπὸ τὰ πιεστήρια ἔχει ἀποφασισθῇ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ νέου σπιτιοῦ κατὰ τὴν προσεχῆ 1η Σεπτεμβρίου.
∞∞∞∞∞
Παρὰ τὴν γενικὴν ἀναστάτωσιν ἕνας δημόσιος ὑπάλληλος παντρεμένος καὶ μὲ ἑπτὰ παιδιά, ἐκάθητο χθὲς ἐξαπλωμένος ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖον καὶ ἔβλεπεν ἥσυχος τὰ διασταυρούμενα κάρρα μὲ τὰ ἔπιπλα.
― Ἐσὺ δὲν ἄλλαξες σπίτι–κὺρ Δημήτρη;
― Ἐγὼ δὲν ἔχω τέτοιες σκοτοῦρες. Δὲν μ’ ἀρέσουν.
― Θάχῃς, φαίνεται, δικό σου σπίτι;
― Ὄχι. Ἀλλὰ χρωστῶ πάντοτε ἓξ ἕως ἑπτὰ νοίκια. Ποῦ θὰ βρῶ φθηνότερο σπίτι.
∞∞∞∞∞
Πολλὰ κάρρα φορτωμένα μὲ ἔπιπλα ἐπήγαιναν χθὲς συνοδευόμενα καὶ ἀπὸ ἕνα χωροφύλακα. Ἐφαίνοντο ὅτι ἦσαν ἔπιπλα ἀξιωματικῶν τῆς χωροφυλακῆς μετοικούντων, ἀλλὰ ἦσαν ἔπιπλα τὰ ὁποῖα εἶχαν κατάσχει σπιτονοικοκυράδες καὶ τὰ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Μοιραρχίαν.
∞∞∞∞∞
Τὰ τραγουδοῦντα κάρρα
Καὶ ἄλλο ἀπρόοπτον˙ ἕνεκα τῆς χθεσινῆς μετοικεσίας καὶ τῆς μεγάλης ἐργασίας ποὺ εἶχαν τὰ κάρρα, ὁ κόσμος ἤλπιζεν ὅτι τὴν νύκτα θὰ ἦσαν κουρασμένα καὶ δὲν θὰ ἐτραγουδοῦσαν τὰ κάρρα τοῦ ζυθοπωλείου Ζαχαράτου-Καπερώνη[2] εἰς τὴν Ὁμόνοιαν. Ἀλλ’ αἱ ἐλπίδες των διεψεύσθησαν. Πάλι ἐνεφανίσθησαν καὶ ἐτραγούδησαν ὅπως κάθε βράδυ καὶ εἰς τὴν ἰδίαν θέσιν. Αὐτὰ δὲν θὰ μετοικήσουν τέλος πάντων;
∞∞∞∞∞
Μέσα εἰς τὴν χθεσινὴν ἀνακατοσοῦραν, τὴν ζέστην, τὸν ἱδρῶτα, τὸ λαχάνιασμα, ἠκούσθη –φρικτὸν εἰπεῖν!– καὶ ἕνας καστανᾶς! Ἀλλὰ δὲν λέγω περισσότερα, διότι θὰ γείνῃ χρονογράφημα. Καὶ αὐτὸ πολὺ εἶνε ποῦ τὸ ἀνήγγειλα. Οἱ σεβόμενοι τὸν ἑαυτόν τους χρονογράφοι κάμνουν συνήθως πῶς δὲν ἀκούουν τὸν καστανᾶν. Μέσα των ὅμως βράζουν περισσότερον ἀπὸ τὰ κάστανα.
∞∞∞∞∞
Αὐτὸς ὁ μήν, ὁ ἀρχιταραξίας, ὁ ἀρχίζων μὲ τὴν ἀναστάτωσιν τῶν σπιτιῶν καὶ τελειώνων μὲ τὸ θαλάσσωμα τῶν δρόμων, ἀπὸ τὰς βροχάς του, ἔχει τὸ ἀτοπώτερον ὄνομα. Λέγεται κατὰ τὸ ἥμισυ Σεπτὸς ἐνῷ εἶνε καθ’ ὁλοκληρίαν θεότρελος. Ἀφοῦ εἶνε κυρίως ὁ μὴν τῶν σπιτιῶν, θὰ ἦτον πολὺ ὀρθότερον νὰ λέγεται Σεπτέμβριος.
Ο ΡΩΜΗΟΣ
[1] Εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 2 Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 1.
[2] Το 1885, στη γωνία της πλατείας Ομονοίας και 3ης Σεπτεμβρίου ξεκίνησε τη λειτουργία του το Καφενείο-Ζυθοπωλείο Ζαχαράτου. Παράλληλα, στο 1892, απέναντι στην άλλη γωνία, ο Σ. Ζαχαράτος με τον πεθερό του Κ. Καπερώνη άνοιξαν το πολυτελέστατο Καφενείο Ζαχαράτου-Καπερώνη. Βρισκόταν κάτω από το Παράρτημα του Ξενοδοχείου «Πάγκειον».