ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΠΕΤΣΙ[1]
Ὁ Σεπτέμβριος πολλούς ηὗρεν εἰς τὸ ἴδιον σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Αὔγουστος τοὺς ἀποχαιρέτισε. Παρακαλοῦνται ὅμως ὅσοι ἐκ τῶν μετακομισθέντων λάβουν καιρὸν τὸ βράδυ νὰ ρίψουν βλέμμα καὶ εἰς τὴν ἐφημερίδα των νὰ μὲ πιστεύσουν: τοὺς ζηλεύουν.
∞∞∞∞∞
Τὴν ὥραν αὐτήν, ποῦ ἐξαντλημένοι ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν κούρασιν καὶ ἐκνευρισμένοι ἀπὸ τὴν ἀναστάτωσιν, θὰ ρίπτουν μελαγχολικόν βλέμμα εἰς τὰ τραύματα τῶν ἐπίπλων των ἀπὸ τὸ ἀνὰ τὴν πόλιν ἐπὶ κάρρων ἀέρισμα, ἄς μὴ φαντάζωνται, ὅτι εὐτυχέστεροί των εἶνε ὅσοι δὲν ἐδοκίμασαν τὴν μετατόπισιν αὐτήν, ἀλλ’ ἐπέμειναν, καθώς οἱ γάτοι, εἰς τὸ παλαιόν σπητικόν καθεστώς.
Ἔχει βέβαια τὸ παλῃὸ τὸ σπίτι τὰ εὔμορφά του καὶ τὰ συνήθειά του -γλυκύτερος δὲ τύραννος ἀπὸ τὴν συνήθειαν δύσκολα θὰ εὑρεθῇ- ἀλλ’ ὅλ’ αὐτὰ τὰ ἐκτιμᾷ κανεὶς μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσίν του· καὶ ἑπομένως ὁ μένων εἰς τὰ ἴδια δὲν ἔχει τὴν ἐντύπωσιν αὐτήν, ἐνῷ ἐξ ἄλλου, εἰς ἡμέραν γενικῆς ἀπολυτρώσεως τῶν μετακομισθέντων, νομιζομένης τοὐλάχιστον πρὸς καιρόν, αὐτὸς δοκιμάζει μελαγχολικὴν τὴν συναίσθησιν, ὅτι θὰ ὑποστῇ ἕνα ἀκόμη χρόνον ὅλα τὰ ἄσχημα τοῦ παλῃοῦ σπιτιοῦ.
Μήπως εἶνε ἀσήμαντος ἡ ἕλξις τοῦ ἀγνώστου, τὸ ὁποῖον κρύβει τό καινούργιο σπίτι, διὰ τὸν νέον ἔνοικον, εἰς τῇς γωνιαῖς του, εἰς τοὺς διαδρόμους του, εἰς τὴν αὐλὴν του, εἰς τὸ περιβόλι του; Καὶ μὲ πόσην εὐχαρίστησιν θὰ καταγείνῃ ὁ καθεὶς εἰς τὴν ἀνακατάταξιν τῶν ἐπίπλων του, εἰς τὴν καλαισθητικὴν κόσμησιν τοῦ κάθε δωματίου, μὲ τὴν ποικιλίαν τῆς ἀλλαγῆς!
Τί σᾶς λέει ὅμως καὶ τὸ πρωϊνὸ ἄνοιγμα τῶν παραθύρων εἰς τὸ καινούργιο σπίτι, μὲ τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἀντικρύσματος ἀγνώστων γειτόνων, νέας φυσιογνωμίας δρόμου, ἄλλης κινήσεως ἀπὸ τὴν συνειθισμένην;
Ἀλλάζεις σπίτι καὶ φαντάζεσαι ὅτι ἀλλάζεις πετσί· διὰ τὸ φεῖδι τὸ καινούργιο πετσὶ εἶνε ξανάνειωμα, διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐνεκπλήρωτος πόθος, τοῦ ὁποίου ἡ μετοικεσία παρέχει ψευδαίσθησιν.
Ἀφήνεται βέβαια ὀπίσω κἄτι ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ καθενὸς καὶ εἰς τὴν ἠχῶ τοῦ παλῃοῦ σπιτιοῦ ἴσως διατηροῦνται ἐλπίδων ἐπιβεβαιώσεις καὶ πόθων πληρωθέντων στοργικὴ ὑπενθύμισις, ἀλλὰ μαζῆ ἐγκαταλείπεται καὶ μέρος ἀπὸ τὸ βάρος, ποῦ ὑπὸ τὴν σιωπὴν τῶν τοίχων του ἐπίεσε κἄποτε τὸν ἔνοικον, ἴχνη ἀπογοητεύσεων καὶ πένθους στιγμαί, τὰς ὁποίας ἴσως τὸ νέον δὲν θά ἐπιφυλάσσῃ ἐξ ἴσου.
Ξενύχτης
[1] Εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», 2 Σεπτεμβρίου 1912, σελ. 1.