ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΘΕΝΤΟΣ (1902)

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΘΕΝΤΟΣ[1]

 

1 Σεπτεμβρίου. Ὥρα 9 π.μ. Καταπληκτικὴ ὁμοιότης μεταξύ τοῦ σπιτιοῦ μου καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους! Καὶ τὰ δύο συναγωνίζονται εἰς τὴν τάξιν. Ἰδιαιτέρως δὲ ἡ τοποθέτησις μιᾶς κατσαρόλας ἐπὶ τοῦ κρεββατιοῦ μοῦ ὑπενθυμίζει, ὅτι καὶ ἐν Ἑλλάδι κατὰ παρόμοιον τρόπον ὁ μπαλωματῆς καταλαμβάνει τὴν ἕδραν τοῦ καθηγητοῦ τῆς Χημείας. Ὅλα εἶνε σχετικὰ εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον. Ἡμεῖς ἀλλάζομεν σπίτι τὴν 1η Σεπτεμβρίου, ἀλλ’ οἱ βουλευταὶ ἀλλάζουν κόμμα κάθε πρώτην τοῦ μηνός.

 

9-10 π.μ. Εὑρίσκομαι εἰς τὸ πόδι, ὅπως καὶ ἡ καρέκλα μου εὑρίσκεται εἰς τὸ μόνον πόδι ποῦ τῆς ἔμεινεν ἐκ τῆς μετακομίσεως. Ἐπειδὴ ἀνέφερα τὴν λέξιν νέον σπίτι, παρακαλῶ νὰ μὴ ἐκληφθῇ ὡς κυριολεξία. Ὡς κτίριον, δὲν εἶνε ὀλιγώτερον νέον τοῦ Μενδρεσέ.[2]

Καὶ ἐν τούτοις ὁ σπιτονοικοκύρης μου ἀνέβανε τὸ νοῖκι κατὰ 30 δραχμάς, ἰσχυριζόμενος ὅτι αἱ οἰκοδομαὶ ἔχουν ἔξοδα. Τὴν στιγμὴν αὐτὴν ἀνακαλύπτω εἰς τὸ ταβάνι μίαν μεγάλην ρωγμήν, μίαν τρύπαν εἰς τὸ πάτωμα καὶ δύο σανίδια, τὰ ὁποῖα βυθίζονται, μὲ καταλαμβάνει δὲ ἡ δικαία ἀνησυχία μήπως κατὰ λάθος κατῴκησα… εἰς τὴν καινουργῆ οἰκοδομὴν τοῦ κ. Πεσματζόγλου.[3] Ἀλλὰ τί καταστροφὴ εἶνε αὐτή! Τὰ ἔπιπλα σπασμένα καὶ φύρδην μίγδην. Μεγαλειτέρα τάξις ἐπικρατεῖ εἰς τὸ ταμεῖον τοῦ «Ἀλφειοῦ».[4]

 

10-11 π.μ. Ἀρχίζω νὰ συνάπτω γνωριμίας. Κἄποιος κτυπᾷ τὴν θύραν.

― Ποῖος εἶνε;

― Ὁ μπακάλης τῆς συνοικίας. Καλῶς ὁρίσατε.

― Ὁ ψωμᾶς τῆς συνοικίας.

―  Ὁ μανάβης.

―  Ὁ χασάπης.

―  Ὁ μπαλωματῆς τῆς συνοικίας.

― Ὁ καφετζῆς.

― Ὁ γυαλᾶς.

― Ὁ γαλατᾶς.

 

Ἦλθον νὰ μὲ χαιρετίσουν ὅλαι αἱ συντεχνίαι. Τοὺς εἰδοποιῶ ὅτι ἔκαμαν λάθος, διότι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ καταζητούμενος ὑποψήφιος τῶν συντεχνιῶν.

 

11-12 π.μ. Ἀρχίζουν αἱ γνωριμίαι μὲ τοὺς γείτονας. Ἀκούω παραπλεύρως  τὸ «Κύριε ἐκούραξα»» εἰς ἦχον πλάγιον τοῦ πρώτου ἀπὸ ἕνα διδασκαλιστήν, ἕνα πιάνο 150 δραχμῶν μὲ οὐράν, τὸ ὁποῖον παίζει τόσον μελωδικῶς ὥστε μᾶλλον ζητωκραυγάζει ὑπὲρ τοῦ Δηλιγιαννικοῦ συνδυασμοῦ, καὶ τὸ ὀδυνηρὸν γαύγισμα ἑνὸς σκύλου, ὁ ὁποῖος κτυπᾶται ἀνηλεῶς διὰ νὰ γίνῃ νοήμων καὶ νὰ κάμῃ τὰ γυμνάσια τοῦ Ἀρνιώτου[5]. Ἐπὶ τέλους ἔχει κανεὶς ἡσυχίαν εἰς αὐτὴν τὴν συνοικίαν.

 

12-1. Κρότοι εἰς τὴν σκάλαν, φωναὶ, πηδήματα. Εἰσέρχονται δύο σκυλιὰ καὶ 8 ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ρίπτονται ἐπάνω μου μὲ τὰς ἀγκάλας ἀνοικτάς.

― Δημητράκη! Εἶσαι σύ;

Ἦτο ἡ οἰκογένεια τοῦ Ξηροχωρίου θείου μου, ἐλθοῦσα αἰφνιδίως διὰ νὰ περάσῃ τὸν Σεπτέμβριον πλησίον μου.

 

Εἰδοποίησις. Ζητεῖται δωμάτιον πρὸς ἐνοικίασιν.

 

Φωνογράφος  

 

 

[1] Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Ψευδ. «Φωνογράφος»), «Ημερολόγιον Μετακομισθέντος», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 1 Σεπτεμβρίου 1902, σελ. 1.

[2] Ο περιώνυμος Μεντρεσές, το κτήριο του παλαιού τουρκικού ιεροσπουδαστηρίου,  χτίστηκε το 1721 και βρέθηκε στο επίκεντρο της αθηναϊκής ιστορίας σχεδόν για 200 χρόνια. Οι δύο πτέρυγες των κελιών του αναπτύσσονταν γύρω από μια μεγάλη εσωτερική αυλή, η οποία στις δύο άλλες πλευρές της περιβαλλόταν από ψηλό μαντρότοιχο. Η κύρια είσοδος βρισκόταν στο μέσο περίπου της νότιας πτέρυγας, απέναντι ακριβώς από το Ρολόι του Ανδρόνικου του Κυρρήστου. Χρησίμευσε ως φυλακή σχεδόν αμέσως μετά την Απελευθέρωση της Ελλάδος, οπότε και ανεγέρθηκε ο δεύτερος όροφος και χάθηκε η γραφικότητα του κτιρίου. Με την έξωση του Όθωνα ανοίχθηκαν οι φυλακές του Μεντρεσέ και απελευθερώθηκαν δεκάδες πολιτικών κρατουμένων. Ο ρόλος όμως του κτιρίου δεν τερματίστηκε, καθώς και επί Γεωργίου Α’ χρησιμοποιείτο ως φυλακή. Από το τέλος του περασμένου αιώνα άρχισε η συζήτηση αν θα έπρεπε να κατεδαφισθεί ή να διατηρηθεί ως μνημείο. Τη χαριστική βολή έδωσε το 1914 ο τότε έφορος αρχαιοτήτων Κουρουνιώτης, ο οποίος τάχθηκε υπέρ της κατεδαφίσεως με την πεποίθηση ότι κάτω από τον Μεντρεσέ ήταν θαμμένες πολλές αρχαιότητες. Η ανασκαφή άρχισε, κανένα αρχαίο δεν βρέθηκε και έμεινε ατελής. Σήμερα ο περιπατητής στην Πλάκα, απέναντι από τον Πύργο των Αέρηδων, θα αντικρίσει να στέκει μια μισοερειπωμένη πύλη εισόδου. Αυτό είναι ό,τι απέμεινε από τον Μεντρεσέ.

[3] Αναφέρεται στο τετραώροφο εκλεκιστικού ρυθμούκαι σχεδιασμένο από τον Ερν. Τσίλερ ακίνητο που ανήγειρε (1900-1901) ο Ιωάννης Πεσμαζόγλου στη συμβολή των οδών Βασιλίσσης Σοφίας και Ηρώδου Αττικού για λόγους εκμετάλλευσης, για να ενοικιάζει πολυτελή διαμερίσματα σε ξένους που εγκαθίσταντο για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα στην Αθήνα. Η δυτική πτέρυγα του Μεγάρου προς την οδό Ηρώδου Αττικού κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας 1960, ενώ παραμένει –ως αυτοτελής πολυκατοικία- τμήμα της ανατολικής πτέρυγας προς την οδό Βασιλίσσης Σοφίας.

[4] Το 1902 βρισκόταν στην επικαιρότητα σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει στο πλοίο «Αλφειός», του οποίου είχε κλαπεί το ταμείο.

[5] Ο επιχειρηματίας και καλλιτέχνης Λεωνίδας Αρνιώτης (Σπάρτη 1862 – Λονδίνο περ. 1944) έβαλε τη σφραγίδα του στα δημόσια θεάματα στις αρχές του 20ού αιώνα δημιουργώντας τον περίφημο «Κήπο του Αρνιώτου» στην οδό Ακαδημίας, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Λυρική Σκηνή. Πρόσφερε λαϊκά θεάματα, όπως «θίασοι ποικιλιών», «Καραγκιόζης», αλλά και θίασο με εκπαιδευμένα σκυλιά που έκαναν εντυπωσιακά νούμερα.