ΗΜΕΡΑΙ ΑΝΑΣΤΑΤΩΣΕΩΣ[1]
Ἅμα ἔρθῃ ἕνα κακὸ ἔρχονται ὅλα μαζί. Ἡ λαϊκὴ παροιμία ἐφαρμόζεται περισσότερον αὐτὴν τὴν ἐποχὴν εἰς τὸν ἀθηναϊκὸν βίον. Ἦρθαν αἱ διαδηλώσεις, ἡ σκόνη, ἡ λειψυδρία, ἡ ζέστη, εἰς τὸ τέλος δὲ τὸ ὡς συμπλήρωμα ἦρθαν καὶ οἱ μετοικήσεις. Ἀπὸ μίαν ἑβδομάδα ἑτοιμάζονται οἱ Ἀθηναῖοι διὰ τὴν μετακόμισίν των, πολλοὶ μάλιστα ἤρχισαν ἀπὸ τώρα νὰ μετακομίζωνται. Τὰ σπίτια ἀσπρίζονται καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὰ ροῦχα τῶν διερχομένων διαβατῶν, κουρτίνες ξεκρεμιῶνται, ἔπιπλα λύονται εἰς τεμάχια, μπόγοι δένονται, κόφες πληροῦνται, καταδιώξεις κάρρων διενεργοῦνται. Τὴν ἡμέραν καταγινόμεθα εἰς τὰ σπίτια μας πῶς νὰ δέσωμε τὰ πράγματά μας, τὴν νύκτα εἰς τὰς ὁδοὺς μὲ τὰς διαδηλώσεις παρουσιάζομε τὸ οἰκτρὸν θέαμα ἀνθρώπων ποῦ θέλουν καὶ αὐτοὶ δέσιμο.
Τὶ ἀθεράπευτη κι’ αὐτὴ ἀρρώστεια μὲ τὰς ἐτησίας μετακομίσεις. Ἀπὸ μίαν ἄποψιν ἡ περιπλάνησίς μας αὐτὴ φαίνεται ὅτι ἔχει ὅλα τὰ θέλγητρα τῆς ἐκζητήσεως τοῦ νέου. Ὤχ, ἀδελφέ, ἀρκετὰ ἐκαθήσαμε δώδεκα μῆνας σ’ ἕνα σπίτι, ἀρκετὰ ἐκακολογήσαμε τοὺς γειτόνους καὶ μᾶς ἐκακολόγησαν, ἀρκετὰ τὰ ἐβάλαμε μὲ τὸν σπιτονοικοκύρην, ἀρκετά μᾶς ἔγδυσε ὁ φούρναρης, ὁ μανάβης, ὁ μπακάλης, ὁ καβουρνιάρης. Ἂς πᾶμε κι’ ἀλλοῦ νὰ δοῦμε νέα πρόσωπα καὶ νέα πράγματα. Μετὰ δέκα ἡμέρας ἀπὸ τῆς νέας ἐγκαταστάσεώς μας βλέπομε ὅτι τίποτε νέον δὲν μᾶς ἀπεκαλύφθη καὶ μετανοοῦμε ἐνωρίτερα ἀπὸ τὸν Πέτρον.
Ξέρω ἕνα Ἀθηναῖον, ὁ ὁποῖος εἴκοσι χρόνια τώρα ἄλλαζε κάθε χρόνο σπίτι χωρὶς νὰ βρῇ οὔτε νέας συγκινήσεις, οὔτε νὰ κατορθώσῃ νὰ ἱκανοποιήσῃ τὰς τάσεις καὶ τὰς ἐπιθυμίας του. Ἐπὶ τέλους ἡ τύχη πέρυσι τὸν ηὐνόησε καὶ ἔκτισε τὸ δικό του σπίτι. Χθὲς ποῦ τὸν συνήντησα μοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι ἀλλάζει φέτο σπίτι. Ἐσυχάθηκε καὶ τὸ δικό του ἀκόμα, τὸ ἐνοικίασε καὶ πηγαίνει πρὸς ἀναζήτησιν τοῦ νέου εἰς οἰκίαν μὲ ἐνοίκιον. Ἂν ἤθελε νὰ ἐξετάσῃ κανεὶς κἄπως βαθύτερα αὐτὸ τὸ κοινωνικὸν ἔθιμον, τὸ ὁποῖον ἐσατύρισε μὲ τὸ φαρσοειδὲς του τάλαντον ὁ κ. Πὼπ εἰς τὴν κωμωδίαν του ποῦ ἔκαμε τοὺς Ἀθηναίους νὰ γελάσουν μὲ δάκρυα στὰ μάτια, θὰ εὕρισκε ὅτι ἡμεῖς οἱ νεώτεροι συζητηταί, διαδηλωταί, θεσιθῆραι, κουρκουσούρηδες, τεμπελόφιλοι ἔχομε κάτι μέσα μας ἀπὸ τὴν παλαιὰν ἐκείνην τάσιν τῆς μεταναστεύσεως τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν εἰς αὐτὸ τὸ ἔδαφος, εἰς τὸ ὁποῖον ζοῦμε καὶ ἡμεῖς σήμερα. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ σημερινή μας τάσις πρὸς τὸν τυχοδιωκτικὸν βίον περιορίζεται εἰς τὴν μετάβασίν μας ἀπὸ τὴν μίαν συνοικίαν τῆς πόλεως εἰς τὴν ἄλλην. Ἀλλὰ μήπως καὶ αὐτὸ δὲν εἶνε ἀρκετόν; Μὲ τὰ μέσα τὰ ὁποία ἐφεῦρε καὶ ἀνέπτυξε ἡ συγκοινωνία σήμερα εἰς διάστημα δέκα ἡμερῶν μπορεῖ νὰ κάμῃ κανεὶς τὸν γύρον τοῦ κόσμου, εἰς τὰς Ἀθήνας ἐντὸς δέκα ἡμερῶν μόλις κατορθώνει κανεὶς νὰ μετοικήσῃ ἀπὸ τὴν ὁδὸν Ἀριστοτέλους εἰς τὴν ὁδὸν Πανδρόσου. Ἐρωτήσατε ὅλες τὴς νοικοκυρὲς αὐτὰς τὰς ἡμέρας διὰ νὰ μάθετε πόσον χρόνον διαθέτουν διὰ τὴν καταραμένην αὐτὴν ἐτησίαν μετακόμισιν. Αἱ ἐργασίαι των ἤρχισαν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ Δεκαπενταύγουστου καὶ δὲν θὰ τελειώσουν παρὰ μετὰ μίαν ἑβδομάδα τὸ ὀλιγώτερον ἀπὸ τῆς ἐγκαταστάσεώς των εἰς τὸ νέον οἴκημα.
Καὶ ἐνῷ τέλος πάντων ἔχει ἀναπτυχθῇ εἰς μεγάλην βιομηχανίαν τὸ ἔθιμον τῆς μετοικεσίας, τὰ μέσα δι’ ὧν ἐνεργεῖται αὕτη μένουν ἀκόμα τὰ αὐτὰ πρωτόγονα, τὰ ὁποία θὰ μετεχειρίζοντο καὶ αἱ ἀρχαῖαι φυλαὶ αἱ μεταναστεύουσαι ἀπὸ τὰ κέντρα τῆς Ἀσίας. Τὰ ἐξαρθρωμένα αὐτὰ κάρρα κάθε χρόνον γίνονται καὶ χειρότερα, ὑφίστανται καὶ τόσας ζημίας· καὶ δεινοπαθείας τὰ δυστυχῆ μεταφερόμενα ἔπιπλα, ποὺ ἐὰν εἶχαν φωνὴν καὶ ψῆφον θὰ ἐβλέπαμε καμμίαν διαδήλωσιν ἀγριωτέραν τῶν καθεσπερινῶν ἐκλογικῶν διαδηλώσεων. Καὶ ἐφέτος ὅπως κάθε χρόνον, θὰ ὑπάρξουν νιπτῆρες, ντουλάπες, κομμοδῖνα, μπουφέδες, σερβάντες, κρεββάτια, τραπέζια, πολυθρόνες, καθρέπτες, οἱ ὁποῖοι θὰ χάσουν ἕνα πόδι ἀκόμα, θ’ ἀποκτήσουν ἕνα τραῦμα περισσότερον, θὰ γηράσουν κατὰ δέκα χρόνια ἐπὶ πλέον καὶ θὰ παρουσιάσουν ἕνα θέαμα ἀναπήρων ἀξιοθρήνητον μέσα εἰς τοὺς ἀθηναϊκοὺς δρόμους, ὡσεὶ νὰ ἐπεκαλοῦντο διὰ τῆς παρελάσεως τῶν ἀθλιοτήτων των τὴν ἐπέμβασιν τῶν φιλανθρώπων. Ὁμολογῶ ὅτι τραυματίαι μεταφερόμενοι εἰς τοὺς πρώτους σταθμοὺς τῶν βοηθειῶν δὲν παρέχουν μεγαλειτέραν συγκίνησιν ἂπ΄ αὐτὴν ποὺ μᾶς κάνουν νὰ δοκιμάζωμε οἱ ἄψυχοι αὐτοὶ τραυματίαι τῆς ἐτησίας παραφρόνου μετοικεσίας μας.
Ἕνα κάρρο φορτωμένο ἔπιπλα διήρχετο χθὲς τὸ ἀπόγευμα ἀπὸ τὴν πλατεῖαν τῆς Ὁμονοίας. Τὰ δυστυχῆ ἔτριζαν ὀδυνηρῶς, ἄφιναν τὸν θρῆνον τοῦ ἄλγους τῶν ἀψύχων ποὺ μᾶς μιλεῖ καμμίαν φορὰν μὲ ἀνθρωπίνην συγκίνησιν.
Ἕνα τραπέζι εἶχε τὸ ἕνα πόδι του ἐλεύθερον εἰς τὸν ἀέρα, ἕνα πόδι ἄθλιον κατατραυματισμένον, ἐπιδιορθωμένον τίς οἶδε πόσας φοράς, τρισένδοξον ἀπὸ τὰς μάχας τῶν μετοικήσεων τοῦ παρελθόντος. Τὸ τρὰμ διῆλθε, ὁ καρροτσέρης δὲν ἐπρόφθασε νὰ κρατήσῃ τὸ ἄλογό του καὶ σύγκρουσις ἔγινε. Ἕνα κρὰχ ἠκούσθη καὶ τὸ μυριοβασανισμένον πόδι κατέπεσε κοπὲν εἰς δύο. Ἔγινε τόση σύγχυσις, τόσος θόρυβος ὥστε ἐνόμιζε κανεὶς πῶς συνεδρίαζον δημοτικοὶ σύμβουλοι. Τραμβαγιέρης καὶ καρροτσιέρης ἦρθαν εἰς χεῖρας. Ὅλοι οἱ διαβᾶται ἐπενέβησαν. Αἴφνης ἐφάνη καὶ ἕνας χωλὸς στηριζόμενος εἰς τὴν ράβδον του.
― Παιδιά, τί κάνετε ἔτσι;
― Τί νὰ κάνωμε ποῦ αὐτὸς ὁ στραβὸς πέφτει ἀπάνω στὰ κάρρα καὶ σπάζει τὰ πόδια τῶν τραπεζῶν. Θὰ τὸν σκοτώσω τὸν παλῃάνθρωπο!
Καὶ ὁ χωλὸς ἐπεμβαίνων καὶ δεικνύων τὸ πόδι του:
― Τί λές, παιδί μου, ἐγὼ δὲν ἔκαμα ἔτσι ποῦ μοῦ ἐτσάκισε τὸ τρὰμ τὸ δικό μου πόδι καὶ σὺ κάνεις ἔτσι γιὰ τὸ ποδάρι ἑνὸς τραπεζιοῦ.
Ὁ καθημερινὸς
[1] Δημήτριος Χατζόπουλος (Ψευδ. «Ο καθημερινός»), εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 26 Αυγούστου 1903, σελ. 1. Για τη σύμπτωση της μετοικεσίας με τις δημοτικές εκλογές βλ. και «ΤΩΠΕ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 31 Αυγούστου 1903, σελ. 1. Ο τίτλος του τελευταίου είναι παράφραση του συνθήματος «Τώπε ο Γέρος», εννοώντας πως το είχε πει ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης.