ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΑΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ (1906)

ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΑΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ[1]

 

― Εἶσθε ὁ οἰκοδεσπότης, παρακαλῶ;

― Μάλιστα.

― Τί ἐνοικιάζεται;

― Μόνον τὸ σπίτι, δυστυχῶς.

― Καὶ τί ἐννοεῖτε μὲ τὴν λέξιν «μόνον»;

― Ὅτι δὲν ἠμπορῶ νὰ ἐνοικιάσω καὶ ἄλλα πράγματα ποῦ μοῦ ἀνήκουν, λόγου χάριν τὸ κεφάλι μου. Ξεύρετε τί προσόδους θὰ εἶχα, ἂν ἐνοικίαζα τὸ κεφάλι μου; Ἀρκετάς. Διότι ἐγὼ ἔχω πολλὰ σχέδια, τὰ ὁποῖα δὲν ἠμπορῶ δυστυχῶς νὰ ἐκτελέσω. Ἐὰν λοιπὸν ἕνας μεγαλεπήβολος ἐπιχειρηματίας, ὁ Κάρνεζι[2] ἐπὶ παραδείγματι, τὸ ἐνοικίαζε, θὰ ἐκέρδιζε καὶ αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον ἠμποροῦσα νὰ ἔχω 400 δραχμὰς τὸν μῆνα ἐνοικιάζων τὴν συνείδησίν μου εἰς ἕνα ἀσυνείδητον, τὸ μουστάκι μου εἰς ἕνα σπανὸν, τό θάρρος μου εἰς ἕνα στρατηγόν καὶ οὕτω καθεξῆς. Ἀλλὰ βλέπετε ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἔφθασεν εἰς τόσην πρόοδον, ὥστε νὰ ἐνοικιάζονται ὅλα τὰ ἀνωτέρω. Ἐνοικιάζονται μὸνον τὰ σπίτια. Ὑπομονή! Λοιπόν, κύριε ἐνοικιάζεται τὸ μεσαῖον πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ μου (μόνον) καὶ ὁρίστε νὰ τὸ ἰδῆτε.

― Εὐχαριστῶ. Ἀκριβῶς ἤθελα ἕνα μεσαῖον πάτωμα καθὼς αὐτό.

― Ἔχετε οἰκογένειαν;

― Μάλιστα.

― Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχετε!

― Τί σημαίνει αὐτό; Ἐνοικιάζετε σπίτι ἢ κρίνετε τὰ ἐγκόσμια;

― Καὶ τὰ δύο τὰ κάμνω. Ἀλλὰ σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχετε οἰκογένειαν…

― Καὶ γιατί;

― Διὰ τὸν λόγον διὰ τὸν ὁποῖον δὲν πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς οἰκογένειαν. Τὸν γνωρίζετε αὐτὸν τὸν λόγον. Ὥ, εἶνε πολὺ γνωστός! Ὁ γάμος, μὲ δὺο λέξεις, εἶνε λῆξις τοῦ ἀνθρώπου. «Λῆξις», ὅπως λέγει καὶ ὁ κινηματογράφος. Δηλαδή, πάει πλέον. Δὲν ὑπάρχει τίποτε ἄλλο. Ἄπα.

― Ἀλλὰ πῶς σᾶς ἦλθαν αὐταὶ αἱ ἰδέαι!

― Ἔτσι, ὅπως ἔρχονται ὅλαι αἱ ἰδέαι. Ὅπως ᾑ μυῖγες, ποῦ σὲ ἐπισκέπτονται αἰφνιδίως. Ἔχετε παιδιά;

― Μάλιστα πέντε. Ἀλλὰ ἡσυχάσατε, εἶνε μεγάλα καὶ δὲν θὰ σᾶς κάμουν φθορὰν εἰς τὸ σπίτι.

― Δὲν μὲ μέλει διὰ τὴν φθοράν.

Ἐκεῖνο ποῦ σκέπτομαι εἶνε ὅτι δὲν ἔπρεπε νὰ ἔχετε παιδιά! Τί ἔργον κάνετε παρακαλῶ;

― Ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου τῶν Ἐσωτερικῶν.

― Ἰδοὺ ἄλλο λάθος. Δὲν ἔπρεπε νὰ εἶσθε ὑπάλληλος.

― Ἀλλὰ τί νὰ εἶμαι;

― Ἑκατομμυριοῦχος.

― Περίεργον! Καὶ πῶς ἠθέλατε νὰ γίνω, ἀφοῦ εἶνε ἀδύνατον;

― Ἀλλ’ ἀφοῦ δὲν εἶσθε ἑκατομμυριοῦχος, πῶς ἐκάματε πέντε παιδιά; Ἐδῶ νὰ μοῦ ἀπαντήσετε.

― Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἀπαντήσω.

― Δὲν ἔχετε νὰ μοῦ ἀπαντήσετε.

Ἀγαπητέ μου κύριε, τὰ παιδιὰ εἶναι εἶδος πολυτελείας. Εἶνε πολυτελῆ πράγματα τὰ ὁποῖα μόνον οἱ ἑκατομμυριοῦχοι πρέπει νὰ τὰ κάμνουν. Εἶνε ὅπως τὰ ταξείδια, ὅπως ἡ οἰκοδόμησις σπιτιῶν, ὅπως αἱ θαλαμιγοί, ὅπως τὰ αὐτοκίνητα.

― Ἔχετε αὐτοκίνητον;

― Ὄχι.

―Τότε πῶς ἐτολμήσατε νὰ ἔχετε παιδὶ τὸ ὁποῖον στοιχίζει περισσότερον ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητον;

― Μμμ…

― Δὲν ἀπαντᾶτε. Βλέπετε λοιπὸν τί ἀνοησίας ποῦ κάμνει ὁ ἄνθρωπος, καὶ κατόπιν δὲν ἠμπορεῖ ν’ ἀπολογηθῇ!

― Ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει καιρὸς νὰ σκέπτεται κανεὶς γιὰ τὰς ἀνοησίας ποῦ ἔκαμε. Ὅλη ἡ ὕπαρξίς μας εἶνε μία καθημερινὴ ἀνοησία. Ἀνοησία ἦτο καὶ τὸ νὰ γεννηθῶμεν.

― Ἀλλὰ τότε γιατὶ ἐγεννήθητε;

― Ἄ! ἕως ἐδῶ παρακαλῶ. Αὐτὸ εἶναι λάθος ἄλλου. Δὲν εὐθύνομαι.

― Εὐθύνεσθε διότι ἐδέχθητε νὰ βγῆτε ἀπὸ τὴν μητρικὴν κοιλίαν, ὅταν ἦλθεν ἡ ὥρα. Δέν ἔπρεπε νὰ βγῆτε. Ἔπρεπε νὰ κάθεσθε μέσα καὶ νὰ φωνάζετε. «Δὲ βγαίνω, ὄχι. Δὲ βγαίνω γιὰ νὰ γίνω ὑπάλληλος τοῦ Ὑπουργείου μὲ 200 δραχμὰς τὸν μῆνα. Δὲ βγαίνω γιὰ νὰ παίξω κωμῳδίαν. Μωρὲ δὲ βγαίνω σᾶς λέω! Δὲ βγαίνω, εἶν’ ἄλλο»;

― Μὰ κύριέ μου! Μὰ παράδοξε κύριε. Ἦτο δυνατὸν αὐτό;

―Δυνατόν, ξεδυνατόν, αὐτὸ ἔπρεπε νὰ γίνεται, διὰ νὰ σταματήσῃ ἐπιτέλους τὸ ἀδιάκοπον ξεφούρνισμα ἐπὶ τῆς ὑδρογείου σφαίρας τόσων ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μόλις γεννηθοῦν ἀρχίζουν νὰ ζητοῦν διὰ γοερῶν φωνῶν ψωμί, γάλα, τσιτσί, τσισί, θέσιν, λεπτά, καὶ τὸν πρῶτον ἀριθμόν τοῦ λαχείου… Ἀλλὰ ἐλησμόνησα. Θέλετε νὰ ἐνοικιάσετε τὸ μεσαῖον πάτωμα;

― Πρὸ ὥρας πολλῆς.

― Ὁρίστε. Ἀπ’ ἐδῶ εἶναι τὸ κυριώτερον δωμάτιον.

― Μά, κύριέ μου, ἐντροπὴ ἐπὶ τέλους!

― Μὲ συγχωρεῖτε διὰ τὴν ἀδιακρισίαν, ἀλλ’ αὐτὸ εἶνε τὸ κυριώτερον δωμάτιον. Ἡ ἀνθρωπότης δι’ αὐτὸ ἐργάζεται, καὶ ὅλα ἐδῶ καταλήγουν.

 

Ζ.Π.

 

[1] Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Ψευδ. «Ζ.Π.»), «ΙΔΙΟΤΡΟΠΙΑΙ ΝΟΙΚΟΚΥΡΗ», εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», 30 Αυγούστου 1906, σελ. 1.

[2] Ο Ανδρέας Καρνέγκι ή Καρνέζι ήταν Αμερικανός μεγαλοβιομήχανος και φιλάνθρωπος (1835-1919). Καταγόταν από φτωχότατη οικογένεια της Σκοτίας και ακολούθησε τον μετανάστη πατέρα του στην Αμερική. Αφού σπούδασε και προσλήφθηκε ως γραμματέας του διευθυντή των σιδηροδρόμων της Πενσυλβανίας, ίδρυσε την «Εταιρία κλιναμαξών». Διέθεσε τα πρώτα του κέρδη στην εκμετάλλευση πετρελαίων και βιομηχανίας χάλυβα, ιδρύοντας πολλά εργοστάσια τα οποία αργότερα συνένωσε στην «Εταιρία χάλυβος Καρνέγκι και ΣΙΑ». Όταν έπειτα από καιρό πούλησε το μερίδιό του, διέθεσε τα χρήματά του σε μεγάλα ανθρωπιστικά έργα. Ίδρυσε πολλά εκπαιδευτικά και επιστημονικά ιδρύματα, βιβλιοθήκες αλλά και νοσοκομεία. Παγκοσμίου φήμης είναι τα τεσσερα ινστιτούτα Καρνέγκι, από τα οποία και το Αντικαρκινικό Ινστιτούτο. Επίσης, περιώνυμα είναι τα βραβεία Καρνέγκι υπέρ των αγωνιζομένων για την ειρήνη και το βραβείο ηρωισμού υπέρ αυτών που διέσωσαν ανθρώπινη ζωή.