Η ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Τί σπαρακτικοὶ τριγμοὶ καναπέδων καὶ κομῶν ἐκσφενδονιζομένων ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρον τῆς πόλεως εἰς τὸ ἄλλο! Τί σπαρακτικὰ κρὰκ καρεκλῶν! Ὅλη ἡ πρωτεύουσα χτὲς ἔτριζε. Καὶ θὰ τρίζη καὶ σήμερον. Διότι ἡ καρροδρομία θὰ ἐξακολουθήσῃ καὶ σήμερον καὶ αὔριον καὶ μεθαύριον ἴσως. Εἶνε τὸ ἔθιμον. Οἱ ἄνθρωποι πρέπει νὰ ἀλλάξουν κατοικίαν διότι εἶνε ἀνάγκη νὰ ἀναστατωθοῦν, νὰ κατατσακισθοῦν, νὰ πονοκεφαλήσουν. Πῶς θὰ ζήσουν διαφορετικὰ οἱ ἐπιπλοποιοὶ καὶ οἱ καρραγωγεῖς; Καὶ πῶς θὰ εὑρεθῇ ἕνας λόγος γρίνιας; Ἡ δυστυχία εἶνε κάτι ἀπαραίτητον διὰ νὰ ζήσῃ κανεὶς εἰς τὸν ταλαίπωρον αὐτὸν κόσμον. Ὅταν δὲν ἔρχεται μόνη της ἔρχεται κατόπιν ἐπιμόνων προσκλήσεων.
Πρέπει, εἶνε ἀνάγκη νὰ γινώμεθα δυστυχεῖς. Ἡ φασαρία τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου εἶνε ἕνα δημιούργημα τῆς ἀνάγκης αὐτῆς. Τὸ ἔθιμον καθιερώθη ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀνάγκην ποὺ αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος, τὴν ἀνάγκην τῆς γρίνιας. Πρέπει νὰ μετοικήσωμεν. Πρέπει νὰ περιπλανηθῶμεν εἰς τοὺς δρόμους, μέσα εἰς τὸν ἥλιον καὶ εἰς τὴν σκόνην, νὰ ἀναστατώσωμεν τὰ πράγματα, νὰ σπάσωμεν τὸν καθρέπτην, νὰ μεταβάλλωμεν εἰς ἄρρωστον σωρὸν σιδερικῶν τὸ πιάνο, τὴν μεγάλην λάμπαν, τὸ ὡρολόγι τοῦ τοίχου. Καὶ ἔπειτα νὰ καθίσωμεν ἐπάνω εἰς τὸν ἄμορφον αὐτὸν σωρὸν τῶν συντριμμάτων καὶ νὰ καμαρώσωμεν τὸ ἔργον μας.
∞∞∞∞∞
Διατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ ἱστορία; Ἐὰν ἐρωτήσετε τὰ δυστυχισμένα ἔπιπλα, θὰ σᾶς ἀπαντήσουν μὲ ἕνα τριγμὸν γεμάτον θλίψιν καὶ ἀπορίαν.
Εἶνε ἡ ὑπεραύξησις τῶν ἐνοικίων; Ἀλλὰ καὶ τὴν ἐποχὴν ποῦ τὰ ἐνοίκια δὲν ἦσαν ηὐξημένα;
Τίποτε. Ὁ λόγος εἶνε αὐτὸς ποὺ ἀνέφερα πάρα πάνω. Διψῶμεν κάθε τόσον νέας συγκινήσεις. Καὶ ἔπειτα, σοῦ λέγει ὁ ἄλλος, διατὶ ὁ κύριος φεύγει κάθε χρόνον καὶ πηγαίνει στὴν Ἐλβετίαν ἢ ἔστω καὶ στὸ Λουτράκι;
Ταξεῖδι κι’ἐκεῖνο, ταξεῖδι κι’ αὐτό. Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ταξειδεύσω εἰς τὸ ἐξωτερικόν, οὔτε ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, ταξιδεύω λοιπὸν ἐντὸς τῶν Ἀθηνῶν. Ἀπὸ Κολωνακίου εἰς Νεάπολιν. Ἀπὸ Νεαπόλεως εἰς Ἅγιον Παντελεήμονα διὰ μέσου Βάθειας. Εἶνε κι’ αὐτὸ μία δικαιολογία! Ἀλλαγὴ ἀέρος. Γιατί ὄχι; Κι ἔπειτα εἴπαμε, αἱ νέαι συγκινήσεις. Ποῦ ξέρεις τί θὰ εὕρῃς στὴν νέαν γειτονιά; Τί θὰ παρουσιάσῃ τὸ ἀπέναντι στὸ νέο σου σπίτι παράθυρο; Εἶνε καὶ αἱ μικροεπιχειρήσεις βλέπετε στὴ μέση.
Ἐμπρός, λοιπόν, ἁμαξᾶ. Κι ἂς μὴ μείνῃ κομματάκι ἀπὸ τὸν καθρέπτη.
Τ. ΜΩΡΑΪΤΙΝΗΣ
[1] Τίμος Μωραϊτίνης, «Η ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1915, σελ. 1.