Η ΠΡΩΤΗ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Ἦλθε πάλι τοῦ καλοῦ μας τοῦ Σεπτέμβριου ἡ πρώτη,
Καὶ ἀρχίνισαν ἀμέσως τὰ τρεχάματα, οἱ κρότοι,
Ἡ μεγάλη φασαρία, ἡ βοὴ καὶ ἡ ἀντάρα,
Καὶ ἐγέμισαν οἱ δρόμοι ἀπ’ ἁμάξια καὶ κάρρα,
Καὶ βαρέλλαις ἀπὸ μοῦστο Κηφισιώτικο γεμάταις,
Καὶ πολλὰ καλαμπαλίκια, καὶ κουζίναις καὶ Μανιάταις.
Ἀπὸ ὅπου κι’ ἂν περάσῃς, ἀπὸ ὅπου κι’ ἂν γυρίσῃς
Ἕνα κάρρο καὶ μεγάλα κουβαλίδια θ’ ἀπαντήσῃς,
Καὶ πρὸ πάντων στοῦ Αἰόλου καὶ εἰς τοῦ Ἑρμοῦ τὸν δρόμο,
Ἀπαντᾷς πολλοὺς μανιάταις μὲ σεντούκια εἰς τὸν ὦμο,
Μὲ καρέκλαις, μὲ πολτρόναις, μὲ ὡραίους καναπέδες,
Καὶ μὲ πιάτα, μὲ φοβούδαις, χαρανιὰ καὶ τεντζερέδες.
Τί καλὸς καιρὸς ἐτοῦτος, ὀποῦ εἶνε στὴν Ἀθήνα!
Τί μεγάλο πανηγύρι ἔχει τούτονε τὸν μῆνα!
Τόρα μέσα στὴν Ἀθήνα εἰμπορεῖ κανεὶς νὰ ἴδῃ,
Κάθε κλωναριᾶς κλωνάρι, κάθε καρυδιᾶς καρύδι,
Γιατί τούταις τῇς ἡμέραις ἀπ’ τὰ ἔξω μέρη φθάνουν
Κάθε ὥρα νέα φροῦτα, κι’ ὁλοένα σπήτια πιάνουν.
Τόρα μάλιστα ποῦ εἶνε ἄνω κάτω ἡ Τουρκία,
Καὶ εἰς ὅλον της τὸ κράτος βασιλεύει ἀναρχία,
Ἡ Ἀθήνα βλέπει νέους εὐγενεῖς Ἀνατολίτας,
Καὶ φιλογενεῖς μεγάλους, καὶ Κωνσταντινουπολίτας,
Κι οἱ καλοί μας ξενοδόχοι ὅλο διάνους μαγειρεύουν,
Καὶ τῇς λίραις κάθε μέρα μὲ τὴν φούχτα τῇς μαζεύουν.
Μὰ σ’ αὐτὸ τὸ νταραβέρι, εἰς αὐτὴ τὴν φασαρία,
Πόσα γίνονται ὡραία καλαμπούρια καὶ ἀστεῖα!
Ἂν καὶ νόστιμα καμπόσα παιγνιδάκια προχθὲς εἶδα.
Στοῦ καλοῦ Κορομηλᾶ μας τὴν γνωστὴ «Ἐφημερίδα»[2]
Μὄλον τοῦτο θὲ νὰ γράψω μερικὰ κι’ ἐγὼ ἀκόμη,
Καὶ ζητῶ ἀπὸ τὸν φίλο τὸν Καμπούρογλο[3] συγγνώμη.
Ἕνας κύριος μεγάλος, ὁποῦ ἔχει κομψὴ μύτη,
Ἀντὶ νἄμπῃ ὁ καϋμένος στὸ καινούριο του τὸ σπῆτι,
Δὲν εἰξεύρω πῶς ξεχνάει καὶ εἰς ἕνα ξένο μπαίνει,
Ὁποῦ μέσα ἐκαθόνταν δύο νεοπαντρεμμένοι,
Ἕνας κύριος ὡραῖος καὶ μιὰ νόστιμη κυρία,
Κ΄ ἀπερνοῦσαν τῇς ἡμέραις μὲ ἀγάπη κι’ ἡσυχία.
Μὰ σὰν νειόπαντροι ποῦ ἦσαν ὁλοένα ‘χωρατεύαν,
Καὶ ἐπαίζαν καὶ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια των ‘μπερδεύαν,
Κι’ ἀπ’ τὰ χάδια καὶ τὰ νάζια κἄπου κἄπου λησμονοῦσαν,
Καὶ τὴν πόρτα τῆς ὡραίας κάμαράς των δὲν σφαλοῦσαν.
Κατ’ αὐτὴν λοιπὸν τὴν ὥρα, ποῦ ὁ κύριος ἐμπῆκε
Εἰς τὸ σπῆτί των ἀπάνω στὰ παιγνίδια τοὺς εὑρῆκε.
Καὶ χωρὶς εἰς τὰς θωπείας τῶν συζύγων νὰ προσέξῃ
Καὶ χωρὶς νὰ κάμῃ κρότον ἢ νὰ βγάλῃ μία λέξι,
Χαμωγέλασε ὀλίγο καὶ κατέβηκε τὴν σκάλα,
Καὶ ἀρχίνισε ἀμέσως καὶ μὲ βήματα μεγάλα
Νὰ γυρεύῃ μες’ τὸν δρόμο τὰ ’δικά του κουβαλίδια,
Δίχως διόλου νὰ ξεχάσῃ τῶν συζύγων τὰ παιγνίδια.
Ἕνας ἄλλος χθὲς τὸ βράδυ τὰ μεσάνυχτα πηγαίνει
Εἰς τὸ σπῆτι, ποῦ καθόταν ἡ καλή του ἐρωμένη.
Ἀλλ’ αὐτὴ εἰς νέο σπῆτι εἶχε πάλι κουβαλίσει,
Δίχως τοῦτο στὸν καλό της ἐρωμένο νὰ μηνύσῃ,
Κι’ ἦλθε ἄλλη στὸ ‘δικό της, μὰ καὶ τούτη ἡ καϋμένη
Ἀπ’ τοῦ ἔρωτα τῇς φλόγαις ἦταν ὅλη φλογισμένη.
Λοιπὸν ἄρχισε ὁ φίλος ἕνα σύνθημα νὰ κάνῃ,
Κ’ εἰς τὴν πόρτα ἡ καινούρια νοικατόρισσα ἐφάνη,
Καὶ ἀφοῦ ὁ ἕνας εἶπε καλησπέρα εἰς τὸν ἄλλο,
Κ’ ἕνα λόγο ἐπροφέραν μὲ παράπονο μεγάλο,
Ἐκατάλαβαν ἀμέσως πῶς ἐπαραγνωριστῆκαν,
Καὶ οἱ δύο ντροπιασμένη στὴ στιγμὴ ἐχωριστῆκαν.
Τέτοια γίνονται ὡραῖα παιγνιδάκια στὴν Ἀθήνα,
Καὶ ἀκόμη τόσα ἄλλα τὸν καλὸ ἐτοῦτο μῆνα,
Τὰ ὁποῖα γιὰ νὰ γράψω πρέπει νἄχω ἐξυπνάδα,
Εὐκολία, τέχνη, χάρι, κι’ οὐκ ὀλίγη νοστιμάδα,
Δι’ αὐτὸ λοιπὸν τ’ ἀφίνω στὸν Καμπούρογλου τὸν Γιάννη,
Ὁποῦ ξεύρει μ’ εὐφυία καὶ μὲ γοῦστο νὰ τὰ κάνῃ.
[1] Εφημερίδα «ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1879, σελ. 2-3. Αναδημοσιεύθηκε με μικρές παραλλαγές στην εφημερίδα «ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ», 30 Αυγούστου 1880, σελ. 1-2, 31 Αυγούστου 1882, σελ. 1, 2 Σεπτεμβρίου 1895, σελ. 2, και 1 Σεπτεμβρίου 1896, σελ. 1.
[2] Ο Δημήτριος Κορομηλάς (1850-1898) ήταν γιος ενός από τους σημαντικότερους τυπογράφους των Αθηνών, ιδιοκτήτη του «Τυπογραφικού Καταστήματος Ανδρέα Κορομηλά». Υπήρξε από τους σημαντικότερους θεατρικούς συγγραφείς και ο δημιουργός του «Κωμειδυλλίου». Ίδρυσε την «ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» το 1873 και αποχώρησε από τη διεύθυνσή της το 1885.
[3] Ο Ιωάννης Καμπούρογλου (1851-1903) υπήρξε ο πιο ιδιόρρυθμος, αλλά και ο πιο δημοφιλής από τους Αθηναίους δημοσιογράφους. Λογοτέχνης, μεταφραστής και κριτικός, έγραφε ποίηση από την εφηβική του ηλικία, συνδέθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες (Παπαδιαμαντόπουλο, Προβελέγγιο, Ζαλοκώστα, Άννινο κ.ά.) και ανήκει στη μεταβατική, αλλά γόνιμη περίοδο κάμψης του Ρομαντισμού και προετοιμασίας της Γενιάς του 1880. Υπήρξε ο κύριος δημοσιογραφικός και διοικητικός παράγων της «ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ» του Κορομηλά, ο οποίος ωστόσο αποσκίρτησε για να ιδρύσει τη «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ» το 1881.