Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ[1]
Ἐβλέπομεν χθὲς τὸ γνωστὸν θέαμα.
Σπίτι ἐπάνω εἰς κάρρο.
― Μετακόμισις! Ἐψιθύρισε κἄποιος.
― Ὄχι. Εἶπεν ὁ σύντροφός μου. Μετανάστευσις! Αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια. Ὁ Ρωμῃὸς ἐκπληρώνει τὸν προαιώνιον πόθον του. Κινεῖται.
― Μάλιστα. Αὐτὸ τοῦ φθάνει. Ἂς κινεῖται ἐντός τῆς πόλεως καὶ εἶνε ἱκανοποιημένος εἰς τὸ βαθύτερον τῶν ἐνστίκτων του, εἰς τὸ μεταναστευτικόν. Τὸ πᾶν γι’ αὐτὸν εἶνε νὰ μὴ βρεθῇ εἰς ἄλλο μέρος. Ἡ Ὀδύσσεια.
― Ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀνάγκη;
― Οὐδέποτε ἄνθρωπος εἶνε ὑποχρεωμένος νὰ ὑποστῇ τόσον μεγάλην δυστυχίαν, ὅπως ἡ μετακόμισις. Ὅλοι ἐκτὸς ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ἠμποροῦσαν νὰ καθήσουν ἐκεῖ ποῦ ἔχουν βρεθῇ. Ἀλλά σοῦ εἶπα. Εἶνε ἀποτυχόντες μετανάσται. Μὴ ἀποκτήσαντες περιουσίαν εἰς τὴν Βραζιλίαν ἢ εἰς τὴν λίμνην τοῦ Τσάδ, παρηγοροῦν τὴν ἀποτυχίαν των κινούμενοι ἀπὸ μιᾶς συνοικίας εἰς ἄλλην, ἀποκτῶντες νέους γείτονας, νέον παντοπώλην, καὶ νέον ταχυδρομικὸν κιβώτιον. Κανεὶς ἐξ αὐτῶν δὲν ἔχει τὸ αἴσθημα τῆς ἑστίας, διὰ νὰ πῶ τὸν ἀόριστον αὐτὸν ὄρον, τὸ ὁποῖον εἶνε ἀπὸ τὰ θεμελιώδη εἰς τὴν ζωὴν αὐτήν. Ἐὰν τὸ εἶχαν θὰ ἔμεναν κἄπου καὶ δὲν θὰ ἔφευγαν ποτέ. Διότι τί εἶνε ἡ ζωὴ αὐτὴ ἂν τῆς ἀφαιρέσῃς τὴν ἡδονὴν νὰ ριζώνῃ εἰς ἕνα ἔδαφος, νὰ τὴν τραβᾷ ἀπὸ κεῖ ὁ θάνατος καὶ αὐτὴ νὰ ξαναριζώνῃ διὰ νέων πλοκάμων, πάντοτε εἰς τὸ ἴδιο μέρος; Οἱ ἄνθρωποι ποῦ ἔζησαν πραγματικῶς εἶνε οἱ μὴ ἀλλάξαντες ἔδαφος, σπίτι, δωμάτιον. Ἡ ζωὴ εἶνε φυτόν. Ρίζες εἰς τὸ ἔδαφος, αὐτὸ εἶνε ζωή. Ἡ θάλασσα, ὁ Καναδᾶς καὶ τὸ χρυσοῦν δέρας, αὐτὸ ὁμοιάζει, περισσότερον μὲ παραμύθι καὶ μὲ τραγωδίαν. Δύνανται νὰ διαπραχθοῦν μεγαλύτερα κατορθώματα θαλασσοπλοϊκὰ καὶ Ἀργοναυτικά, ἐπάνω σὲ μία καρέκλα…
Φαντάσου ὅτι οἱ ἀκτήμονες Ἀθηναῖοι δὲν ἐσυνήθισαν ἀκόμη νὰ ἀκινητοῦν, νὰ μένουν, νὰ κατοικοῦν εἰς ἕνα ὡρισμένον σπίτι, ἀποφασίζοντες νὰ τὸ βροῦν τέλος πάντων θαυμάσιον, ἔστω καὶ ἂν δὲν εἶνε. Διότι ποῦ εἶνε τὸ μυστικόν τῆς εὐτυχίας; Εἰς τὴν προσοικείωσιν. Τὰ σπίτια νὰ μὴν ἔχουν ἐλαττώματα. Τοῦτο ἁπλούστατα εἶνε εἰς τὸ χέρι τῶν ἐνοίκων. Ἂς τὰ συνηθίσουν τὰ ἐλαττώματα καὶ θὰ παύσουν νὰ ἔχουν. Καὶ ὅμως εἶνε ἀφάνταστον ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ἀνεχόμενοι μίαν συμβίωσιν ἀνυπόφορον μὲ τὴν γυναῖκά των ἐπὶ παραδείγματι, οἱ συγχωρήσαντες χίλια σφάλματα εἰς τὸν ἑαυτὸν των καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, οἱ προσαρμοσθέντες πρὸς τόσας καταστάσεις κωμικὰς καὶ τραγικὰς εἰς τοὺς ἄλλους, δὲν κατώρθωσαν νὰ βροῦν τέσσαρες τοίχους ὑποφερτοὺς καὶ κουβαλοῦνται εἰς ὅλας τὰς συνοικίας ἐπὶ δέκα, εἴκοσι, τριάντα ἔτη, ζητοῦντες τὸ καλλίτερον… Τί ἄλλο εἶνε τυχοδιώκτης παρὰ αὐτός; Σπίτια καλὰ ὑπάρχουν, φίλε μου! Ἄνθρωποι μὲ καλὸν νευρικὸν σύστημα δὲν ὑπάρχουν. Ἰδοὺ τί μοῦ λέγει τὸ θηριῶδες τοῦτο κάρρο μὲ τὴν πυραμίδα του, τὸ ὁποῖον πηγαίνει μέσα εἰς νέφος κονιορτοῦ, πρὸς τὸ ἄγνωστον, πρὸς καλλίτερον καὶ θὰ πηγαίνῃ διαρκῶς… Ἐγεννήθημεν καὶ θὰ πεθάνωμεν μετανάσται.
ΙDEM
[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «IDEM»), «Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1917.