Η ΝΥΞ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Ὁ κύριος Κανελλάκης εἶνε ἐνθουσιασμένος ἀπὸ τὴν νέαν του κατοικίαν: καινουργής, καθαρά, μοναχική, εἰς τόσον καλὴν θέσιν καὶ μὲ 100 δραχμὰς μόνον; Καλὲ εἶνε ὡς νὰ ἐκέρδησε λαχεῖον. Καὶ περιέρχεται αὐτὴν ἄνω κάτω προσκόπτων εἰς τὰ μήπω τακτοποιηθέντα ἔπιπλα, καὶ ἀπαστράπτει ἐκ χαρᾶς καὶ τὴν καμαρώνει καὶ δὲν τὴν χορταίνει. Ἂν ὁ κύριος Κανελλάκης περιέρχεται μόνος τὸν οἶκον, δὲν θὰ εἰπῇ ὅτι εἶνε ἄγαμος· εἶνε μάλιστα πολὺ ἔγγαμος, διότι ἡ κυρία Μαριγῶ Κανελλάκη, ἡ ἔντιμος σύζυγός του, ζυγίζει, ὅσον δύο συνήθεις ἀναιμικαὶ γυναῖκες τῆς σήμερον. Ἀλλά, βλέπετε, ἕνεκα τῆς μετακομίσεως ἡ κυρία ἐκουράσθη πολύ, κι ἐπῆγε νὰ διέλθῃ τὴν νύκτα εἰς τῆς ἀδελφῆς της, ὅπου θὰ εὕρισκε κλίνην ἕτοιμον καὶ μαλακήν, ἐνῷ ἐδῶ ὅλα ἦσαν ἄνω κάτω ἀκόμη. Μετ’ αὐτῆς παρέλαβε καὶ τὴν ὑπηρέτριαν, ἀπέμεινε δὲ μόνος ὁ κύριος –διότι τέκνα δὲν εἶχε– φύλαξ τοῦ οἴκου τὴν νύκτα ἐκείνην.
Ὅσῳ ἡ κυρία ἦτο λεπτὴ εἰς τὰς ὀρέξεις, φιλάρεσκος ἐν τῇ περιβολῇ, πολυδάπανος καὶ ἰδιότροπος τόσῳ ὁ καλὸς κύριος Κανελλάκης ἦτο εὔκολος, ἀφελής, ἁπλοϊκὸς εἰς ὅλα. Ἅμα ἐνύκτωσεν, ἔκλεισε τὰς θύρας, ἤναψε τὸν λύχνον τοῦ μαγειρίου, ἀντικατέστησε τὸ ἔνδυμα τῆς ἡμέρας διὰ μικροῦ κεντητοῦ κοιτωνίτου, ἐκάλυψε διὰ λευκοῦ σκούφου τὴν κεφαλὴν καὶ καθίσας ἐπὶ ἑνὸς κιβωτίου, ἀνεδίπλωσεν ἐπὶ τῶν γονάτων ἐφημερίδα καὶ ἀπὸ ταύτης ἤρξατο μετ’ ὀρέξεως δειπνῶν διὰ τοῦ περιεχομένου τυροῦ καὶ ἄρτου. Ἀλλὰ δὲν εἶχε τελειώσῃ τὸ λιτὸν δεῖπνον, ὅτε φωνὴ τις ἀπὸ τῆς ὁδοῦ προσείλκυσε τὴν προσοχήν του. Ἡ φωνὴ ἔλεγε σιγαλά: Μαριγώ, ψίτ, ψίτ!…
Ὁ ἔντιμος Κανελλάκης ἠπόρησε τίς ἔκραζεν οὕτω μυστηριωδῶς τὴν σύζυγόν του ἐν τοιαύτῃ ὥρα καὶ ἀνεσηκώθη, ἴνα ἴδῃ ἀπὸ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου μήπως ἐκ τῶν οἰκείων τις διήρχετο. Ἐπλησίασεν, ἔκυψεν, ἀλλὰ δὲν εἶδε κανένα. Ἠπόρησε ἐπὶ τῇ ἀπάτῃ, ἐνόμισεν ὅτι ἦτο ἰδέα του κ’ἐπανήρχισε τὸ δεῖπνον, ἀλλ’ αἴφνης κἄτι ἀπὸ τοῦ παραθύρου ἐλθὸν τὸν ἐκτύπησεν ἐπὶ τοῦ μετώπου. Αὐτὸ δὲν ἦτο ἀπάτη βέβαια! Ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ λίχνου εἶδε σφαιροειδῶς συνεστριμμένον χαρτίον κυλισθὲν ἐπὶ τοῦ δαπέδου. Εἶνε παιγνίδια, ἀστεία, τὶ εἶνε αὐτὰ ἐπὶ τέλους;
Ὁ κύριος Κανελλάκης ἔλαβεν ὀργίλως τὸ χαρτίον καὶ πρὶν τὸ ρίψῃ πάλιν ἔξω τοῦ παραθύρου μηχανικῶς τὸ ἐξεδίπλωσε. Ἦτο πλῆρες γραμμάτων, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο νὰ διακρίνει ταῦτα˙ ἔβαλε τὰ δίοπτρά του εἰς τὸ τελευταῖον ἄκρον τῆς ρινὸς καὶ ἐπλησίασεν εἰς τὸν λύχνον. Βαθμηδὸν ὠχρότης ἐπεχύνετο ἐπὶ τῆς μορφῆς του, οἱ πόδες του ἤρχισαν νὰ τρέμωσι, καὶ βαρὺς ἐκαθέσθη ἐπὶ τοῦ κιβωτίου, ἐνῶ συνέστρεφε σπασμωδικῶς ἐν τῇ χειρὶ τὸ κατάρατον χαρτίον. Ταλαίπωρος σύζυγος! ἐκράτει πλήρη καὶ ἀναμφισβήτητον ἀπόδειξιν τῆς ἀτιμίας του! Ἡ σύζυγός του, ἡ ἀκριβῆ του Μαριγώ, τὸν προέδιδε μετὰ δεκαπενταετῆ συζυγικὸν βίον! Ἡ ἐπιστολὴ ἦτο σαφής: Ψυχή μου Μαριγώ. Ἀπόψε, ἅμα κοιμηθῇ ἐκεῖνος ὁ βλάκας ἔλα κάτω εἰς τὴν αὐλήν. Θὰ πηδήσω ἀπὸ τὸν τοῖχον ὡς ἀληθινὸς κλέπτης – τῆς ἀγάπης. Σὲ προσμένω καὶ σὲ ἀγαπῶ ὅπως τὸ ἀξίζεις, τυραννημένη μου Μαριγούλα.
― Ὁ βλάκας εἴμ’ ἐγὼ λοιπόν! Ὦ ἀτιμία, ὦ ἀγνωμοσύνη ἐκείνης τὴν ὁποίαν ἐτίμησα μὲ τὸ ὄνομά μου! Ὄχι, εἰς τὴν Κόρινθον δὲν ἦτο ἔτσι˙ ἡ πρωτεύουσα ἐδῶ τὴν ἐξελόγιασεν. Ἐδῶ ἄρχισε τὰ λοῦσα, τὰ καπελλίνα, τῇς κορδέλλαις, τὰ τσακίσματα… Καὶ αὐτὴ ἡ ἱστορία θὰ εἶνε ἀπὸ καιρόν· τὸ γράμμα εἶνε χωρὶς πολὺ εὐγένειαν γραμμένο· οἱ φίλοι τὰ ἔχουν ἀπὸ καιρὸν ψημμένα… Ἂν ἡ τύχη δὲν μ’ ἄνοιγε τὰ μάτια ἀπόψε, ποῖος ἠξεύρει ἕως πότε θὰ ἐγελοῦσε μαζί μου. Ὅρισε Κανελλάκη, μὲ τὴν ἀρετήν σου, μὲ τὴν ἐμπιστοσύνην σου, τύφλα σου. Καὶ ἔτυψε διὰ τῶν ἀνοικτῶν παλαμῶν τὸ πρόσωπον καὶ ἔκρυψεν ἐντὸς αὐτῶν τὴν κεφαλήν.
Μετὰ τὴν πρώτην ἀπόγνωσιν ἐπῆλθεν ἡ ἰδέα τῆς ἐκδικήσεως καὶ αὐτὴ τὸν ἐζωογόνησεν:
― Ἂν ἦτο ἐδῶ ἡ ἄπιστη, ἐφώναξε, θὰ τὴν ἔσφαζα σἂν ἀρνί, καὶ ἐκύτταξε κύκλῳ, ὡς νὰ ἀνεζήτει κατάλληλον πρὸς τοῦτο ὅπλον. Κ’ ἐκεῖνον! Θὰ ἔλθῃ λοιπὸν ἀπόψε ὁ φίλος ἅμα κοιμηθῶ ἐγὼ ὁ βλάκας. Λοιπὸν ὁ βλάκας ἀπόψε θὰ εἶνε πειὸ ἔξυπνος ἀπὸ σένα, ἄτιμε, καὶ θὰ σοῦ δείξῃ…
Ὁ κύριος Κανελλάκης ἐστάθη συλλογιζόμενος τί νὰ τοῦ δείξῃ. Ἂς ὁμολογήσωμεν ὅτι περὶ τούτου ἐδίστασε πολύ· δὲν διεκρίνετο ἐπὶ γενναιότητι καὶ ἡ περίστασις ἀπῄτει θάρρος. Νὰ τὸν ἀντιμετωπίσῃ ἐν τῇ αὐλῇ τὸν ἐραστὴν αὐτὸν τῆς συζύγου του; Καὶ ἂν ἦτο ὡπλισμένος, ἂν ἦτο στρατιωτικός! Ὁ κύριος Κανελλάκης πρὸς ἰδίαν ἱκανοποίησιν ἐπεισεν ἑαυτὸν ὅτι εἰς τίμιον καὶ φιλήσυχον ἄνθρωπον δὲν ἁρμόζει νὰ κάμνῃ σκάνδαλα, οὔτε νὰ παρασύρεται εἰς βίαια κινήματα· φρόνησις, φρόνησις πρὸ πάντων. Ἂν ἔλθῃ ὁ νεαρὸς ἐρωτόληπτος, ἂς κάθηται νὰ προσμένῃ, τὶς μεγαλειτέρα τιμωρία δι’ αὐτόν;
Ὁ ἀγαθὸς οἰκοδεσπότης, τόσον ᾐσθάνετο ἱκανοποιούμενον ἑαυτὸν μὲ τὴν τελευταίαν ταύτην ἰδέαν, ὥστε σχεδὸν ηὐχαριστήθη.
Ὡς πρὸς τὴν ἄπιστον σύζυγον ὅμως ἦτο ἀμείλικτος. Θὰ τὴν ἐχώριζεν εὐθύς. Ἐσκέφθη νὰ ὑπάγῃ ἀμέσως νὰ τὴν εὕρῃ εἰς τῆς ἀδελφῆς της καὶ νὰ τῇ εἴπῃ νὰ μὴ ἔλθῃ πλέον εἰς τὸν οἶκον, ἀλλ’ ἐσκέφθη ὅτι καλλίτερον νὰ ἀποφύγῃ τὰς προφορικὰς ἐξηγήσεις.
― Αὐταὶς ᾑ γυναῖκες εἶνε ἄξιαι νὰ σὲ πείσουν πὼς ἔχεις ἄδικον ἄδικον εἰς κάθε τί· εἶνε δογματικαί. Καλλίτερα δι’ ἐπιστολῆς τελειώνουν.
Καὶ χωρὶς ἀργοπορίαν εὗρε μελανοδοχεῖον, γραφῖδα, χάρτην καὶ διὰ σταθερᾶς χειρὸς ἔγραψε: Κυρία, γνωρίζω τὰ πάντα. Αὐταὶ αἱ τρεῖς λέξεις σᾶς πείθουσι ὅτι οὐδὲν κοινὸν πλέον μεταξύ μας καὶ ὅτι ἡ θύρα τοῦ οἴκου μου εἶναι κεκλεισμένη διὰ τὴν ἀτιμίαν σας.
Ἐσφράγισε τὴν ἐπιστολήν, ὑπέγραψεν αὐτὴν καὶ ἔπειτα ἤρχισε νὰ περιτρέχῃ τὸν οἶκον ἄνω καὶ κάτω πλήρης ὀργῆς, ἀνυπομονησίας, καὶ ἀπογνώσεως…
― Κρῖμα τὰ σχέδιά μου, κρῖμα τὰς ἐλπίδας μου, κατηραμένον σπῆτι! Μὲ τί σὲ ἐγκαινίασα εὐθὺς τὴν πρώτην ἡμέραν!… Καὶ δάκρυα ἀνήρχοντο εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, καθ’ ὅσον ἔβλεπεν ἕν πρὸς ἕν τὰ δωμάτια τοῦ νέου οἴκου, τὰ συσσωρευμένα ἔπιπλα. Πῶς νὰ διέλθῃ τὴν νύκτα αὐτήν; Νὰ κοιμηθῇ τῷ ἦτο ἀδύνατον. Ἤναψε σιγάρον, ἐδοκίμασε ν’ ἀναγνώσῃ. Τίποτε, μόνον τὸ κομβολόγιον τὸν ἀνεκούφισέ πως, καὶ τοῦτο κρατῶν εἰς χεῖρας ἐμέτρα τοὺς στεναγμούς του…
∞∞∞∞∞
Εἶχεν ἐγκαθιδρυθῇ ἐπὶ τοῦ ἀνακλίντρου τοῦ ἐν τῷ ὑπογείῳ ἑστιατορίου, καὶ αἱ ὧραι παρήρχοντο μαρτυρικαί. Ἔξαφνα ἐλαφρὸς κτύπος ἐπὶ τῆς ὑέλου τοῦ παραθύρου τὸν ἔκαμε ν’ ἀνασκιρτήσῃ. Ἐννόησε τί ἦτο καὶ κατελήφθη ὑπὸ ἀναιτίου τρόμου.
― Μαριγώ, ἐψιθύρισε φωνὴ τις ἔξωθεν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, Μαριγώ, βλέπω φῶς ἀπὸ τὴ χαραμάδα. Μὲ προσμένεις λοιπόν;… Ἐκοιμήθηκαν ὅλοι; Μαριγώ, τί δὲν ‘μιλεῖς; Μὴ σ’ ἐπῆρε ὁ ὕπνος;
Ὁ κύριος Κανελλάκης ἔμεινεν ἀκίνητος.
― Μαριγώ, ἐπανέλαβεν ἡ φωνή, μὴ μὲ κάμῃς καὶ φωνάζω κι ἐξυπνήσουν… τἀφεντικά σου.
Εἰς τὴν τελευταίαν λέξιν ὁ κύριος Κανελλάκης ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ ἀνακλίντρου. Ἡ ἀλήθεια εἰσῆλθεν εἰς τὸν ἐσκοτισμένον λογισμόν του, ὅπως τὸ φῶς εἰς δωμάτιον αἴφνης ἀνοιγομένον. Ἔτρεξε θαρραλέως πρὸς τὸ παράθυρον καὶ τὸ ἤνοιξεν.
Ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης ἀπήστραπτον τὰ χρυσὰ κομβία ὑπαξιωματικοῦ τοῦ πυροβολικοῦ.
― Μὴ προσμένετε ἀδίκως, εἶπε διὰ γλυκείας φωνῆς, ἐνῷ ὁ ἐρωτευμένος Ἄρης ὀπισθοχώρει ἔκπληκτος. Οἱ παλαιοὶ ἐνοικιασταὶ ἤλλαξαν κατοικίαν σήμερον. Ὁρίστε καὶ τὰ γράμματά σας, ἀντὶ νὰ τὸ λάβῃ ἡ μαγείρισσα τὸ ἔλαβον ἐγὼ κατὰ λάθος.
Ὁ ταλαίπωρος στρατιωτικὸς δὲν ἐστάθη κἂν νὰ παραλάβῃ τὸ χαρτίον κ’ ἔφυγε κατησχυμμένος, καὶ ὁ κύριος Κανελλάκης κυμαινόμενος μεταξὺ χαρᾶς ὅτι ἐξησφαλίζετο ἡ εὐτυχία του καὶ λύπης, ὅτι ὑπωπτεύθη ἀδίκως τὴν ἐντιμοτάτην σύζυγόν του, ἠγρύπνησεν ὅλην ἐκείνην τὴν νύκτα.
Ἐξηφάνισε τὴν ἐπιστολὴν ἣν πρὸς τὴν κυρίαν Μαριγὼ εἶχε γράψῃ καὶ ὅταν ἦλθεν ἐκείνη τὸ πρωὶ ἐνηγκαλίσθη περιπαθῶς τὴν εὐρείαν περιφέρειαν αὐτῆς καὶ τὴν ἐφίλησε χωρὶς νὰ τὴ ἀποκαλύψῃ τι. Καὶ ἐνῷ ἐκείνη ὠργίζετο διὰ τὴν αἰφνίδιαν ἀνανέωσιν τῆς σελήνης τοῦ μέλιτος καὶ ἡ γραῖα ὑπηρέτρια ἐσταυροκοπεῖτο, ὁ κύριος Κανελλάκης ἐπανελάμβανε:
― Ὦ συζυγικὴ πίστις! ὦ ἀκλόνητος εὐτυχία!
Ἀλλ’ ἡ κυρία Μαριγὼ δι’ ἐπιτακτικῆς φωνῆς τοῦ ἔκοψε τὸν ἀέρα.
― Ἔλα, ἔλα! Ἄφησε τὶς ἀνοστιαὶς πρωῒ πρωῒ καὶ πιάσε νὰ σηκώσῃς ταῖς κασέλλαις ἀπ’ τὴ μέση.
ΚΟΝΔΥΛΟΦΟΡΟΣ
[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΚΟΝΔΥΛΟΦΟΡΟΣ»), «Η ΝΥΞ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ», εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», αριθμ. 53, 21 Σεπτεμβρίου 1886, σελ. 6-7.