Η ΝΕΑ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ (1896)

Η ΝΕΑ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ[1]

 

Ὅσοι τῶν ἡμετέρων ἀναγνωστῶν δὲν ἔχουν τὴν εὐτυχίαν νὰ διαμένουν ἐν τῇ πόλει ἡμῶν κατὰ τὰς ἡμέρας ταύτας εἶνε ἀδύνατον νὰ σχηματίσωσιν ἰδέαν τῆς πανηγύρεως, τὴν ὁποίαν ἄγει τὸ ἰοστέφανον ἄστυ. Δύναται τὶς νὰ εἴπῃ ὅτι εὐθυμία βασιλεύει γενικὴ διὰ τὴν σχεδὸν ἀνακίνησιν τῆς Παλλάδος.

Οἱ ἰδιοκτῆται εἶνε ἐνθουσιασμένοι μὲ τὸν νέον ἐνοικιαστήν, προκαταβαλόντα αὐτοῖς τριμηνίαν ἢ καὶ ἐνοίκιον ἢ καὶ μικρὸν τι μέρος ἀπέναντι αὐτοῦ καὶ τὸ ὁποῖον πολλάκις δὲν ἐπαρκεῖ διὰ τὸ ἀπαραίτητον ὑδροχρωμάτισμα τῆς οἰκίας.

Οἱ ἐνοικιασταὶ ἀπηλλάγησαν ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὸν δεινὸν ἐφιάλτην τῆς προτέρας οἰκίας, τὸν δύστροπον ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου, ἐνῷ μόλις ὀλίγα ἐνοίκια τοῦ καθυστεροῦν ἀπειλεῖ νὰ κατάσχῃ τὰ ἔπιπλά των. Φαντάσθητε τὶ ἀναίδεια! Ἐνῷ ἡ οἰκία εἶχε τόσας ἐλλείψεις. Ἡ εἴσοδος τῆς οἰκίας ἦτο κοινὴ καὶ εἰς τὸ ἐπάνω καὶ εἰς τὸ κάτω πάτωμα, καὶ τουλάχιστον ἂν ἦτο μεσημβρινὴ θὰ ὑπεφέρετο.

Οἱ ἁμαξηλᾶται, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐννοοῦν ἐφέτος νὰ δεχθοῦν ὀλιγώτερον τῶν δέκα δραχμῶν δι’ ἑκάστην φόρτωσιν ἐπίπλων.

Οἱ ἀχθοφόροι, οἱ ὁποῖοι μὲ ὅλον τὸ βάρος, τὸ ὁποῖο σύρουσιν ἐπὶ τοῦ ὤμου, ἀνακουφίζονται ὀλίγον ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορον ἀργίαν τῶν θερινῶν μηνῶν.

Οἱ ὑδροχρωματισταὶ καὶ οἱ ἐκ πάσης προελεύσεως νεοβαπτιζόμενοι τοιοῦτοι, οἱ ὁποῖοι, κρατοῦντες ἀνὰ χεῖρας μίαν βοῦρτσαν, δὲν ἐννοοῦν καὶ μικρὰν γωνίαν νὰ ὑδροχρωματίσουν μὲ συμφωνίαν ἡμερομισθίου. Ἐννοοῦν τὴν λεγομένην ἀποκοπήν. Μιὰ φορὰ τὸν χρόνον γίνεται αὐτὸ τὸ πανηγύρι.

Οἱ διάφοροι πλανόδιοι πωληταὶ τῶν συνοικιῶν καὶ οἱ μπακάληδες διότι, ἁπαλλαγέντες δυστρόπων καὶ κακοπληρωτῶν πελατῶν, ἀποκτῶσιν ἤδη λαμπροὺς μουστερίδες.

Οἱ γείτονες τῶν μετοικησάντων πλάττοντες σχέδια διαφόρων ἐπισκέψεων ἢ μελλουσῶν συναναστροφῶν.

Τί δὲ νὰ εἴπῃ τις περὶ τῶν μετοικούντων; Νέαι γνωριμίαι, νέα μειδιάματα, παλαιὰ ὄνειρα διαλυθέντα, ἀλλὰ καὶ πόσα ἄλλα διὰ τῆς φαντασίας δημιουργούμενα, ὁποῖαι ἐκπλήξεις, πόσα δάκρυα λύπης ἀλλὰ καὶ πόσα ἄλλα χαρᾶς, νέαι συνθῆκαι εἰς ἅς εἶνε ὑποχρεωμένοι νὰ συμμορφωθῶσιν, οἱ νέοι μέτοικοι μὲ τὴν ἀλλαγὴν τῆς οἰκίας καὶ τὴν προσεχῆ κλήρωσιν τοῦ λαχείου τῶν ἀρχαιοτήτων πόσοι δὲν πιστεύουσιν ὅτι θὰ τύχωσι τοῦ πρώτου ἀριθμοῦ, διότι ἡ ἀποτυχία ἡ μέχρι τοῦδε ὠφείλετο εἰς τὴν κακοτυχίαν τοῦ σπιτιοῦ.

Πάντα ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα εἶνε τόση ὕλη εὐχαριστήσεως διὰ τὰς ἡμέρας ταύτας εἰς τοὺς αἰωνίως εὐμεταβόλους καὶ εἰς τὰ καινὰ ἀρεσκομένους κατοίκους τῆς Παλλάδος.

Ἡ «Νέα Ἐφημερὶς» εὔχεται εἰς πάντας τοὺς μετοικοῦντας ἀπὸ καρδίας τὴν ἐπὶ τῷ κρείτῳ μεταβολὴν τῶν συνθηκῶν τοῦ βίου εἰς ἃς εἰσέρχονται διὰ τῆς μετοικεσίας των.

 

 

[1] Εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΦΗΜΕΡΙΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1896, σελ. 3-4.