Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ (1904)

Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ[1]

 

Μὲ κίνδυνον νὰ χαρακτηρισθῶ παραδοξολόγος, θὰ βεβαιώσω ὅτι εἰς τὰς Ἀθήνας ὑπάρχει ἄνθρωπος, ὅστις κατοικεῖ εἰς τὸ αὐτὸ οἴκημα ἐπὶ ἐνοικίῳ ἀπὸ ἕνδεκα ἐτῶν!

Μοῦ τὸ ὡμολόγησε προχθές, ἢ μᾶλλον μοῦ τὸ ἐξεμυστηρεύθη, ἀφοῦ ἠξασφάλισε τὴν ὑπόσχεσίν μου ὅτι θὰ κρατήσω μυστικὸν τὸ ὄνομά μου ἂν τύχῃ νὰ κάμω λόγον. Φοβεῖται, καὶ δικαίως φοβεῖται ὁ ἄνθρωπος ὅτι θὰ θεωρηθῇ ἐκκεντρικός, ἴσως μανιακὸς καὶ ἀνισόρροπος, καὶ θ’ ἀρχίσουν νὰ τὸν δακτυλοδεικτοῦν καθ’ ὁδόν, ὡς φαινόμενον.

― Ἕνδεκα ἔτη συμπληροῦνται φέτος, μοῦ εἶπεν, ἀφ’ ὅτου κατοικῶ εἰς αὐτὸ τὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκογένειάν μου. Καὶ δὲν θ’ ἀλλάξω σπίτι ἐκτὸς ἂν μὲ βγάλουνε. Ἀλλ’ ἐπὶ τοῦ παρόντος δὲν ὑπάρχει τοιοῦτος φόβος. Κ’ ἐγὼ εἶμαι εὐχαριστημένος μὲ τὸ σπίτι κι’ ὁ νοικοκύρης δὲν φαίνεται δυσηρεστημένος μ’ ἐμένα. Βεβαίως τὸ σπίτι ἔχει μερικὰ ἐλαττώματα, ἀλλὰ μετὰ τοῦ σπιτιοῦ συνείθησα καὶ τὰ ἐλαττώματά του.  Ἂν ἀλλάξω σπίτι θὰ εὑρεθῶ εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ συνειθίσω ἄλλην ἀρχιτεκτονικὴν διάταξιν, ἄλλη φυσιογνωμίαν ἐσωτερικὴν καὶ ἐξωτερικὴν καὶ ἄλλα ἐλαττώματα. Διότι ὑπάρχει σπίτι χωρὶς ἐλαττώματα; Εἶμαι ἄνθρωπος σταθερῶν ἕξεων ἐγώ˙ ἡ συνήθεια μὲ συνδέει τόσον στενῶς πρὸς τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, ὥστε ἅμα τὰ συνειθίσω, δὲν δύναμαι νὰ τ’ ἀποχωρισθῶ χωρὶς θλίψιν, χωρὶς νὰ αἰσθανθῶ ὅτι κἄτι χάνω ἀπὸ τὴν ὕπαρξίν μου. Ἀλλά, σὲ παρακαλῶ, εἶπε μειδιῶν, αὐτὰ νὰ μείνουν μεταξύ μας, διότι ἂν τὰ μάθῃ ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ μου, ἐννοεῖς ὅτι θὰ μοῦ ἀναιβάση τὸ νοῖκι.

Ἕνδεκα ἔτη! δὲν ἀπαιτεῖται μικρὸν σθένος ὅσον καὶ ἂν εἶνε κανεὶς ἄνθρωπος ἐπιμόνων ἕξεων, διὰ ν’ ἀνθέξῃ ἐπὶ τόσα ἔτη εἰς τὸν χείμαρρον τῆς πανδήμου μετοικεσίας, ὅστις κατ΄ ἔτος τὴν πρώτην Σεπτεμβρίου παρασύρει καὶ ἐκτοπίζει τοὺς κατοίκους τοῦ ἄστεως. Ἡ ἕξις εἶνε μεγάλη δύναμις ἀναμφιβόλως˙ ἀλλ’ ἡ μίμησις εἶνε ἀκόμη μεγαλειτέρα˙ κατ’ ἐξοχὴν δὲ οἱ Ἀθηναῖοι ὁμοιάζουν μὲ τὰ περίφημα πρόβατα τοῦ Πανούργου, τὰ ὁποία ἔπεσαν ὅλα εἰς τὴν θάλασσαν, μιμούμενα ἓν ἐξ αὐτῶν, τὸ ὁποῖον τυχαίως ἐπεσεν ἐκ τοῦ πλοίου.

 

Ἀλλὰ εἶνε μόνον ἡ μίμησις αὐτὴ ἡ μανία τῆς μετοικεσίας;

Μοῦ φαίνεται ὅτι πρέπει ν’ ἀναζητήσωμεν εἰς αὐτὴν καὶ τὸ ὀψίκορον τοῦ ἀθηναϊκοῦ χαρακτῆρος, ἀλλὰ πρὸ πάντων τὴν γυναικείαν ἀστασίαν. Διότι ἡ ἀλλαγὴ οἰκήματος εἶνε ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἰδέα καὶ ἐπιθυμία τῆς γυναικὸς ἢ τῶν γυναικών. Αἱ γυναῖκες, ὡς «βασίλισσαι τοῦ οἴκου», ὡς διαμένουσαι περισσότερον τοῦ ἀνδρὸς ἐντός τῆς οἰκίας, δικαιοῦνται νὰ ἔχουν τὴν ἐπικρατεστέραν γνώμην περὶ τῆς κατοικίας καὶ δύνανται νὰ βλέπουν εἰς αὐτὴν ἐλλείψεις, αἵτινες παρέρχονται ἀπαρατήρητοι διὰ τοὺς ἄνδρας. Λοιπὸν αἱ γυναῖκες συναθροίζουν τὸ μεγαλείτερον μέρος τῆς δυσαρεσκείας ἥτις ἀπολήγει εἰς τὴν ἀλλαγὴν τῆς πρώτης Σεπτεμβρίου.

Διὰ τὰς γυναῖκας ἄλλως ὑπάρχουν καὶ σπίτια τυχηρὰ καὶ προπάντων μὴ τυχηρά˙ ἐὰν συμβῇ ἀτύχημα ἢ νόσημα σοβαρόν, ἐὰν αἱ ὑποθέσεις τῆς οἰκογενείας δὲν πηγαίνουν καλά, μέρος τῆς εὐθύνης θ’ ἀποδοθῇ καὶ εἰς τὸ σπίτι. Ἀφ’ ὅτου ἤλθαμεν σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι, δὲν εἴδαμεν προκοπή!! Τοιαύτας φράσεις ἀκούει κανεὶς συχνά, ἰδίως ἀπὸ γυναῖκας. Λοιπὸν ἡ ἀναζήτησις νέου οἰκήματος εἶνε καὶ ὀλίγον ἀναζήτησις εὐτυχίας. Ἐπειδὴ δὲ αὐτὸ τὸ πτηνὸν εἶνε πολὺ σπάνιον, ἡ ἀναζήτησις δὲν ἔχει τέλος.

Ἔπειτα τὸ σπίτι ὑπολογίζεται μεγάλως καὶ εἰς τὰς ἐλπίδας τῶν ἀνυπάνδρων θυγατέρων. Μία καλὴ πρόσοψις κἄτι προσθέτει εἰς τὴν ἐμφάνισιν τῶν ἐνοικουσῶν. Εἶνε ἕν ἐπὶ πλέον κόσμημα καὶ ἀναδεικνύει ἄλλα χαρίσματα. Καὶ δὲν ἔχει σπουδαιότητα μόνον καὶ καθ’ ἑαυτὸ τὸ οἴκημα εἰς τοὺς ὑπολογισμοὺς τούτους, ἀλλὰ καὶ ἡ συνοικία καὶ ἡ ὁδός. Τίς οἶδεν; Ἴσως εἰς τὴν νέαν συνοικίαν, εἰς τὴν νέαν ὁδόν, θὰ συναντήσῃ τὴν τύχη τὴν ὁποίαν εἰς μάτην ἐπιδιώκει ἀπὸ ἐτῶν ἡ κόρη ἡ πλησιάζουσα εἰς τὸ ράφι. Ἴσως ἐκεῖ θὰ εὑρεθῇ ὁ ἀφιλοκερδὴς νυμφίος, ὅστις θ’ ἀποβλέψῃ μόνον εἰς ἠθικὰ προσόντα. Ἴσως ἐκεῖ θὰ τύχῃ ὁ ἱππότης, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα ἐπήδησεν εἰς τὴν φαντασίαν καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὴν καρδίαν τῆς ρομαντικῆς.

Ἐν γένει ἡ καρδία μὲ τοὺς παλμοὺς καὶ τὰς ἐλπίδας της παρέχει μέγα μέρος τῆς κινητηρίου δυνάμεως, ἥτις τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἀναστατώνει τὰς Ἀθήνας.

 

Τὰ πεζὰ πρακτικὰ ζητήματα εἶνε σχεδὸν δευτερεύοντα. Ἐὰν λ.χ. ἐδίδετο μεγαλειτέρα προσοχὴ εἰς τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας, ὁ φόβος ὅτι εἰς τὸ νέον οἴκημα εἶνε ἐνδεχόμενον νὰ συναντήσωμεν ἀντὶ τῆς εὐτυχίας, μικρόβια φυματιώσεως ἀνήκοντα εἰς τοὺς προκατόχους, θὰ ἐψύχραινε πολὺ τὴν ἐπιθυμίαν τῆς μετοικεσίας.

Ἀλλ’ εἶνε ἰσχυρότερος ὁ πόθος τῆς μεταβολῆς εἰς τὰς ἀορίστους ἀπόψεις τοῦ ὁποίου πτερυγίζουν παντοῖαι δελεαστικαὶ ἐλπίδες. Τίς οἶδεν; Αὐτὸν τὸν πλάνον δὲν ἀκολουθοῦμεν καθ’ ὅλον μας τὸν βίον; Ἡ ἐλπὶς συνοδεύει πάντοτε τὴν μεταβολήν.

Ἀλλὰ δὲν εἶνε καὶ δίκαιον ν’ ἀποδίδωμεν ἀποκλειστικῶς εἰς τοὺς μετοικοῦντας τὴν μανίαν τῆς μετοικεσίας. Ἡ μανία τῆς μεταβολῆς καταλαμβάνει ἴσως περισσότερον τοὺς ἰδιοκτήτας. Ἀλλάσσουν κατ’ ἔτος ἐνοικιαστὰς μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ αὐτοὶ ὅτι θὰ εὕρουν τοὺς ἰδεώδεις ἐνοικιαστὰς. Ὥστε ἡ τρέλλα τῆς μετοικεσίας εἶνε κατὰ πολὺ νόσημα ἀκούσιον καὶ ἐπιβεβλημένον.

 

ΔΙΑΒΑΤΗΣ

 

[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΔΙΑΒΑΤΗΣ»), εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 28 Αυγούστου 1904, σελ. 1.