Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΜΟΥ (1888)

Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΜΟΥ[1]

(διήγημα παράκαιρον)

 

Ἄνευ ἰατρικῆς συμβουλῆς ἀπεφάσισα εἰς τὰ ὀλίγα ἔπιπλα τοῦ δωματίου μου νὰ κάμω καὶ ἐγὼ κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν ἡμερῶν τοῦ Σεπτεμβρίου ἕνα μικρόν περίπατον. Εἶνε τόσον ραχητικά, ἡ ὄψις των τόσον ἐρρυτιδωμένη καὶ τὰ ἄκρα των ἐπὶ τοσούτον ἠκρωτηριασμένα, ὥστε ἕνεκα τοῦ περιπάτου αὐτοῦ ἤμην πεπεισμένος ἐκ τῶν προτέρων, ὅτι οὐδεμίαν θὰ ὑφίσταντο βλάβην. Ἄλλως τὲ καὶ ἐὰν εἶχον πλήρη τὴν βεβαιότητα, ὅτι ἡ μοναδικὴ μου τράπεζα ἤθελε στερηθῇ καὶ τῶν τεσσάρων ποδῶν της καὶ ὅτι τὸ μικροσκοπικὸν τετράγωνον κάτοπτρόν μου ἤθελεν ἀπολέσει καὶ τὸ ἄλλο ἥμισυ τῆς ὑάλου, ὡς ἀπώλεσε ἐκ τῶν κακοήθων μυιῶν τὴν στιλπνότητά του, πάλι θὰ ἀπεφάσιζον τὸν κοπιώδη αὐτὸν περίπατον.

Δὲν θὰ τὸ ἔκαμνον ἐξ ἰδιοτροπίας, ἀλλὰ διὰ ν’ ἀποφύγω τὰς φοβερὰς ἐπιθέσεις ὅλων τῶν ἐντόμων τοῦ γνωστοῦ κόσμου, ἅτινα φαίνεται εἶχον μόνιμον κατοικίαν τὸ δωμάτιόν μου, καὶ τὰς φοβερωτέρας ἐπιθέσεις τοῦ οἰκοδεσπότου μου, ὅστις ἀπὸ τὴν πρώτην τοῦ μηνὸς μοὶ ἐζήτει τὸ ἐνοίκιον τοῦ ἑπομένου καὶ παρεπονεῖτο διαρκῶς… διατὶ νὰ μεγαλώνουν ᾑ ἡμέραις τώρα τὸ καλοκαίρι.

Ἐννοεῖται εὐκόλως, ὅτι ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας, ὑπὸ τοιούτους πολέμους δηλαδὴ ἤθελα νὰ εἴπω, κατέστη ἀφόρητος ἡ διαμονή μου ἐκεῖ. Ἀπεφάσισα λοιπὸν ταχέως νὰ ἄρω τὸν κραβατόν μου μετά τῶν ἄλλων ἀχωρίστων συντρόφων καὶ νὰ διευθυνθῶ εἰς νέον δωμάτιον.

 

∞∞∞∞∞

 

Δὲν θὰ σᾶς περιγράψω τὴν μεταφορὰν τῶν ἐπίπλων μου, ἡ ὁποία δύναται νὰ ἐπικληθῇ καὶ μετακομιδὴ λειψάνων. Δι’ ἔλλειψιν ἄλλης ὕλης πλέον ἢ ἅπαξ πάντες οἱ συνάδελφοί μου ἐφέτος σᾶς ἐγέμισαν τὸν στόμαχον μὲ τοιαύτας περιγραφάς˙ θὰ σᾶς εἰσαγάγω ἀμέσως εἰς τὸ δωμάτιον. Συγνώμην, ὄχι ἀμέσως˙ θὰ διέλθητε στενωπού αὐλῆς, θ’ ἀναβῆτε μικρὰν κλίμακα, θὰ διευθυνθῆτε πρὸς ἀπέραντον διάδρομον, θ’ ἀνέλθητε ἑτέραν κλίμακα ὡς τοῦ Ἰακὼβ[2] καὶ τέλος θὰ εὑρεθῆτε πρὸ τοῦ νέου δωματίου μου. Διὰ νὰ τὸ εὕρῃ κανεὶς εὐκόλως πρέπει νὰ ἔχῃ, ὄχι πλέον τὸν μῖτον τῆς Ἀριάδνης, ἀλλὰ φίλου μου δικηγόρου˙ καὶ εἶνε ζήτημα πάλιν, ἐὰν θὰ ἐπαρκέσῃ.

Ἡ ἐσωτερικὴ του διασκευὴ δεικνύει τὰς μικρὰς καὶ ἐπιπόνους ὑπηρεσίας τὰς ὁποίας παρέσχε μέχρι τοῦδε εἰς τὸ γένος τῶν σπουδαστῶν καὶ τὰ ἄτεχνα ἐπιχρίσματα, ὅτι δὲν ἀμοιρεῖ καὶ ἄλλων ζωικῶν ὄντων ἐκτὸς τῶν ἐνοίκων, μὲ ὅλας τὰς ἐνόρκους διαβεβαιώσεις τῆς οἰκοδεσποίνης περὶ τοῦ ἐναντίου. Ὁσοιδήποτε ὅμως καὶ ἂν ἦσαν οἱ σύνοικοί μου, ἤλπιζον, ὅτι θὰ ἦσαν κατά πολύ ὀλιγώτεροι τῶν παλαιῶν καὶ ὑπὸ τοιαύτας σκέψεις ἐνεκαθιδρύθην εἰς τὸ νέον μου ἐνδιαίτημα τοποθετήσας τὰ ὀλίγα πλὴν καρτερικά πράγματά μου.

 

∞∞∞∞∞

 

Δὲν πιστεύω ὁ ἐκ τῆς μετακομίσεως κόπος νὰ ἐπέδρασε τοσοῦτον, ὥστε τὰ μέλη μου λίαν προώρως νὰ ζητήσωσιν ἀνάπαυσιν, ὀφείλω ὅμως ὡς χριστιανὸς ὀρθόδοξος νὰ εἴπω τὴν ἀλήθειαν˙ ἔσχον τὸν ἡρωισμόν ν’ ἀναγνώσω αὐθημερὸν τὴν «Πρωίαν» καὶ νὰ ρίψω ἓν βλέμμα εἰς τὸν «Σύλλογον». Πιθανὸν τὰ ἄρθρα των νὰ ἐπέδρασαν ὡς ναρκωτικά, ἀλλὰ πιθανὸν νὰ μὴ ἐπέδρασαν ποσῶς˙ δὲν θέλω νὰ ἐπιβαρύνω κατ’ οὐδένα λόγον τὴν συνείδησίν μου. Ὑπέκυψα εἰς τὴν ἀναπόδραστον φυσικὴν ταύτην ἀνάγκην, ἀλλ’ ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! δύο στρατεύματα κορέων πολυαριθμότερα τῶν ρωσσικῶν ταξιαρχιῶν κατελθόντα ἐκ τῆς στέγης ἐθεώρησαν κατάλληλον πεδίον πρὸς σύναψιν μάχης τὴν κλίνην μου καὶ κοινὸν ἐχθρὸν ἐμέ. Εὐκόλως ἐννοεῖται, ὅτι πρὸ τοιούτου ἐχθροῦ ὑπεχώρησα ἀμέσως καταλιπῶν τὴν κλίνην μου καὶ ἐνθρονισθεὶς ἐπὶ τοῦ ταλαιπώρου καθίσματός μου ἱκανοῦ διὰ τῶν τριγμῶν του νὰ ἀποδιώξῃ, ὄχι μόνον τοὺς ἐπιδρομεῖς αὐτούς, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς κωφούς, οἵτινες δὲν εἶχον τὴν πρόνοιαν ν’ ἀκούσωσι τὰς ἐφημερίδας καὶ νὰ ἀποτανθῶσιν εἰς τὸν ἐν Παρισίοις ἐπαγελλόμενον τὴν ἴασίν των κ. Νικολσόν. Ἐν τῇ ἀγωνιώδῃ ταύτῃ θέσει ἔμεινα μέχρι τοῦ λυκαυγοῦς, ὅποτε οἱ μέν ἐχθροί μου ἀπεχώρησαν εἰς τὰ ἴδια φοβούμενοι τὸ φῶς τῆς ἡμέρας, ἐγὼ δὲ ἔσπευσα ν’ ἀναπληρώσω τὸν ἀπολεσθέντα ὕπνον μου.

 

∞∞∞∞∞

 

Κοινὴ παροιμία λέγει, ὅτι τὰ ἀτυχήματα ἔρχονται σωρηδόν, καὶ δὲν εἶνε ψευδές. Τῆς πικρᾶς ταύτης ἀληθείας εἶμαι ἐγὼ διαπρύσιος κῆρυξ ἀπὸ τῆς ἑσπέρας ταύτης. Ἡ μικρά θυγάτηρ τοῦ ἐνοικιαστοῦ τοῦ ἄνω πατώματος ἤρχιζε νὰ παίζῃ τὸ κλειδοκύμβαλλόν της, ὁ πάροικός μου τελειόφοιτος τῆς Νομικῆς ν’ ἀναγινώσκει μεγαλοφώνως τὸν ἀροτριώντων κτηνῶν νόμον καὶ ὁ ἐνοικιαστής τοῦ κάτω πατώματος νὰ δέρῃ ἀνοικτειρμόνως τὸν δεκαετῆ υἱό του ἀρνούμενον νὰ μεταβῇ εἰς τὸ σχολεῖον καὶ φωνάζοντα ὡς δέκα Ἕλληνες ἠθοποιοί. Εἰς τὸ ἐπίμετρον ὅλων τούτων ἦλθεν ὁ ἐφημεριδοπώλης καὶ ὁ γαλακτοπώλης τοῦ πρώην ἐνοικιαστοῦ, οἵτινες ἕνεκα, φαίνεται, ἐκρεμῶν λογαριασμῶν ἐφιλοδώρουν ἥκιστα κοσμητικὰ ἐπίθετα εἰς τὸν προκάτοχόν μου, καὶ τελευταία ἡ οἰκοκυρὰ τῆς ὁποίας αἱ διαστάσεις ἠμίλλωντο πρὸς τὰ ἐν τοῖς ὀδοῖς ἐκτεθειμένα βυτία καὶ καθαριότης ὑπερέβαινε τὰ ὅρια τοῦ ὑποφερτοῦ.

― Βέβαια, θὰ κοιμήθηκες καλά, μοῦ εἶπε˙ ἐμεῖς ἐδῶ ἔχουμε μεγάλη ἡσυχία. Μόνο ἡ ἐπάνω ποῦ παίζει πιάνο, τὸ παιδί τοῦ κάτω ποῦ κλαίει καὶ ὁ κὺρ Βασίλης ποῦ διαβάζει φωνάζοντας…

― Καὶ αὐτὰ ὅλα συμβαίνουν κάθε μέρα.

― Μάλιστα, ἀλλὰ νὰ πᾶς ἀλλοῦ νὰ δῇς τί γίνεται… Ἀλήθεια, παιδί μου, προσέθηκε, ἦλθα νὰ σὲ παρακαλέσω καὶ γιὰ τὸ νοίκι γιατὶ ξέρεις ἐμεῖς πάντα συνηθίζουμε προπληρωτέο.

 

∞∞∞∞∞

 

Ὅλα πιθανὸν νὰ ἦσαν ὑποφερτά, ἀλλὰ ἡ τελευταία ἀπαίτησις! Μὰ τότε διατὶ νὰ μετοικήσω; Εἰς τὸ παλαιόν μου δωμάτιον εἶχον τὰ ἔντομα καὶ τὸν οἰκοδεσπότην˙ ἐδῶ κοντὰ εἰς ὅλα αὐτὰ ἓν κλειδοκύμβαλον, τὸν κὺρ Βασίλη καὶ τὸ δαιμονισμένο παιδί τοῦ ἐνοικιαστοῦ. Ἐσκέφθην νὰ φύγω καὶ πάλιν˙ ἔκρινα καλὸν νὰ ἄρω ἐκ δευτέρου τὸν κραβατόν μου μετὰ τῶν ἄλλων συντρόφων του, καὶ τὸ ἔπραξα αὐθημερὸν μακαρίζων τοὺς πραεῖς, τοὺς ἐλεήμονας, τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύματι καὶ τοὺς ἀπηλλαγμένους ἐξ ὅλων τῶν πληγῶν, αἵτινες ἐμάστιζων ἐμέ. Τὰ αὐτὰ εἶμαι πεπεισμένος, ὅτι θὰ ἐπαθον καὶ ἄλλοι πολλοί. Ἄς εἶνε τοῦτο ἡ μόνη μου παρηγορία.

[1] Ευάγγελος Κουσουλάκος (Ψευδ. «Τσοπανάκος»), εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», 25 Σεπτεμβρίου 1888, σελ. 6-7.

[2] Η κλίμακα (σκάλα) που είδε στο όνειρό του ο Ιακώβ αποτελεί προτύπωση της Παναγίας. Μέσω της Θεοτόκου κατέβηκε ο Θεός στη γη και χάρη στις δεήσεις της μεταφέρονται τα αιτήματα των ανθρώπων στον Θεό. Η σκάλα συνδέει τον ουρανό και τη γη. Περισσότερα Γεν. 28,10-22 και Β. Μουστάκης, Η Βίβλος εικονογραφημένη, εκδ. Ι. Σιδέρης, Αθήνα, σελ. 54-55.