Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ ΤΟΥ ΦΑΣΟΥΛΗ[1]
Ἐπίπλων πάταγος, γδοῦπος πολύς,
μετακομίζεται κι’ ὁ Φασουλῆς
ΦΑΣΟΥΛΗΣ:
Μεγάλην μετακόμισιν κι’ ὁ Φασουλής κηρύττει.
Ἐμπρός, ἐμπρός, ν’ ἀλλάξωμε τῶν Ἀθηνῶν τὸ σπῆτι.
Φέρτε πολλοὺς χαμάληδες καὶ κάρρα κι’ ἀραμπάδες
φορτώσετέ τους γυαλικά, ποτήρια, μαστραπάδες,
τὰ σκεύη τοῦ νοικοκυριοῦ
νὰ μετοικήσουν ὅλα
ὁ τέντζερης τοῦ μαγειριοῦ
μαζί μὲ τὴν κονσόλα
νὰ μὴ γενῇ διάκρισις σὲ τοῦτα καὶ σ’ ἐκεῖνα
κι’ ἡ σάλα ν’ ἀνακατωθῇ μαζί μὲ τὴν κουζίνα.
Μετακόμισις μεγάλη τοῦ ξυλίνου πατριώτου,
ἀριθμός τριαντατρία καὶ ’στὸν δρόμον τοῦ Διδότου,
πάρετε τὰ λαβωμάνα,
τῇς καρέκλες καὶ τὰ πιάνα,
πάρτε τοῦτο τὸ κρεββάτι, πάρτε τοῦτο τὸ κομό,
πόσος πλοῦτος, πόσα σκεύη, ποῦ δὲν ἔχουν τελειωμό.
Πάρτε τοῦτα τὰ χαλιὰ
τῶν ἀρχαίων Γοββελίνων[2],
τὰ γαϊδούρια, τὰ σκυλιά,
τροβαδούρους τῶν Ἑλλήνων.
Νὰ κι’ ὀμπρέλαις κι’ ὀμπρελῖνα,
νὰ κι’ αὐτὸν τὸν καναπέ,
νὰ ξαπλών’ ἡ Φασουλίνα
νὰ διαβάζῃ τὸν Κοππέ.[3]
Νὰ καὶ τοῦτο τὸ ντουλάπι,
νὰ καὶ τοῦτο τὸ τσουράπι,
κι’ ἄμμο βάλτε τοῦ Φαλήρου γιὰ τὸ στόμα καθενός,
ποῦ τολμήσῃ νὰ παρλάρῃ γιὰ τὸ κράτος ἀγενῶς.
Τρέξε ’γρήγορα, βαστάζε, τὸν καθρέφτη νὰ σηκώσῃς,
ποῦ σὰν Νάρκισσο μὲ κάνει,
νὰ καὶ τούτη τὴν λεκάνη,
νὰ τὴν ἔχω πάντα ’μπρός μου σὰν ἀκούω βελτιώσεις.
Ἐνωτισθῆτε τῆς φωνῆς σατράπου καὶ δεσπότου.
τριαντατρία νούμερο καὶ δρόμος τοῦ Διδότου,
κουβαλιδιῶν τρεχάματα, σκευῶν ἀναμπουμποῦλαις,
ἔχετε γειά, γειτόνοι μου, καὶ σεῖς γειτονοπούλαις.
’Βγῆτε ’στὰ μπαλκονάκια σας, βγῆτε στὰ παραθύρια
νὰ ’δῆτε πανηγύρια
’βγῆτε νὰ ’δῆτε μόμπιλα, ’βγῆτε νὰ ’δῆτε λοῦσα,
καὶ νὰ μυριοζηλέψετε τοῦ Φασουλῆ τὴν Μοῦσα.
Καθένας χάσκωντας κυττᾷ
τὸν ξύλινο Κισσῶτο
ἀφίνω τὰ Πινακωτὰ
καὶ πάω ’στὸν Διδότο.
Ἡ γειτονιά σηκόνεται
καὶ μὲ ξεπροβοδεῖ
καὶ κόσμος ξεσβερκόνεται
τὰ μόμπιλα νὰ ’δῇ.
Μὴ κανένας ἁπλώσῃ τὸ χέρι
εἰς αὐτὸ τὸ μικρὸ μου φορτσέρι
ὅπου κρύβει μιὰ δόλια βελάδα,
ποὔχει χάσει τὴν πρώτη γυαλάδα.
Εἰς αὐτὸ τὸ φορτσέρι κλεισμένο
τοῦ Σκουλούδη[4] τὸ φράκο κοιμᾶται,
καὶ χοροὺς Παλατιῶν τὸ καϋμένο
καὶ παλῃὰ μεγαλεῖα θυμᾶται.
Ἀπὸ ’μπρός του διαβαίνουν χοροί
κοστουμέ, καλικό, φρακοφόροι
τὸ παλῃῶσαν καὶ τοῦτο καιροί
καὶ τὸ ’φάγανε λαίμαργοι σκόροι.
Κυττᾶτε το πῶς ἔγινε, κουνῆστε τὸ κεφάλι
γιὰ τὸ πολύ του χάλι.
Καὶ τοῦτο τὸ κατέφαγεν ἀλύπητα κι’ ἀπόνως
ὁ πανδαμάτωρ χρόνος.
Ἔ! σύ, βαστάζε, σίμωσε τὸ φράκο νὰ σηκώσῃς,
ἄνοιξε τὸ φορτσέρι
καὶ πάρε το ’στὸ χέρι,
μὰ πρόσεχε γιὰ τὸ Θεὸ νὰ μὴν τὸ τσαλακώσῃς.
Κρύβ’ ἱστορία μέσα του μεγάλων ἡμερῶν
καὶ πλούτων καὶ χορῶν
προτοῦ νὰ μουφλουζέψωμε καὶ πρὶν τὸ Παρλαμέντο
νὰ κάνῃ φαλιμέντο.
Ὑπενθυμίζει τοὺς καιρούς,
τοὺς κατὰ πάντα φλογερούς,
ποῦ ’ροκανίζαμε γλυκὰ
τἀγύριστα τὰ δανεικά,
ποῦ δέναμε λουκάνικα ’στῶν σκύλων τῇς οὐραῖς
κι’ ἐτρώγαμε κι’ ἐβγάζαμε στερλίναις λαμπεραῖς.
Κᾶνε ’γρήγορα, κοκκώνα,
κι’ ἑτοιμάσου μάνι μάνι,
πάρετε καὶ τὴν εἰκόνα
τοῦ κυρίου Ντεληγιάννη.[5]
Ἐμπροστά της ἀγριεύω,
πυρπολοῦμαι, πυρπολῶ,
τὴν φαλάκρα της χαϊδεύω,
τῇς μπαρμπέταις της φιλῶ.
Κρέμασέ την μὲς ’στὴ σάλα
νἆναι πρώτη μέσα ’στ’ ἄλλα,
κορδωμένη, λατρευτή,
νὰ τὴν βλέπω πάντα τρέμων
καὶ τὴν φλόγα τῶν πολέμων
ἄσβεστον νὰ μοῦ κρατῇ.
Κρέμασέ την μὲς ’στὴ σάλα, νἆναι πρῶτο μας στολίδι,
μὰ θαρρῶ πῶς ἔχω κἄπου καὶ τὸ κάδρο τοῦ Λεβίδη.[6]
Μέσα ’στῇς μετακομίσεις
μὴ καὶ τοῦτον λησμονήσῃς,
ποῦ καὶ τώρα μπουμπουνίζει, ποῦ καὶ τώρα πολεμεῖ,
τοῦ καιροῦ τοὺς πολεμάρχους βάλτους ὅλους ’στὴ γραμμή,
γιὰ νὰ στέκεται ’μπροστὰ των θαμβωμένη κι’ ἐνεὰ
τῶν συγχρόνων τῶν γενναίων ἡ γενναία γενεά.
Πάρτε καὶ τὸ τουφέκι μου… νωθρὸ ’στὸν τοῖχο στέκει,
μήτε πουλὶ δὲν ’μάτωσε, τρὲ ντιστεγκὲ τουφέκι.
Μὲς ’στοῦ πολέμου τοὺς καιροὺς τ’ ἀγόρασα κι ἐγὼ
ὁπόταν Ἄρης ἔξαλλος τὸ γένος ἠνιόχει,
κι’ εἶδε καθένας ἔνοπλο κι ἐμένα τὸν λαγό,
ἀλλὰ δὲν τὸ ’χρειάσθηκα κι ἐσκούριασε ’στὴν κώχη.
’Στὸ κάρο βάλτε το κι’ αὐτὸ μαζί μὲ τὰ κειμήλια,
προσέχετε, χαμάληδες, μὲ τ’ ἄλλα μὴν τρακάρῃ,
εἶναι τουφέκ’ ἱστορικὸ σὰν τἅρματα τ’ Ἀχίλλεια,
ποῦ πόλεμος ἐγίνηκε ποιὸς νὰ τὰ πρωτοπάρῃ.
Ἐμπρός, βαστάζοι δυνατοί,
προσέχετε τὸ σπάσιμο,
πάρτε καὶ τοῦτο τὸ κουτί,
ποῦ κρύβει τὸ παράσημο.
Γιὰ τὰς ὑπηρεσίας μου τὸ ’πῆρα πρὸς τὸ κράτος
κι’ ἱππότης ἔγινα στιλπνὸς καὶ παχυμουλαράτος.
Προσέχετε μὴ λερωθῇ, βαστάζοι τοῦ διαβόλου,
προσέχετε παρακαλῶ καὶ τούτη τὴν κασέλα,
κρύβει μεγάλα σχέδια περὶ Στρατοῦ καὶ Στόλου,
κι’ ἀλὲρ μπαλέρ, ξιφὶ μαλέρ[7], καὶ ’στὴν κορφὴ κανέλα.
Κι’ ἐγὼ συγγράφω σχέδια ’στὴν δρᾶσιν ἐπιμόνως
ἀπόκρυφα κι’ ἀτύπωτα,
κι’ ἐγὼ συγγράφω σχέδια κρυφὰ κρυφὰ καὶ μόνος
χωρὶς νὰ λέω τίποτα.
Προσέχετε τὰ μόμπιλα νὰ μὴ κτυποῦν καὶ τρίβωνται,
πάρτε καὶ τοῦτο τὸ σακκί, καρπὸν ἐπιμελείας,
καὶ μάθετ’ ἐμπιστευτικῶς πῶς ἐδῶ μέσα κρύβονται
καταμετρήσεις τῶν νερῶν τῆς λίμνης Στυμφαλίας.
Ἔχω τὸν νοῦ μου καὶ γι’ αὐτά,
σπουδαῖο ζήτημα κι’ αὐτό,
κι ἡ σκέψις δὲν σταματᾷ
’στὸ Στόλο μας καὶ ’στὸ Στρατό.
Κι ἂν πάντα μοῦ χαλᾷ τὸν νοῦ
Μελούνα καί Καραμπουρνοῦ,
μὰ παίζω καὶ γιὰ τὰ νερὰ
ρόλο Μαλτέζου καὶ Τσουρᾶ.
Πάρτε καὶ τὰ διάφορα κατὰ καιροὺς λαχεῖα
γιὰ νὰ σκεπάσωμε μ’ αὐτὰ τῶν αἰθουσῶν τοὺς τοίχους,
πάρτε καὶ τὰ δυσώνυμα τῶν ἀναγκῶν δοχεῖα,
ποῦ κάνουν καὶ τοὺς εὐγενεῖς ἴσα μὲ τοὺς προστύχους.
Ἐμπρὸς ἐν μέσῳ τῶν βροντῶν καὶ τόσης συναυλίας
νὰ μετοικήσουν εὐσταλῆ,
ἀκέραια κι’ ἀρτιμελῆ,
τὰ μόμπιλα τοῦ μαγειριοῦ καὶ τῆς πολυτελείας.
Φτάνει σὲ τόσους κτύπους
ὁ Περικλῆς ταχύπους
ΠΕΡΙΚΛΕΤΟΣ:
Λοιπὸν μετακομίζεσαι, ξυλένιε νοικοκύρη;
ΦΑΣΟΥΛΗΣ:
Μετακομίζομαι κι’ ἐγὼ καὶ κύττα πανηγύρι.
Νάτο τὸ σπῆτι τὸ παλῃὸ
κι’ ἡ πρώτη κατοικία,
νὰ τῶν γραμμάτων τὸ Σχολειό,
τὸ πνεῦμα κι’ ἡ βλακεία.
Νάτο τὸ σπῆτι, ποῦ καιροί
τὸ ’δόξασαν μεγάλοι,
ἐδῶ ’γινήκανε χοροὶ
καὶ ξακουσμένοι μπάλοι.
Ἐδῶ λεφοῦσι ντιστεγκὲ καὶ πόζαις εὐγενῶν,
κι’ ἀπὸ τὰς φλέβας καθενὸς εὐγενεστάτου θρέμματος
σταγόνας μοῦ μετήγγισαν αἱμάτων κυανῶν
κι’ ἔτσι κατήντησα κι’ ἐγὼ τρὲ σὶκ γαλαζοαίματος.
Ἐδῶ ποῦ λὲς τῆς ἀρχοντιᾶς ἐπῆρα τὸν ἀέρα
ἐδῶ μαγείαις τραπεζιῶν καὶ βρόντα νύκτα μέρα,
ἐδῶ συνήρχοντο μ’ ἐμᾶς
καὶ στρατιαὶ πνευμάτων,
τελώνια τῆς Χαλιμᾶς
ἀγνώστων ὀνομάτων.
Ἐδῶ ’σπινθήριζε μυαλὸ καὶ πνεῦμα ντιλικάτο,
ἐδῶ κανεὶς κοινός,
ἐδῶ ’φωλιάζαν πνεύματα, ποῦ ’φέρνουν ἄνω κάτω
τὸ πνεῦμα καθενός.
Κηλῖδα δὲν ἐκύτταζες εἰς τὸ τραπεζομάντυλο,
καὶ μ’ ἕνα δύο νεύματα
ἤρχοντο μάγων πνεύματα
κι ἐσβύνανε τῇς λάμπαις μας καὶ κάθε πολυκάντυλο.
Ἐδῶ γλυκοκελάδησα τό κλέος τῆς πατρίδος,
ἐδῶ πολὺς παροξυσμός, ἀναβρασμὸς καὶ βράσιμο,
ἐδῶ ’γινῆκαν κι ᾑ γιορταῖς τῆς δεκαετηρίδος
καὶ ’στὰ καλά καθούμενα ’πῆρα καὶ τὸ παράσημο.
Ὁποία δεκαετηρίς,
βρὲ Περικλῆ ψωρίλη,
νὰ τὴν χαρῇς, νὰ τὴν χαρῇς,
μοῦ ’φώναζαν οἱ φίλοι.
Ὁποία δεκαετηρίς!… ἂς ἤτανε καὶ τώρα!…
τί δόξα καὶ τιμή!…
καὶ κολοκύθαις μοὔστειλαν οἱ θαυμασταὶ καὶ δῶρα,
φαγώσιμα καὶ μή.
Νάτην ἡ σάλα, ποὔγιναν ἐκεῖνες τῇς ἡμέραις
τρικούβερτες βεγκέρες
μὲ δανεικά καθίσματα,
σερβίτσια καὶ γλυκύσματα,
κι’ ἡ λογιότης ‘ρίχτηκε ’στὰ φαγητά τὰ κρύα.
κι’ ὁ νοικοκύρης τἄχασε μαζὶ μὲ τὴν κυρία.
Ἐδῶ περιεβλήθημεν τῆς ἐποχῆς τῆς πρώτης
τὴν δόξαν ὡς ἱμάτιον,
κι’ εἰς τοῦτο τὸ δωμάτιον
συνήρχετο, βρὲ Περικλῆ, σφριγῶσα λογιότης.
Ἐδῶ ποῦ λὲς ἐνόμιζες πὼς ἦταν Παρλαμέντο
μεγάλο μιὰ φορά,
σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ἔβαζα τῆς ὥρας φουρνιμέντο
μὲ μπόλικα νερά,
κι’ ὁπόταν τὸ λαρύγγι των ἐφλέγετο ξερὸ
’στὸ φουρνιμέντο ’πήγαιναν κι’ ἐχόρταιναν νερό.
Μὰ τὸ νερό, βρὲ Περικλῆ, δὲν τὄπιναν χαράμι
γιατὶ σοφῶς ἐλύνοντο προβλήματα καὶ γρῖφοι,
πλὴν ὅταν ἑωρτάζοντο γενέθλια καὶ γάμοι
ἐκτάκτως ἐσερβίρετο κανένα καταΐφι,
κἂν τρίγωνο, κἂν μπακλαβᾶς,
ἢ καὶ μ’ ἀμύγδαλα χαλβᾶς.
Νὰ τὸ μπαλκόνι, Περικλῆ, ποῦ μὲ τὴν ταμπακέρα μου
ἔπερνα τὸν ἀέρα μου,
νὰ τὸ μπαλκόνι, ποὔβγαινε κι’ ἡ ξυλοφαμελιὰ
νὰ πέρνῃ τὸν ἀέρα της μ’ ἐμὲ τὸν φαμελίτη,
κι’ οἱ δοῦλοι μου ’ξεσκόνιζαν κουβέρτες καὶ χαλιά,
κι’ ἡ σκόνη των ἐγέμιζε κάθε διαβάτη μύτη.
Νὰ τὸ μπαλκόνι, ποὔβγαινα μὲ ζέσταις καὶ μὲ χιόνια
κι’ ἐκκύταζα, βρὲ Περικλῆ, τ’ ἀντικρυνὰ μπαλκόνια,
νὰ τὸ μπαλκόνι, ποὔβγαινα κι’ ἐλίγωναν τή μύτη μου
κἂτι λεβάνταις τρέλλα,
κι’ ἐκένωνα τὰ βρώμικα νερὰ τοῦ νεροχύτη μου
σὲ διαβατῶν καπέλα.
Νὰ τὸ μπαλκόνι, Περικλῆ, ποῦ πάντα πλάγι πλάγι
τῇς ὥραις ’λησμονούσαμε ’στὴ γλύκα τῆς κουβέντας,
κι’ ὅταν ὁ μέγας πόλεμος ραγδαῖος ἐξερράγη
ἐζητωκραύγασ’ ἄπ’ αὐτὸ μὲ τοὺς ἁπαλλαγέντας.
Ἀπάνω ’στῇς γαϊδάρας μου καθίζω τὰ καπούλια
κι ἀφίνω τῶν Πινακωτῶν τὸ στοιχειωμένο σπῆτι,
ἄρχισε τὸ κουβάλημα μὲ τῆς αὐγῆς τὴν πούλια,
κι ἀκόμη δὲν ἐτέλειωσε μὲ τὸν Ἀποσπερίτη.
Χαίρεται σμόκινς κόκκινα, βελάδες, ρεδιγκότες,
κουζίναις, σάλαις, πλυσταριά, κοτέτσια δίχως κότες,
χαίρετ’ ἐπίσημοι χοροὶ καὶ δεκαετηρίδες,
ποῦ μὲ νερὸ φουσκώσατε βατράχους μουστερῆδες,
χαίρεται κρύων φαγητῶν
τρελλά κουβαρνταλήκια,
κουνούπια τῶν Πινακωτῶν,
κορέοι καὶ ποντίκια,
γειτόνων γεροντόγατοι καὶ γάτες καὶ γατιά,
ποῦ κάνατε τὸ σπῆτι μου φιλόξενο κονάκι,
κι’ ἐρώτων οὐρλιάσματα μοῦ ’λόγχιζαν ταὐτιά,
καὶ κάποτε μοῦ ’τρώγατε κανένα μπαρμπουνάκι.
Χαίρεται λάλα πνεύματα κι’ ἀρχαίων μάγων μούσαις,
καὶ σεῖς γοργαῖς κι’ εὐκίνηταις σαρανταποδαρούσαις,
ποῦ μὲ ξανθούς ἐνίοτε καὶ μαύρους ἀσκαθάρους
ὡσὰν ταξίαρχοι Ρωμῃῶν ἐτρέχατε ’στοὺς τοίχους,
χαίρεται πολέμιοι κλεινοὶ μὲ Τούρκους καὶ Βουλγάρους
καὶ τρέξιμο μὲ θούρια καὶ μὲ παιάνων ἤχους.
Χαίρεται τῆς πυρίτιδος παρῳχημένοι χρόνοι,
τῶν Σταυροφόρων θρέμματα καὶ σύγχρονοι Βαρῶνοι,
αἵματα μπλέ, ποῦ τρέχετε ’στῇς φλέβαις των σὰν τίλιο,
τουφέκια, ποῦ ’ντραπήκατε νὰ λάμψετε ’στὸν ἥλιο,
παράσημα, διάσημα, σπαλέταις νικητῶν,
ζουρλομανδύαι κόκκινοι ξυλίνων ἱπποτῶν,
προεκβολαὶ καὶ προβολαὶ γαστέρων καὶ στομάχων
καὶ ποδαρίλα ζείδωρος σταυραετῶν προμάχων.
Χαίρεται, πρῶτοι γείτονες, ποῦ τώρα παραφόρως,
προπέμπετε τὸν Πίνδαρον τῆς τωρινῆς εὐκλείας,
καὶ σὺ, βρυσοῦλα τοῦ σπητιοῦ, ποῦ ’στείρεψες προώρως
καὶ περιμένεις τὰ νερὰ τῆς λίμνης Στυμφαλίας.
Ὦ δρόμε τῶν Πινακωτῶν, ποῦ φθάνεις ἕως πέρα
καὶ τρέφουν τὰ σκουπίδια σου πεινώντων σκύλων σμήνη,
ἀγήρως κι ἀλησμόνητος ἡ βρῶμα σου κι’ ἡ λέρα
’στὴν μνήμην τὴν εὐγνώμονα τοῦ Φασουλῆ θὰ μείνῃ.
Ὁ Φασουλὴς σὲ χαιρετᾷ
κι ἀφίνει τὰ Πινακωτά
Πινακωτή, Πινακωτή,
ἔλ’ ἀπὸ τἄλλο μου ταὐτί.
Γιὰ κύττα, Περικλέτο μου, μετακομίσεις τρέλλα,
βάρδα κι’ ἀπέρχομαι πηδῶν
εἰς τοῦ Διδότου τὴν ὁδόν,
τριαντατρία νούμερο, πάρε καρότσα κι’ ἔλα.
Βάρδα, βάρδα, μίο κάρο,
καὶ μὲ καρτερεῖ τὸ κάρρο.
Μὰ κι’ ὁ Δήμαρχος Μερκούρης[8] παραιτεῖ τὸν μαχαλᾶ,
τοῦτος πάει παρακάτω, κι’ ἐγὼ πάω πιὸ ’ψηλά.
Περικλέτο συμπολίτη,
στάσου, μὴ μ’ ἀργοπορῇς,
’γρήγορα ’στὸ νέο σπῆτι
νἄλθῃς νὰ μὲ συγχαρῇς.
Νἄμπῃς μέσα μ’ ἕνα μοῦτρο ξυρισμένο κι’ ἱλαρό,
πρῶτα τὸ δεξὶ ποδάρι κι ὕστερα τἀριστερό,
Σὲ προσμένω ’στοῦ Διδότου… χῶρος γιὰ χοροὺς εὐρύς…
νούμερο τριαντατρία, ρώτησε καὶ θὰ τὸ ’βρῇς.
Ψάλλει μὲ τόνον
χορὸς γειτόνων
Ἀπὸ κρότον ἐπίπλων βουΐζει
ὁ μεγάλος αὐτὸς μαχαλᾶς…
ὁ κλεινὸς Φασουλῆς μετοικίζει,
τῶν γειτόνων πληγὴ καὶ μπελᾶς.
Ἀραμπᾶς βροντερὸς προηγεῖται
μετ’ ἐπίπλων ἀρχαίου καιροῦ,
κι’ ἀπὸ’ πίσω ξυλίνου σωροῦ
τό Κερβάνι[9] κινεῖται.
Φεύγεις μὲ τὰ μόμπιλά σου, μᾶς ἀδειάζεις τὴν γωνιά,
κι’ ἀπὸ βρόντους κι’ ἀπὸ φέσταις θὰ ’συχάσ’ ἡ γειτονιά,
Φεύγεις, φεύγεις, κι’ οἱ γειτόνοι τοὺς γιακάδες των τινάζουν,
σύρε ’στὸ καλὸ φωνάζουν,
ἐλελεῦ, ἀλχημιστή,
μάγε καὶ πνευματιστή.
Φεύγεις, ξύλινε Στρατάρχη καὶ ξυλένια φαμελιά,
κακαρίζουν τὰ κοκόρια καὶ γαυγίζουν τὰ σκυλιά,
καὶ τ’ ἀπλήρωτα τὰ χρέη σοῦ γυρεύ’ ἡ Μιχαλοῦ,
παρακάθισες μαζί μας, τώρα κάθισε κι’ ἀλλοῦ.
[1] Εφημερίδα «Ο ΡΩΜΗΟΣ», αριθμ. 674, 18 Σεπτεμβρίου 1899, σελ. 1-4.
[2] Αναφέρεται στο περίφημο υφαντήριο της οικογένειας των Γοβελίνων στο Σεβρ (Sevres) της Γαλλίας, περίπου δέκα χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Πρωτοπόρησε σε μεθόδους βαφής και κατά τον 19ο αιώνα παρήγαγε έξοχα υφαντά με αντίγραφα σημαντικών έργων σύγχρονων ζωγράφων της εποχής.
[3] Ο Γάλλος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και Ακαδημαϊκός Φραγκίσκος Κοππέ (François Coppée 1842-1908), ο αποκαλούμενος και «ποιητής των ταπεινών», ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα, όπου σημαντικά έργα του είχαν μεταφραστεί και παρουσιαστεί από σκηνής. Επίσης, πλήθος διηγημάτων του δημοσιεύθηκαν μεταφρασμένα σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.
[4] Στέφανος Σκουλούδης: Κροίσος ομογενής από την Κωνσταντινούπολη. Γεννήθηκε στη Βασιλεύουσα το 1838 και φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακαμπτος και αμετακίνητος στις απόψεις του, υπηρέτησε την πλευρά των Βασιλικών στη διαμάχη με τους Βενιζελικούς. Ενόσω ακόμα διατελούσε τραπεζίτης στην Κωνσταντινούπολη, παρήγγειλε να ανεγείρουν το Μέγαρό του στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί οργανώνει εκδηλώσεις και στεγάζει τις μοναδικές συλλογές πινάκων και έργων τέχνης. Εκλέχθηκε επενειλημμένα βουλευτής, χρημάτισε Υπουργός Ναυτικών και Εξωτερικών επί Χαρίλαου Τρικούπη και ανέλαβε Πρωθυπουργός το κρίσιμο 9μηνο από τον Οκτώβριο 1915 μέχρι τον Ιούνιο 1916. Κατηγορήθηκε από τους Βενιζελικούς για εσχάτη προδοσία και έφυγε από τη ζωή το 1928 αφού φρόντισε να κληροδοτήσει τις συλλογές του στην Εθνική Πινακοθήκη. Η τραγική ειρωνεία είναι πως την έκθεση με τα έργα του εγκαινίασε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
[5] Εννοεί τον Θεόδωρο Δεληγιάννη.
[6] Ο Νικόλαος Λεβίδης (1848-1941), γιος του Κωνσταντινουπολίτη Δημήτριου Λεβίδη (1806-1893), υπήρξε ένας από τους σημαντικούς Αττικάρχες στα τέλη του 19ου – αρχές 20ού αιώνα. Διδάκτορας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Δημοτικός Σύμβουλος του Δήμου Αθηναίων (1879-1883) και εκ των ιδρυτών του «ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ», εκλέχθηκε κατ’ επανάληψη βουλευτής Αττικής, διετέλεσε Υπουργός Ναυτικών (1895-1897), Δικαιοσύνης (1903), Εσωτερικών (1903-1908), Πρόεδρος της Βουλής (1906-1908) και Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης (1921). Κατέλιπε πλούσιο υλικό ιστορικών απομνημονευμάτων.
[7] Πρόκειται για τη θρυλική επιθεώρηση «Ξιφίρ Φαλέρ». Όπως εξηγεί ο Θεόδωρος Βελλιανίτης, ο παράδοξος αυτός τίτλος της επιθεώρησης είναι παραποιημένος στίχος του Εξαρχόπουλου «λερ μπαλέρ ξιφίρ μπαλέρ», ο οποίος χρησιμοποιείτο με την έννοια των ακατάλληλων και ασυνάρτητων λόγων. Η επιθεώρηση αποτέλεσε το «μεγαλύτερον θεατρικόν γεγονός της Ελλάδος», όπως σημείωνε η εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΙ» στις 15 Ιουνίου 1916, μια μέρα πριν ξεκινήσει η πρώτη της παράσταση από τον θίασο Κονταράτου στο Φάληρο. Στη διαμόρφωση του κειμένου συνέβαλαν τρεις διακεκριμένοι εκπρόσωποι του συγγραφικού κατεστημένου της εποχής: ο διευθυντής της εφημερίδας «ΑΘΗΝΑΙ» και βουλευτής Ψαρών του κόμματος Φιλελευθέρων, Γεώργιος Πωπ, ο γνωστός θεατρικός συγγραφέας και ιστορικός του θεάτρου Νικόλαος Λάσκαρης και ο συγγραφέας πατριωτικών δραμάτων Μιλτιάδης Λιδωρίκης. Για τη μουσική επένδυση συνεργάστηκαν τρεις συνθέτες: ο μαέστρος Στέφανος Βαλτετσιώτης του θιάσου «Κονταράτου», ο συνθέτης Α. Βουτσίνας και ειδικά για την παρέλαση της Β’ πράξης και τον βασιλικό θούριο «Του Αητού ο γυιός» ο επιθεωρητής μουσικός Σπ. Καίσαρης.
[8] Ο Σπ. Μερκούρης (1856-1939) θεωρείται από τις επιφανείς προσωπικότητες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Γιατρός και Δήμαρχος Αθηναίων, ως φοιτητής ανέπτυξε πλούσια εθνική δράση, υποστηρίζοντας με θέρμη τα απελευθερωτικά κινήματα Κρήτης και Μακεδονίας. Ιδιαίτερα δημοφιλής ως Διευθυντής του Δημοτικού Νοσοκομείου από το 1881, εκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων, για πρώτη φορά, το 1899 και επανεκλέχθηκε το 1903 -στις πιο βίαιες δημοτικές εκλογές της αθηναϊκής ιστορίας- και το 1907. Διαφώνησε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ηττήθηκε στις δημοτικές εκλογές του 1914 από τον Εμμανουήλ Μπενάκη και ενεπλάκη στις αντιπαραθέσεις Βασιλικών-Βενιζελικών. Επανεκλέχθηκε Δήμαρχος Αθηναίων το 1929 και έλαβε μέρος, για τελευταία φορά, το 1934, οπότε και ηττήθηκε από τον Κώστα Κοτζιά.
[9] Κερβάνι = εξελληνισμός του τουρκικού kervan = καραβάνι.