Η ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΣ[1]
Ἀκούσατε καὶ τὴν πλέον ἀπίστευτον μετακόμισιν ἡ ὁποία ἐσημειώθη εἰς τὰ χρονικά τοῦ Ἀθηναϊκοῦ αὐτοῦ ἐθίμου. Γνωστός μου κύριος ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν μανίαν, ὅπως κάθε βέρος Ἀθηναῖος, ν’ ἀλλάζῃ σπίτι κάθε πρώτην Σεπτεμβρίου διὰ τὴν εὐχαρίστησιν καὶ μόνον τῆς μετακομίσεως, ἦτο γιὰ νὰ σκάσῃ ποῦ δι’ ἀγνώστους λόγους δὲν κατώρθωνεν ἐφέτος νὰ γευθῇ τὴν ἡδονὴν αὐτὴν τὴν ὁποίαν γεύεται τώρα ἐπὶ ὁλόκληρον τριακονταετίαν. Τὸν εἶχα συναντήσει πρὸ μηνὸς καὶ πλέον, ὅταν ὅλοι ὅσοι θὰ μετήλασσον οἴκημα, εἶχον εἰδοποιήσει τὸν σπιτονοικοκύρην των, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐκόλλησεν εἰς τὴν πλάτην –δηλαδὴ τοῦ σπιτιοῦ των– τὸ ἐνοικιαστήριον μὲ γράμματα ἀναγινωσκόμενα ἀπὸ ἑνὸς χιλιομέτρου ἀπόστασιν. Ἐπειδὴ ἐζητοῦσα ἤδη σπίτι ἔλαβα τὸ θάρρος νὰ ἐρωτήσω τὸν γνωστόν μου κύριον, ἐὰν πρόκειται νὰ μετακομίσῃ ἀπὸ τὸ ἰδικόν του, διότι νὰ σᾶς πῶ τὴν ἀλήθειαν, τὸ εὕρισκα πολύ τοῦ γούστου μου.
Ὄχι, φίλε μου, μοῦ ἀπήντησε περίλυπος, δὲν θὰ μετακομίσω ἐφέτος.
― Μὰ καὶ βέβαια δὲν πρέπει νὰ μετακομίσετε. Τέτοιο σπίτι εἶνε πραγματικὸν εὕρημα. Καινούργιο, μὲ ἠλεκτρικό, εὐάερο κεντρικό, πλακοστρωμένο, οἰκονομικὸ σχετικῶς, κόμοδο ἐπὶ τέλους, εἶνε σπίτι ποῦ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ περάσῃ ὅλην του τὴν ζωήν.
― Μὲ συγχωρεῖτε. Δὲν εἶνε ὅπως τὸ λέτε. Ἢ καλλίτερα ἐγὼ δὲν τὸ βλέπω ὅπως τὸ βλέπετε ἐσεῖς καὶ ὅπως τὸ ἔβλεπα πέρυσι ποῦ τὸ ἔπιασα.
― Μήπως ἀνακαλύψατε ἐλαττώματα; Μήπως δὲν ἔχει νερὸ τὸ καλοκαῖρι ὅπως τὸ δικό μου; Μήπως ἔχει κατσαρίδες; Μήπως μυρίζει ἡ καταβόθρα του;
― Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Δὲν εἶνε πλέον τοῦ γούστου μου, διότι ἐκάθησα εἰς αὐτὸ πάρα πολὺ καὶ θέλω νὰ φύγω, γιατί πρέπει νὰ φύγω ὅπως φεύγω κάθε χρόνο τὴν 1ην Σεπτεμβρίου. Διαφορετικὰ θὰ ζήσω δυστυχὴς ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρον ἔτος.
― Ὥστε ἴσως φύγετε λοιπόν.
― Δυστυχῶς ὄχι. Ὑπάρχουν λόγοι ἀνώτεροι τῆς θελήσεώς μου οἱ ὁποῖοι μ’ ἐξαναγκάζουν νὰ μείνω καὶ αὐτὸ θὰ μὲ κάμῃ νὰ σκάσω κυριολεκτικῶς.
Τὸν ἄφησα καὶ ἔφυγα. Εἶχα λησμονήσει ὅλην αὐτὴν τὴν συζήτησιν ὅταν πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος, περνῶντας τυχαίως ἀπὸ τὸν δρόμον του, εἶδα εἰς τὸ μπαλκόνι του ἕνα τεράστιον ἐνοικιαστήριον. Ὁ γνωστός μου κύριος, εἶπα μέσα μου, θὰ εἶνε τώρα εὐτυχής. Ἀπεφάσισε φαίνεται ν’ ἀλλάξῃ σπίτι. Ἐπροχώρησα ὀλίγα βήματα καὶ τὸν εἶδα νὰ βγαίνῃ ἀπὸ τὴν πόρτα του εὐχαριστημένος καὶ μακάριος. Ἐγελοῦσαν ὡς καὶ τὰ μουστάκια του ἀκόμη.
― Ὥστε φεύγετε;
― Ἔ, τί νὰ κάμω. Πρέπει βλέπετε νὰ μὴν παραβαίνῃ κανεὶς τὰς συνηθείας του. Ἀλλὰ τὸ σπίτι ἐνοικιάστηκεν αὐτὴ τὴ στιγμὴ ξέρετε.
― Μὰ τότε πῶς δὲν βγάλατε τὸ ἐνοικιαστήριον;
― Ἆ, τὸ ξέχασα. Αὔριο θὰ τὸ βγάλω.
Ἐλησμόνησα νὰ τὸν ἐρωτήσω ποῦ ἔπιασε σπίτι. Οὔτε καὶ μ’ ἐνδιέφερεν ἄλλωστε. Ὅτε χθὲς τὸν εἶδα ἔξαφνα ἀνάμεσα ἀπὸ τρεῖς ἀχθοφόρους, ἀπὸ ἔπιπλα, ἀπὸ κάρρα, ἀπὸ φωνές, ἀπὸ θόρυβο. Ἔκαμε μετακόμισιν.
Ἀλλὰ ποῦ νομίζετε; Εἰς τὸ ἴδιον σπίτι, εἰς τὸ ἴδιον πάτωμα. Τὸ εὑρίσκετε ἀπίστευτον καὶ ὅμως εἶνε πλέον ἢ ἀληθές. Ὁ γνωστός μου κύριος, ἐπειδὴ φαίνεται εὕρισκε τὸ σπίτι του θαυμάσιον αὐτὴν τὴν φορὰν δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀφήσῃ ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ μὴν ἀπολαύσῃ πάλιν τὰς ἠδονὰς τῆς μετακομίσεως. Λοιπὸν τί ἐσκέφθη;
Νὰ μετακομίσῃ ἐντὸς τῶν δωματίων του. Ἡ κρεββατοκάμαρα ἔγινε γραφεῖον, τὸ γραφεῖον σαλόνι, τὸ σαλόνι κρεββατοκάμαρα καὶ ἔτσι ὅλα τὰ ἔκαμεν ἄνω κάτου.
Ἐπλήρωσε τὸν φόρον τῆς μετακομίσεως καὶ ἔμεινεν εὐχαριστημένος μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι δὲν ἀπηρνήθη τὴν ἀρχαίαν του συνήθειαν. Ὑπάρχουν βλέπετε καὶ μανιώδεις ὄχι μόνον διὰ τὰ χαρτιὰ καὶ τὸν ἔρωτα ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν μετακόμισιν.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΚΙΠΗΣ
[1] Σωτήρης Σκίπης, «Η ΜΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΣ», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 1 Σεπτεμβρίου 1913, σελ. 1. Στην εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΙΝΗ», 2 Σεπτεμβρίου 1921, σελ. 1 δημοσιεύθηκε κείμενο το οποίο υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΙΣ» και το ψευδώνυμο «ΕΣΠΕΡΟΣ» ομοιάζει κατά πολύ με το κείμενο αυτό του Σωτήρη Σκίπη.