Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ (1913)

Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ[1]

 

Τὴν 1ην Σεπτεμβρίου, μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας χιλιάδας τῶν Ἀθηναίων, ἄλλαξε κι’ ὁ φίλος μας σπίτι. Εἶχε κυττάξῃ νὰ εἶνε μεσημβρινόν, –ἡ μανία του–, καὶ νὰ μὴ συνορεύῃ μὲ μαρμαρογλυφεῖον, μὲ σιδηρουργεῖον ἢ μὲ πεταλωτήριον. Διὰ τὰ ἄλλα δὲν τὸν ἔμελε καὶ τόσον πολύ, κ’ ἐπεφυλάσσετο νὰ ἐξετάσῃ τὴν ποιότητα τῆς καινούργιας γειτονιᾶς, –εἰς τὰς λεπτομερείας, ὅπως μᾶς ἔλεγε,– μετὰ τὴν ἐγκατάστασιν. Διότι ἡ θεωρία του, πολὺ ὀρθὴ θεωρία, εἶνε ὅτι δὲν εἰμπορεῖ κανεὶς οὔτε νὰ τὰ προβλέψῃ, οὔτε νὰ τὰ εὕρῃ ὅλα, κ’ ἐκτὸς τῶν στοιχειωδῶν, διὰ τὰ ὁποία, ὡς εἴπαμεν ἐφρόντιζε, τὰ λοιπὰ ἀνέθετεν εἰς τὴν τύχην. «Ἂν εἶμαι τυχερός, ἔλεγε, τὸ ἀπάνω σπίτι δὲν θὰ ἔχῃ πιάνο καὶ τρεῖς δεσποινίδας, μαθητρίας τοῦ ᾩδείου. Ἂν εἶμαι τυχερός, ἡ ἀντικρυνὴ μου γειτόνισσα δὲν

θὰ εἶνε τέρας ἀσχημίας ἢ δυστροπίας. Καὶ ἂν εἶμαι πολὺ-πολὺ τυχερός, θὰ ὑπάρχῃ στὴ γειτονειὰ κ’ ἕνα πλάσμα, ποῦ θὰ χαίρομαι νὰ τὸ βλέπω…».

Ἐκεῖνο λοιπὸν τὸ βράδυ ποῦ ἦλθε νὰ μᾶς εὕρῃ εἰς τὸ καφενεῖον, -καὶ ἔχει νὰ φανῇ δύο-τρία βράδυα ἐξ αἰτίας τῆς μετακομίσεως- ἦτο εὐθυμότατος κ’ ἐνθουσιασμένος.

― Ἐκατάλαβα! εἶπε κάποιος ἀπὸ τὴν παρέαν· ἡ καινούργια γειτονιά.

― Ναί, ναί, ἀνέκραξεν ὁ φίλος μας ἀμέσως, εἶνε εὕρημα! Καὶ φαντασθῆτε ὅτι ὡς σήμερα τὸ μεσημέρι ἤμουν σχεδόν ἀπηλπισμένος. Δὲν εἶχα ἰδῇ τίποτε ἔκτακτο. Ὅλο κοινά, συνηθισμένα, ἀσήμαντα. Δύο-τρία κορίτσια, οὔτε εὔμορφα, οὔτε ἄσχημα. Ἕνα ἄλλο ὑποφερτό… ἕνα ἄλλο τέρας–ἀλλ’ εὐτυχῶς πολὺ παρακάτω ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Πιάνο δὲν ἄκουσα πουθενὰ ὡς τώρα, ἄκουσα ὅμως ἓν’ ἀρχάριο βιολί. Ἔπειτα, καὶ κάποιο «μακαρονοποιεῖον ἠλεκτροκίνητον» ποῦ θορυβεῖ ὅλη τὴν ἡμέραν ρυθμικώτατα, ὀπίσω ἀπὸ τὴν αὐλὴ μας, εἶνε ἀρκετὸς πονοκέφαλος… Ἀλλὰ νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, ὅταν τὸ μεσημέρι, ἀφοῦ ἐκρέμασα κάτι εἰκόνες στοὺς τοίχους τοῦ γραφείου, βγῆκα λίγο εἰς τὸ παράθυρο, διὰ νὰ ἀνακαλύψω τίποτε εὐχάριστο, ποιόν, νομίζετε ὅτι βλέπω; Ἕνα παλῃό, ἀγαπημένο μου φίλο, συμφοιτητή μου μιὰ φορά, ποῦ φάγαμε μαζὶ ψωμί κι ἁλάτι καὶ ποῦ τά τελευταῖα αὐτὰ χρόνια εἶχα χάσῃ τὰ ἴχνη του! Νεόπαντρος, κατοικεῖ μὲ τὴ γυναῖκά του καὶ μὲ τὴ μητέρα του, στὸ διπλανό μας. Τὸν ἔχω τώρα γείτονα!… Νά τί ἐκπλήξεις παρουσιάζει ἡ καινούργια γειτονειά!

Ἀλλ’ ἡ παρέα δὲν ἐννοοῦσε πολὺ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ φίλου μας ἀπὸ αὐτὴν τὴν διήγησιν.

― Βρὲ ἀδελφέ, δὲν εἶνε καὶ τόσο σπουδαῖο, εἶπε κἄποιος, τὸν χαμένο σου συμφοιτητὴ μποροῦσες νὰ τὸν συναντήσεις μία μέρα καὶ στὸ Σύνταγμα.

― Μ’ ἀφίστε με λοιπὸν νὰ τελειώσω! διέκοψεν ὁ φίλος μας, δὲν ἐτελείωσα ἀκόμη!…

Δέν εἶχε παρέλθῃ ἀκόμη ἡ συγκίνησις καί ἡ χαρὰ μου διὰ τὴν ἀνακάλυψιν αὐτοῦ τοῦ γείτονος, -καί πάλιν σᾶς βεβαιῶ ὅτι δὲν εἶνε μικρό πρᾶγμα! συλλογισθῆτε μόνον ν΄ ἀνεκάλυπτα δίπλα μου τὸν χειρότερό μου ἐχθρό!…–ὅταν ἀπὸ τὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ δρόμου, βλέπω νὰ ἔρχεται καμαρωτό-καμαρωτό ἕνα κορίτσι. Ἐφοροῦσε ταξιδιωτικὰ καὶ τὸ συνῴδευε ἕνας ὑπηρέτης ποῦ κρατοῦσε μία μικρή βαλίζα.

Φαίνεται, ὅτι θὰ ἐγύριζε ἀπό καμμιὰ ἐξοχή. Μὰ τί ἄγγελος, φίλοι μου; Πλάσμα ξανθὸ καὶ ἀπερίγραπτο! Τί χάρις, τί σίκ, τί δροσιά, τί γοβάκι, τί γάμπα! Ἄλλο νὰ σᾶς λέω κι’ ἄλλο νὰ τὸ βλέπετε…Ὅσο ἐπλησίαζε κατὰ τὸ σπίτι μας, ἡ καρδιά μου, σᾶς βεβαιῶ, κτυποῦσε ἀπὸ ἀγωνία: Γειτόνισσα εἶνε, κοντὰ μου θὰ τὴν ἔχω ἤ ἁπλῶς περαστική;…Ἔ! φαντασθῆτε τὴ χαρὰ μου, ὅταν τὴν εἶδα νὰ μπαίνῃ ἴσα-ἴσα στὸ ἀντικρυνό μου, καὶ ἄκουσα εὐθὺς ἀπὸ μέσα φωνὰς ἐκπλήξεως, γέλοια καί μὰτς-μούτς:

― Ὤ καλῶς τὴν Πόπη! Καλέ, ἡ Πόπη!…

Πῶς ἔτσι ξαφνικά;…

― Ἔ, αὐτὸ πιὰ κάτι πάει κι’ ἔρχεται, εἶπεν ἕνας ἀπὸ τὴν παρέαν. Μὰ εἶνε ἀλήθεια, τόσο ὤμμορφη;

― Πλάσμα, σοῦ λέω, πλάσμα!

― Καὶ τί ἡλικίας;

― Ὅ,τι χρειάζεται. Δεκαοχτώ, εἴκοσι τό πολύ… Μὰ φορεῖ ἀκόμη κοντὰ καὶ τὸ θέλγητρον ἐπαυξάνει… Μάλιστα! Αὐτὸ τὸ πλάσμα, ποῦ ἄν τὸ συναντοῦσα κατὰ τύχη στὸ δρόμο, θὰ τὸ ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω καὶ θὰ ἤμουν ἱκανός νά φθάσω στοῦ Μιχάλβοδα[2] ἤ ’ςτὰ Τουρκοβούνια, γιὰ νὰ ἰδῶ ποῦ κάθεται, τὸ ἔχω γειτόνισσα. Καὶ τί γειτόνισσα; Καθαυτὸ ἀντικρυνή. Γιατὶ σὲ λίγο εἶδα ἕνα παράθυρο, ἀντίκρυ στὸ παράθυρο τοῦ γραφείου μου, κλειστὸ ὡς ἐκείνη τὴ στιγμή, νὰ διαπλατύνεται ἄξαφνα καὶ νὰ προβάλλῃ τὸ προσωπάκι τῆς Πόπης, χωρὶς βέλο, χωρὶς καπέλλο, πανεύμορφο μέσ’ ’ςτὰ χρυσᾶ μαλλιά. Εἶνε ἡ κάμαρά της!

― Ἔ… τὸ δοκιμαστικὸ κόρτε ἄρχισε;

― Αὐτοστιγμεί!

― Καὶ τί καπνὸ φουμάρει ἡ ὡραία γειτόνισσα;

― Μά…μᾶλλον εὔκολη. Ἀλλὰ τί τὰ θέλετε!

Καὶ δύσκολη νὰ εἶνε, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ δυσκολευθῇ κανείς…Ἐπὶ τέλους καὶ μόνο νὰ τὴ βλέπῃ. –‘ςτὴν κάμαρά της,– φθάνει.

― Φίλε μου, θὰ ἐρχόμαστε νὰ σὲ βλέπουμε συχνά…

― Ἆ, μὲ συγχωρεῖτε! Πρὸς τὸ παρὸν δὲν δέχομαι κανένα. Ξέρετε, τὸ σπίτι εἶνε ἀκόμη ἄνω –κάτω. Ἀργότερα… νὰ τακτοποιηθοῦν τὰ πράγματα, νὰ καθορισθοῦν αἱ σχέσεις… ἔ, τότε πιὰ βλέπουμε!

 

Γρηγ. Ξενόπουλος

 

 

[1] Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Η ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΓΕΙΤΟΝΙΑ», εφημερίδα «ΕΛΛΑΣ», 5 Σεπτεμβρίου 1913, σελ. 2.

[2] Ο Μιχαήλ Σούτσος ή Μιχαήλ Βόδας, μεγάλος διερμηνέας της Πύλης, μέλος του ιδιαίτερου Συμβουλίου του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’, ήταν μία εξαιρετική φυσιογνωμία. Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη το 1784. Σύζυγός του υπήρξε η Ρωξάνη Σούτσου, κόρη του Ιωάννου Καρατζά. Το 1818 διορίσθηκε ηγεμών της Βλαχίας και το 1820 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Όταν ο Υψηλάντης εισέβαλε στη Μολδαβία, ο Σούτσος τάχθηκε υπέρ του. Επί Καποδίστρια διορίστηκε Πρέσβης της Ελλάδος στο Παρίσι, θέση που ανέλαβε και επί Όθωνος. Στη συνέχεια διετέλεσε Πρέσβης της Ελλάδος στο Λονδίνο και την Πετρούπολη, αλλά όταν επέστρεψε στην Ελλάδα το 1839 διορίστηκε Σύμβουλος της Επικρατείας. Πέθανε το 1864. Το σπίτι του ήταν το κέντρο της αριστοκρατίας των Φαναριωτών. Βρισκόταν εντός ενός μεγάλου κτήματος γεμάτου δέντρα που ξεκινούσε από την οδό Αχαρνών και απλωνόταν προς τον σταθμό του σιδηροδρόμου Πελοποννήσου. Για να φθάσει κανείς στην είσοδο του κτήματος, που ήταν προς την οδό Αχαρνών, εισερχόταν από την οδό Ηπείρου. Προς τιμήν του ονομάστηκε Μιχάηλ Βόδα η γνωστή οδός των Αθηνών, εκεί όπου βρισκόταν το κτήμα του.