Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΝ ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΑΡΑΜΟΝΑΣ ΤΗΣ 1ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1935)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΕΩΝ

ΕΙΣ ΤΑΣ ΠΑΡΑΜΟΝΑΣ ΤΗΣ 1ΗΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]

ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΙΚΙΑ

 

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀρχίζει ἡ ἀθηναϊκὴ καντρίλια. Ἐπαναλαμβάνεται ἀνελλιπῶς κάθε χρόνο. Εἶνε ἀπὸ τὶς λίγες παραδόσεις ποὺ δὲν τὸ βάζουν κάτω. Τὰ Πετράλωνα ἐννοοῦν νὰ ξεκινήσουν γιὰ τοὺς Ἀμπελοκήπους, οἱ Ἀμπελόκηποι γιὰ τὴν Κολοκυθού, ἡ Κολοκυθοὺ γιὰ τὸ τέρμα Πατησίων.

Γιατὶ ὅλη αὐτὴ ἡ φασαρία; Μὴ τὸ ἀναζητήσετε εἰς λόγους ἐξωτερικούς. Τὸ γιατὶ βρίσκεται μέσα εἰς τὴν ψυχή μας. Δὲν μᾶς κατέταξαν ἄδικα μεταξὺ τῶν λαῶν ποὺ ἔχουν τὴν μανίαν τοῦ ταξειδιοῦ. Τὸ μεγαλείτερο ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ ἐγνώρισαν οἱ αἰῶνες. Ὅλα κάποτε θὰ περάσουν. Ἡ λαχτάρα τοῦ ταξειδιοῦ θὰ μᾶς συνοδεύσῃ ὡς τὴν τελευταία στιγμή. Ὁ Πανιὸλ[2] τὴν παρουσίασεν ἀριστοτεχνικὰ μὲ τὸν «Μάριό» του. Ἔχει τὸ βίτσιο τοῦ μακρυνοῦ ταξειδιοῦ. Οὔτε ἡ πατρίδα του, οὔτε ὁ πατέρας του, οὔτε ἡ μνηστή του μποροῦν νὰ τὸν συγκρατήσουν.

Ἕνα Μάριο, ποιὸς λίγο, ποιὸς πολύ, κρύβουμε ὅλοι μέσα μας. Ἕναν ἀνήσυχο ἀλήτη ποὺ δὲν μᾶς ἀφίνει νὰ γαληνέψουμε. Μᾶς σέρνει πότε ἀπ’ ἐδῶ καὶ πότε ἀπ’ ἐκεῖ. Ὅταν δὲν τὰ καταφέρνουμε ν’ ἀποδράσωμε στὸ ἐξωτερικὸ καταφεύγουμε στὸ ἐσωτερικό. Ἂν κι’ αὐτὸ μᾶς εἶναι ἀδύνατο περιπλανώμεθα ἀπὸ γειτονιὰ σὲ γειτονιά.

Κάθε χρόνο γίνεται αὐτὴ ἡ δουλειά. Θὰ ἐπαναληφθῇ καὶ φέτος. Ἡ μισὴ Ἀθήνα εἶναι στὰ πανιά. Ἡ τηλεφωνικὴ ἑταιρεία δὲν προφθαίνει νὰ δέχεται αἰτήσεις συνδρομητῶν της ποὺ ζητοῦν νὰ τοὺς μεταφέρῃ τὸ τηλέφωνον. Κάρρα καὶ καμιόνια ἔχουν ἐπιστρατευθῇ.

Ἕνα συμβόλαιον σπιτιοῦ σὲ ξένες πόλεις εἶνε διαρκείας τριῶν, πέντε, δέκα ἐτῶν. Μπαίνει κανεὶς κάτω ἀπὸ μιὰ στέγη μὲ τὴν ἀπόφασι νὰ γεράσῃ. Πρέπει νὰ συντρέξουν λόγοι γιὰ νὰ τὴν ἐγκαταλείψη.

Ἐδῶ δυσφοροῦμε καὶ μὲ τὸ δωδεκάμηνον ἀκόμη, μὲ τὸ ὁποῖον δεσμευόμεθα. Δώδεκα μῆνες. Μιὰ ζωή. Ἂν μποροῦσε νὰ εἶχε κανεὶς τὴν στέγη του χωρὶς συμβόλαιο…

Νὰ τὴν βαρυέται τὸ Σαββατόβραδο καὶ νὰ τὴν ἐγκαταλείπῃ τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί. Νὰ εἶναι πάντα ἐλεύθερος μὲ τὶς βαλίτσες στὸ χέρι σὰν ἔνοικος ξενοδοχείου.

Μήπως δὲν ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ οἰκογένειες ποὺ μένουν διαρκῶς εἰς ξενοδοχεῖα τῶν Ἀθηνῶν; Ἀδιάφορον ἂν κατοικοῦν μὲ τὰ χρόνια στὸ ἴδιο ξενοδοχεῖον. Αἰσθάνονται τὸν ἑαυτό τους ἀδέσμευτον. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν.

Ἂν ἐρωτήσετε ὅλους αὐτοὺς ποὺ θὰ φορτώσουν μεθαύριο τὰς ἀποσκευάς των εἰς ἕνα κάρρο θὰ σᾶς δώσουν καὶ ἀπὸ μία ἐξήγησι: Ἦταν μικρό, ἦταν μεγάλο, ἦταν ἀκριβό, ἦταν ὑψηλό, ἦταν ὑπόγειον. Περνοῦσε τὸ τρὰμ ἀπ’ ἐμπρὸς καὶ τοὺς ἀνησυχοῦσε. Δὲν εἶχε τρὰμ καὶ τοὺς ἐκούραζε. Τὸ κτυποῦσε πολὺ ὁ ἀέρας. Δὲν ἦταν ἀρκετὰ εὐάερο…

Καὶ τί δὲν δημιουργεῖ κανεὶς ὅταν πρόκειται νὰ τακτοποιηθῇ μὲ τὸν ἑαυτόν του! Μὴν τοὺς πιστέψετε. Φεύγουν γιατί δὲν μποροῦν νὰ μείνουν, διότι ἔχουν τὸ βίτσιο τους. Τὴν ἀρρώστια τῆς πλήξεως, τὴν μανίαν τῆς μεταβολῆς. Τοὺς ἐκούρασε ἡ ἐπανάληψις. Βαρέθηκαν τὸν γείτονα. Τοὺς κτυπᾷ στὰ νεῦρα ὁ διπλανὸς μπακάλης, ὁ ἀριθμὸς τοῦ λεωφορείου ποὺ παίρνουν, ἡ κρεββατοκάμαρα ποὺ κοιμοῦνται ἐπὶ ἕνα χρόνο. Ἂν μποροῦσαν νὰ ρημάξουν τὰ κρεββάτια, τὶς καρέκλες, τὰ πηρούνια, θὰ τὸ ἔκαμναν εὐχαρίστως. Δὲν μποροῦν ν’ ἀλλάξουν τὸ περιεχόμενον, ἀλλάζουν τὸ περιέχον. Ξεπορτοῦν. Ἀπολαμβάνουν τὴν χαρὰ τῆς βαλίτσας ποὺ δένεται, τοῦ μπαούλου ποὺ φορτώνεται στὸ κάρρο, τῆς ἀναστατώσεως τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἀδειάζει, τοῦ σπιτιοῦ ποὺ θὰ τοὺς δεχθῇ.

Ἔχουν τὴν ἐντύπωσι τοῦ ταξειδιοῦ. Ἴδια εἶνε ἡ συγκίνησις εἴτε μικρὸ εἴτε μεγάλο ταξεῖδι ἐπιχειροῦμε, εἴτε τὴν πόλι μας ἀλλάζουμε, εἴτε τὴν γειτονιά μας. Εἰς τὴν καμπὴν τοῦ δρόμου ποὺ μας ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ παλῃὸ μας σπίτι θὰ νοιώσουμε τὴν πίκρα τοῦ χωρισμοῦ. Εἶχε τὶς καλές του καὶ τὶς κακές του στιγμές. Κἄτι ἀφήσαμε στοὺς τοίχους ἀπὸ τὴν ψυχή μας. Εἰς τὸ νέο ποὺ πηγαίνουμε μᾶς περιμένει ἡ χαρὰ τοῦ ἀγνώστου. Μιὰ ἄγραφη σελίδα ἀνοίγεται ἐμπρός μας. Νέοι θόρυβοι θὰ μᾶς ξυπνήσουν τὸ πρωΐ. Ἄλλο ἦχο θὰ ἔχῃ τὸ κουδούνισμα τοῦ γαλατᾷ. Καὶ ὅταν ἀνοίξουμε τὰ μάτια ἄλλο τὸ χρῶμα τῆς ταπετσαρίας, ἄλλα τὰ σχέδια στὴν ὀροφή.

― Ποῦ βρισκόμαστε;

Ποῦ; Στὸ νέο σπίτι.

 

∞∞∞∞∞

 

Οὔτε καὶ φέτος παρουσιάσθηκαν ἐξαιρετικὲς συνθῆκες ποὺ νὰ δικαιολογοῦν τὴν ὁμαδικὴ μετανάστευσι τῶν Ἀθηναίων. Ὁ οἰκοδομικὸς ὀργασμὸς ἦταν ἐντατικὸς καθ’ ὅλον τὸ ἔτος. Ἡ ἐπίδρασίς του ἐν τούτοις εἰς τὰ ἐνοίκια πολὺ περιωρισμένη.

15 ἕως 20 τοῖς % τῶν ἀθηναϊκῶν σπιτιῶν –μᾶς πληροφοροῦν τὰ μεσιτικὰ γραφεῖα– μένουν χωρὶς ἐνοικιαστάς. Τὰ ἐνοίκια ὅμως δὲν σπάνουν. Τὰ κρατοῦν εἰς τὰ ὑψηλά τους ἐπίπεδα. Κἄποια μείωσις, ὄχι σημαντικὴ καὶ αὐτή, παρατηρεῖται εἰς τὰ τέρματα, ἐκεῖ ἰδίως ὅπου εἶναι δυσχερεῖς αἱ συγκοινωνιακαὶ συνθῆκαι.

Ἀντιθέτως, αἱ πολυκατοικίαι, ὄχι μόνον διατηροῦν τὰ ἐνοίκια, ἀλλὰ καὶ ἔχουν τάσεις ὑπερτιμήσεως. Τὸ δωμάτιον κεντρικῆς πολυκατοικίας κυμαίνεται μεταξὺ 1200 καὶ 1500 δραχμῶν. Ἡ μεσαία δηλαδὴ τάξις ἀποκλείεται. Ἔγιναν εἴδη πολυτελείας αἱ οἰκοδομαί, αἱ ὁποῖαι εἰς ἄλλας πόλεις προορίζονται ἀκριβῶς διὰ τὰς ἐργατικὰς καὶ ἀστικὰς οἰκογενείας. Ἐδῶ θὰ ἀργήσῃ ἀκόμη ὁ «μέσος» Ἀθηναῖος νὰ γνωρίσῃ τὰ ἀγαθὰ τῆς πολυκατοικίας.

Διατηροῦν ἐπίσης τὰ ἐνοίκιά των τὰ μικρὰ σπίτια τῶν δύο καὶ τριῶν δωματίων. Καὶ σπάνια εἶνε καὶ ἀκριβά.

Ὁ οἰκοδομικὸς λοιπὸν πυρετός, ποὺ συνεχίζεται ἔντονος, οὔτε καὶ ἐφέτος εἶχε σημαντικὸν ἀντίκτυπον εἰς τὰ ἐνοίκια. Αὐξάνεται ὁ ἀριθμὸς τῶν σπιτιῶν ποὺ περιμένουν τὸν ἐνοικιαστήν, χωρὶς παραλλήλως νὰ ἐλαττώνονται τὰ ἐνοίκια. Ὁ νόμος τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς ζητήσεως ἐναυάγησε ἐπάνω εἰς τοὺς τοίχους τῶν ἀθηναϊκῶν ἀκινήτων.

Ἡ διαπίστωσις αὐτὴ δὲν θὰ ἀνακόψῃ καὶ φέτος τὸ ρεῦμα τῆς μετοικεσίας. Ἡ μετακίνησις πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ γίνῃ, ἔστω καὶ ἂν ἡ νέα στέγη δὲν ἐξασφαλίζει εὐνοϊκώτερους ὅρους.

Ἐξασφαλίζει τὴν μεταβολὴν τοῦ περιβάλλοντος, τὴν ἀλλαγὴν τῶν συνηθειῶν. Δίδει τὴν ἐντύπωσιν τῆς ἀποδημίας. Τὴν συγκίνησιν τοῦ χωρισμοῦ ἀπὸ τὰ παλαιά, τὴν χαρὰν τῆς γνωριμίας μὲ τὰ νέα.

Αἰώνιοι ταξιδευταί, μὲ τὴν δίψα τοῦ ἀγνώστου, μὲ τὴν ἀνησυχία στὴν ψυχή, ἂν δὲν ἔχουμε τὰ μονόξυλα, ἂν δὲν φθάνουμε τὰ φτερὰ τοῦ ἀεροπλάνου ἢ τουλάχιστον τὸ κατάστρωμα τοῦ καραβιοῦ, ἂν ἡ μιζέρια τῆς ζωῆς μᾶς κρατεῖ εἰς τὴν πόλιν, φορτώνουμε στὸ κάρρο τὴν ἀνία, τὰ κρεββάτια, τὶς λεκάνες, τὶς σκάφες μας καὶ τραβοῦμε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ περιπλανώμεθα ἀπὸ γειτονιὰ σὲ γειτονιά.

Δὲν εἶνε πρακτικὴ ἡ παλαιὰ αὐτὴ παράδοσις. Εἶνε ὅμως καθαρὰ ἑλληνική. Φέρει ὁλοκάθαρη τὴν σφραγῖδα τοῦ ἔθνους.

Ὁ ξένος ποὺ θὰ ἀναζητήσῃ μὲ ἀπορίαν κάποια ἐξήγησιν τῆς μεθαυριανῆς μεταναστεύσεως, δὲν ἔχει παρὰ ν’ ἀνοίξῃ τὴν μυθολογία καὶ τὴν ἱστορία μας. Θὰ τὸν πείσουν χωρὶς δυσκολία ὅτι ἡ φυλὴ αὐτὴ δὲν ἔχασε τὴν συνέχειά της…

 

Π. Παλαιολόγος

 

[1] Π. Παλαιολόγος, εφημερίδα «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΝΕΑ», 28 Αυγούστου 1935.

[2] O Marcel Paul Pagnol (1895-1974) έγραψε το θεατρικό σενάριο «Marius», το οποίο έγινε ταινία το 1931.