Η ΑΘΗΝΑ ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ (1931)

Η ΑΘΗΝΑ ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ[1]

ΣΠΙΤΙΑ, ΔΩΜΑΤΙΑ, ΥΠΟΓΕΙΑ, ΧΑΜΟΚΕΛΛΕΣ

 Παλαιὰ ἀθηναϊκὴ συνήθεια ἤθελεν ὅλαι αἱ μετακομίσεις, ὅλαι αἱ ἐνοικιάσεις σπιτιῶν καὶ δωματίων νὰ γίνωνται τὸν Ὀκτώβριον. Ἦτο ἡ ἐποχὴ τῆς τακτικῆς μετοικεσίας τῶν Ἀθηναίων. Ἀτελείωτοι πομπαὶ κάρρων καὶ ἀραμπάδων διέσχιζαν ράθυμα τοὺς ἀθηναϊκοὺς δρόμους, μεταφέρουσαι ἔπιπλα, ροῦχα, μπαοῦλα, κασέλες, λουλούδια ἀπὸ τῆς μιᾶς συνοικίας εἰς τὴν ἄλλην. Ἡ φθινοπωρινὴ σαιζὸν ἦτο διὰ τὴν πρωτεύουσαν μία ἐποχὴ μεταβολῆς οἰκογενειακῆς τάξεως, συνηθειῶν, θεμάτων, κουτσομπολιῶν. Καὶ διὰ τοὺς κατοίκους τοῦ κλεινοῦ Ἄστεως ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητος ἡ μεταβολὴ ἐκείνη. Ἐμεσολάβησεν ὅμως ἡ δύσκολος περίοδος τοῦ πολέμου, τὸ ἐνοικιοστάσιον, ἡ φτώχεια καὶ ἡ ὡραία ἀθηναϊκὴ συνήθεια λίγο-λίγο ἐγκαταλείφθη.

Τὸν τελευταῖον ὅμως καιρὸν ἡ ζωὴ εἰς τὸ κλεινὸν Ἄστυ ἤρχισε κάπως νὰ στρώνῃ. Οἱ Ἀθηναῖοι ζητοῦν νὰ ἐπανεύρουν τὶς συνήθειές των, νὰ τακτοποιήσουν τὴν ζωή των. Κάμνουν γι’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ μία ἡρωϊκὴ προσπάθεια, τὴν ὁποίαν συνδυάζουν μὲ τὶς ἀπαιτήσεις τῆς συγχρόνου ζωῆς καὶ μὲ τὶς ἀνάγκες ποὺ ἐδημιούργησε.

Ἡ φθινοπωρινὴ μετακόμισις φαίνεται, εἶνε ἡ ἀλήθεια, ὅτι ἐγκαταλείφθη ὀριστικῶς καὶ γιὰ νὰ τὴν ἐπανεύρωμεν θὰ πρέπῃ νὰ γυρίσωμεν καμμιὰ εἰκοσαριὰ χρόνια πίσω. Ἐν τῷ μεταξὺ ὅμως μὲ τὴν προσπάθεια τῶν Ἀθηναίων νὰ τακτοποιήσουν τὴν ζωήν των, ἡ φθινοπωρινὴ ἀλλαγὴ κατοικίας μετεφέρθη ἕνα τρίμηνο ἐμπρός. Οἱ Ἀθηναῖοι μετακομίζουν στὶς ἀρχὲς τοῦ καλοκαιριοῦ.

Μὴ σᾶς ἐκπλήξῃ. Μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ἀκατάλληλος ἡ ἐποχή, ἀσυμβίβαστος μὲ τὶς παλῃὲς συνήθειες, ἀπ’ ὅ,τι ὅμως μᾶς ἀπέδειξε μία πρόχειρη ἔρευνα συνάγεται χωρὶς δυσκολία πὼς ἡ καλοκαιρινὴ μετακόμισις εἶνε ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔχει καὶ τὴ δικαιολογία του.

Καὶ ὅτι μὲ τὴν ἐποχὴν αὐτὴν γίνεται ἡ μεγαλειτέρα κίνησις γύρω ἀπὸ τὸ νοίκιασμα σπιτιῶν καὶ δωματίων μπορεῖ νὰ τὸ καταλάβῃ κανεὶς ἀπὸ τὰ ἄπειρα ἐνοικιαστήρια ποὺ βλέπετε στοὺς ἀθηναϊκοὺς δρόμους. Νεάπολις, Πλάκα, Πετράλωνα, Πατήσια, ὅλη ἡ Ἀθήνα «ἐνοικιάζεται», ἔχει μεταβληθῆ εἰς δωμάτια, μετὰ κουζίνας, ἐξώστου, λουτροῦ καὶ «ὅλων τῶν εὐκολιῶν» ἐνοικιάζονται ἀππαρτεμάν[2], γκαρσονιέρες, σπίτια, σπιτόπουλα, καλύβες, χαμοκέλλες, ὑπόγεια, ἡμιϋπόγεια.

Ἴσως νὰ πῆτε ὅτι ἡ πληθώρα τῶν ἐνοικιαστηρίων κάθε ἄλλο σημαίνει παρὰ ὅτι ὁ κόσμος ἐνοικιάζει σπίτια καὶ δωμάτια αὐτὴν τὴν ἐποχήν. Δὲν θὰ ἔχετε δίκαιο. Ἁπλῆ σκέψις μπορεῖ νὰ σᾶς κάμῃ ν’ ἀντιληφθῆτε ὅτι γιὰ νὰ ὑπάρχουν τόσα δωμάτια καὶ τόσα σπίτια ἐλεύθερα ὁ κόσμος ποὺ ἐκάθητο μέσα εἰς αὐτὰ ἐγκαταστάθη κάπου ἀλλοῦ, διότι δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ νομισθῇ ὅτι ἔμεινε ἄστεγος. Ὅσο γιὰ ἐκείνους ποὺ πηγαίνουν στὶς ἐξοχές… Εἶνε τόσοι λίγοι… Μόνον ἡ μεγάλη πληθώρα τῶν ἐλευθέρων δωματίων μπορεῖ νὰ ἐξηγηθῇ μὲ τὴν ἀναχώρησι τῶν φοιτητῶν. Αὐτὴ τὴ στιγμὴ ὅμως δὲν πρόκειται κυρίως γιὰ τὰ δωμάτια. Μ’ αὐτὰ θ’ ἀσχοληθοῦμε πάρα κάτω. Πρόκειται γιὰ τὰ σπίτια. Κατὰ μιὰ πρόχειρη στατιστικὴ ἁρμοδίας ὑπηρεσίας τὰ ἐλεύθερα σπίτια στὴν Ἀθήνα αὐτὴ τὴν ἐποχὴ ὑπερβαίνουν τὰς 3000.

Εἴπαμε ὅμως πιὸ πάνω ὅτι ὑπάρχει καὶ ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Ἀθηναῖοι προτιμοῦν νὰ ἐγκαταλείπουν τὰ παλῃά των σπίτια καὶ νὰ γυρεύουν νέα. Ὁ λόγος αὐτὸς πρέπει νὰ ἀποδοθῇ σὲ μιὰ κουτοπόνηρη νεοελληνικὴ σκέψι: Ὅλοι οἱ Ἀθηναῖοι λένε: «Καλοκαῖρι εἶνε τώρα, τὰ σπίτια ξενοικιάζονται, τὰ ἐνοίκια πέφτουν, ἂς φροντίσωμε νὰ ἐπωφεληθοῦμε τῆς ὀκαζιόν». Πῶς ἐδημιουργήθη ὅμως αὐτὴ ἡ ὀκαζιὸν κανεὶς δὲν θέλησε νὰ τὸ μελετήσῃ. Ἔτσι ἐνῷ ἡ κίνησις στὸ νοίκιασμα καὶ τὸ ξενοίκιασμα τῶν δωματίων εἶνε μεγάλη καὶ ὑπάρχουν πάνω ἀπὸ 3000 δωμάτια ἐλεύθερα, αἱ τιμαὶ τῶν ἐνοικίων ἐξακολουθοῦν νὰ βρίσκωνται εἰς ὕψη δυσθεώρητα. Καὶ ὅμως ἀφοῦ τὸ θέλει ἡ ἑλληνικὴ κουτοπονηρία τὰ ἐνοίκια αὐτὴ τὴν ἐποχὴ πρέπει νὰ θεωροῦνται… εὐθηνά!..

 

ΦΟΙΤΗΤΙΚΑ ΔΩΜΑΤΙΑ

 

Ἂν ὅμως ἡ κουτοπόνηρη νεοελληνικὴ σκέψι ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω ἔχει κάπου τὴ δικαίωσί της, αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀναζητήσωμε στὸ νοίκιασμα ἢ μᾶλλον στὸ ξενοίκιασμα φοιτητικῶν δωματίων. Ὅλοι οἱ τοῖχοι τῆς Νεαπόλεως, τῆς Πλάκας καὶ τῶν παρόδων τῆς λεωφόρου Ἀλεξάνδρας εἶνε γεμᾶτοι ἀπὸ ἐνοικιαστήρια. Εἶνε ὅλα γραμμένα στὸ ἰδιότυπο στὺλ τῆς σπιτονοικοκυρᾶς μὲ τὶς ἀπαραίτητες ἀνορθογραφίες. Μοιάζουν δὲ ὅλα μὲ πρόχειρη διαφήμισι τῶν κομφὸρ τοῦ δωματίου τῆς σπιτονοικοκυρᾶς καὶ τοῦ λοιποῦ προσωπικού… της οἰκίας.

Ἡ καλλίτερη ὅμως διαφήμισις –τὴν ξέρουν πολὺ καλὰ ὅσοι νοικιάζουν δωμάτια– εἶνε μία καλὴ στρουμπουλὴ καμαριέρα, μὲ ὅλα… τὰ κομφόρ. Ὁ φοιτητᾶκος θὰ πληρώσῃ ὅσα τοῦ ζητήσουν καὶ θὰ καθήσῃ σ’ ὁποιοδήποτε δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τοῦ ποῦν. Γι’ αὐτὸ ἡ σπιτονοικοκυρὲς ποτὲ δὲν παρουσιάζονται ἡ ἴδιες. Θὰ σᾶς στείλουν πάντοτε μία καμαριέρα ἢ ἕνα δουλικὸ νὰ σᾶς ὑποδεχθῇ καὶ ἂν εἶσθε φοιτητὴς ἢ ἔχετε διατηρήσει ἀκόμη τὴ νοοτροπία τῆς παληᾶς φοιτητικῆς ἡλικίας… ἡ συμφωνία ἐκλείσθη. Ἂν εἶσθε ὅμως «σοβαρὸς κύριος»; Τὶς ξέρετε, ἄλλως τέ, τὶς μικρὲς ἀγγελίες ποὺ ζητοῦν σοβαροὺς κυρίους, τότε θὰ θέλετε ἄλλα κομφόρ. Κατ’ ἀρχήν, τὸ κυριώτερον συστατικὸν ἑνὸς δωματίου ποὺ χρησιμεύει γιὰ σοβαροὺς κυρίους εἶνε ἡ ἰδιαιτέρα εἴσοδος. Ἕνας σοβαρὸς ἄνθρωπος δὲν εἶνε δυνατόν, βρὲ ἀδερφέ, νὰ χρησιμοποιῇ τὸ κοινὸν κορριντὸρ τῆς οἰκογενείας… Μπορεῖ τὸ σπίτι νὰ ἔχῃ κοινὴ σκάλα, ἀλλὰ τὸ δωμάτιο πρέπει νὰ εἶνε ἀνεξάρτητο. Οὔτε σᾶς βλέπουν, οὔτε τοὺς βλέπετε.

Καὶ ἀφοῦ γράφομεν γιὰ δωμάτια «διὰ σοβαροὺς κυρίους» κρίνομεν ἀπαραίτητον νὰ σᾶς κάμωμεν μίαν ὑπόδειξιν. Ἂν εἶσθε «σοβαρός», νὰ μὴ κτυπήσετε τὸ κουδούνι σπιτιοῦ ποὺ νοικιάζει δωμάτια διὰ σοβαρούς. Θὰ πάθετε τρομερὴ προσβολή. Θὰ κατέβῃ ἡ καμαριέρα, θὰ σᾶς κυττάξῃ ἐπὶ ἓν δευτερολεπτὸν καὶ θὰ σᾶς πῇ:

― Γιὰ σᾶς τὸ θέλετε τὸ δωμάτιο;

― Ναί.

― Δὲν κάνει κῦριε.

― Γιατί;

― Εἶναι γιὰ «σοβαρούς».

― Ἐγὼ δὲν εἶμαι σοβαρός;

Ἀντὶ ἀπαντήσεως ὅμως ἡ πόρτα θὰ κλεισθῇ στὰ μοῦτρα σας μετὰ πατάγου.

Μὴ στεναχωρηθῆτε ὅμως. Ὑπάρχουν δωμάτια γιὰ ὅλα τὰ γοῦστα. Ἀφοῦ σᾶς δίνουν δίπλωμα περὶ ἐλλείψεως σοβαρότητος μπορεῖτε νὰ ζητήσετε ἕνα ἄλλο δωμάτιο. Θὰ βρῆτε. Ὑπάρχουν ἀρκετὲς χιλιάδες δωμάτια αὐτὴ τὴν στιγμὴ στὴν Ἀθήνα. Θὰ σᾶς ποῦν μάλιστα: «Ξέρετε, κύριε, τὸ δωμάτιο ἔχει ὅλες τὶς ἐλευθερίες. Μπορεῖτε…».

Ἂν ἡ σπιτονοικοκυρὰ ἀρχίσῃ ἔτσι νὰ εἶσθε βέβαιος ὅτι νοικιάσατε γκαρσονιεροῦλα. Θὰ μείνετε ἱκανοποιημένος. Μία γκαρσονιεροῦλα ἀξίζει πιὸ πολὺ ἀπὸ ἕνα ἁπλὸ δωμάτιο καὶ πρὸ παντὸς ἀπὸ ἕνα δωμάτιο γιὰ σοβαρὸν κύριον.

Τὸ ἀθηναϊκὸ ἐνοικιαστήριον ἔχει τὴν διάθεσι νὰ ἱκανοποιήσῃ ὅλες τὶς σοβαρότητες κι ὅλες τὶς ἀστειότητες. Δυὸ πράγματα μόνο νὰ μὴ ζητήσετε. Ὕπαρξι λουτροῦ καὶ ἔλλειψι κορέων. Οἱ τελευταῖοι ὑπολογίζονται εἰς τὰ κομφὸρ κάθε ἀθηναϊκοῦ σπιτιοῦ καὶ κάθε ἀθηναϊκοῦ δωματίου.

 

[1] Αντώνιος Α. Αντωνακάκης, «Η ΑΘΗΝΑ ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ», εφημερίδα «Η ΒΡΑΔΥΝΗ», 27 Ιουνίου 1931, σελ. 5.

[2] Εξελληνισμός του γαλ. appartement.