Η 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1934)

Η 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]

ΗΜΕΡΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΩΣ. –  ΠΡΟΣ ΕΥΡΕΣΙΝ ΣΤΕΓΗΣ. – Η ΚΑΤ’ ΟΙΚΟΝ ΕΡΕΥΝΑ. – ΑΙ ΑΥΤΟΨΙΑΙ. – ΤΑ ΑΠΡΟΟΠΤΑ. – ΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΩΣ. – ΤΟ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΝ ΑΣΥΛΟΝ. – ΣΠΙΤΙΑ ΚΑΙ ΕΝΟΙΚΙΑ. – Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΔΩΝ.

Τὶς τελευταῖες ἡμέρες γίνεται πολὺ μεγάλος λόγος διὰ τὴν ἄρσιν τοῦ ἐνοικιοστασίου. Οἱ ἰδιοκτῆται μαίνονται ὑπὲρ τῆς ἄρσεως. Ἀντιθέτως οἱ προνομιοῦχοι ἐνοικιασταὶ ἀπειλοῦν θεοὺς καὶ δαίμονας καὶ παραπονοῦνται διὰ τὴν ἀστοργίαν τοῦ κράτους ποὺ τούς… πετάει στοὺς δρόμους. Τέλος, οἱ διάφορες ὀργανώσεις… ἐξοπλίζονται ἐν ἀναμονῇ τῶν ἀποφάσεων τοῦ Ὑπουργείου τῆς Δικαιοσύνης τὸ ὁποῖον εἶνε ἁρμόδιον ἐν προκειμένῳ.

Βεβαίως, ἂν πραγματοποιηθῇ ἡ ἄρσις τοῦ ἐνοικιοστασίου, προμηνύεται γενικὴ ἀναστάτωσις. Ἡ μετοικεσία θὰ προσλάβῃ γενικὸν χαρακτῆρα, διότι εἶναι ἀπολύτως ἐξηκριβωμένον, ὅτι αἱ σχέσεις μισθωτῶν καὶ ἐκμισθωτῶν –αἱ ρυθμιζόμεναι ἀπὸ τὸ ἐνοικιοστάσιον– κάθε ἄλλο παρὰ ἁρμονικαὶ εἶνε.

Ἡ ἡμέρα τῆς ἄρσεως τοῦ ἐνοικιοστασίου, θὰ σημάνῃ τὸν ἐξιλασμὸν εἰκοσαετοῦς πολέμου μεταξύ τοῦ προκλητικοῦ ἐνοικιαστοῦ καὶ τοῦ ἰδιοκτήτου, ποὺ θὰ ἀναπνεύσῃ πλέον μὲ ἀνακούφισιν.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου ἐγγίζει. Ἡ ἡμέρα τῆς γενικῆς μετακινήσεως τῶν Ἀθηναίων καταφθάνει. Τὰ κάρρα καὶ τὰ καμιόνια θὰ φορτωθοῦν σὰν πύργοι τῆς βαβὲλ καὶ τὸ ἀπαραβίαστον οἰκογενειακὸν ἄσυλον θὰ εὑρεθῇ στοὺς δρόμους. Ἡ ἀθηναϊκὴ οἰκογένεια θά… ἐγκληματισθῇ σ’ ἄλλον μαχαλᾶ. Τί θὰ ἦταν ἀλήθεια ἡ ζωὴ χωρὶς ποικιλία;

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ γνώριμος ξυλάρα, ἡ πελεκούδα τοῦ παλῃοῦ καλοῦ καιροῦ, ἐνεφανίσθη κατ’ ἀρχὰς δειλὰ-δειλά, σὰν Ἀθηναία δεσποινὶς τῆς ἐποχῆς τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ τώρα πλημμύρισε πόρτες, παράθυρα, τοίχους καὶ μπαλκόνια. Τὸ κλασικὸν ἐνοικιαστήριον εἶνε εἰς τὴν ἡμερησίαν διάταξιν.

Οἱ παντοειδεῖς τάβλες, σᾶς πληροφοροῦν προπετέστατα καὶ εἰς κάθε σας βῆμα, ὅτι ἡ ἑτοιμόρροπος παράγκα τοῦ καραγκιόζη, ἢ τὸ τσιμέντο –σίδηρο– πορσελανοπηγὲς ἀκίνητον, εὑρίσκεται εἰς τὴν διάθεσίν σας. Τὰ προσόντα του ἀριθμοῦνται κατὰ μυριάδας, καὶ ὁ ἴσκιος του ἐξυμνεῖται πολυειδῶς καὶ πολυτρόπως. Εἶνε εὐήλιον, εὐάερον, ἀνατολικομεσημβρινόν, μεθ’ ἁπάντων τῶν χρειωδῶν καὶ μή.

Δύνασθε νὰ τὸ ἀποκτήσετε συνεπῶς ἀρκεῖ μόνον νὰ συνθηκολογήσητε τόσον μὲ τὴν συνείδησίν σας, ὅσον καὶ μὲ τὸν ἀξιότιμον κύριον ἰδιοκτήτην, ποὺ ζητεῖ ἀφελέστατα διὰ τὴν μίσθωσιν τῆς μιᾶς καὶ ἠμισείας κορφοβριθοῦς κάμαρας, ὁλόκληρον τὸν προϋπολογισμὸν τοῦ Βρεττανικοῦ Θησαυροφυλακείου.

Φυσικά, οἱ ἐνδιαφερόμενοι διὰ τὴν στέγασιν τῆς κάρας καὶ τῶν τεκνίων των Ἀθηναῖοι, τρέπονται εἰς ἄτακτον φυγήν. Ὁπωσδήποτε ὅμως ἡ Ἀθήνα ἐπανακτᾷ πάλι τὸ παλῃὸ της προπολεμικὸ χρῶμα, τῆς γενικῆς Σεπτεμβριανῆς ἐξόδου.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἡ κυρία Εὐπραξία μετὰ τῆς μικροτέρας ὁμογαλάκτου δεσποινίδος ἀδελφῆς της, ἀποδίδονται εἰς τὸν ἀγῶνα δρόμου μετ’ ἐμποδίων καὶ ἀντοχῆς.

Ὄρθου βαθέως, βγαίνουν παγάνα γιὰ σπίτι. Στέκουνται ἀσθμαίνουσαι μπροστὰ σὲ κάθε ἐνοικιαστήριον, σκουπίζουν τὸν ἱδρῶτα τους, καὶ μὲ τὴν ψυχὴν στὰ δόντια, ζητοῦν πληροφορίες.

― Τί ἐνοικιάζεται παρακαλῶ;

― Δυὸ δωμάτια καὶ κουζίνα.

Νεῦμα ἐπιδοκιμασίας ἀνταλλάσσεται μεταξὺ τῶν δύο καθίδρων ἀδελφῶν, τῶν ὁποίων τὰ λουστρίνια ἔχουν μεταβληθῆ ἀπὸ τὴν σκόνη σὲ ἄσπρα καστόρια.

― Μποροῦμε νὰ τὸ ἰδοῦμε; Ποῦ εἶνε;

― Αὐτὰ ἐκεῖ…

― Ποιά; Δὲν τὰ βλέπουμε…

Ἡ κυρία Εὐπραξία, δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνῃ τό… «μίσθιον», τὸ ὁποῖον διὰ γυμνοῦ ὀφθαλμοῦ δὲν εἶνε ὁρατόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρογγυλότατον μίσθωμά του.

Ἑπομένως ἡ περιπλάνησις μοιραίως ἐξακολουθεῖ.

Τὰ κομψὰ γοβάκια μεταβάλλονται σὲ τσαρούχια, τὰ τακούνια στραβώνουν, οἱ μεντζεσόλες τρυποῦν καὶ τὰ ποδαράκια φουσκώνουν τυμπανιαίως.

Τὴν ἑπομένην ἡ ἰδία θλιβερὰ ἱστορία. Ἡ ἐκστρατεία ἐπαναλαμβάνεται, χωρὶς νὰ συγκινῆται ἡ φοβερὴ πελεκούδα μὲ τὶς φοβερώτερες ἀκόμη ἀξιώσεις της.

 

∞∞∞∞∞

 

Ὁ κ. Τηλέμαχος, συνταξιοῦχος τηλεγραφητής, φορτώνεται λίαν ἐνωρὶς τὸν φόρτον τῶν 65 ἐνιαυτῶν του, ὁπλίζεται μὲ ἰώβειον ὑπομονήν, ἐπιστρατεύει τὰ ἄρβυλά του μὲ τὰ ὁποῖα ὄργωσε τὰ θεσσαλικὰ ἐδάφη, κατὰ τὴν ἐπιστράτευσιν τοῦ 88 καὶ παίρνει μπάλα τὶς ἀθηναϊκὲς συνοικίες.

Τὸ «κατάλληλον» δὲν βρίσκεται, τὰ νοίκια πλανῶνται εἰς τὰς νεφέλας καὶ οἱ ἰδιοκτῆται ἀναπαυόμενοι ὑπὸ τὴν σκιὰν τῆς ἰδιοκτήτου στέγης, προσβλέπουν μὲ βλέμμα ἐσχάτης περιφρονήσεως τὸν φτωχὸ διάβολο, ποὺ ζητώντας πληροφορίες ρωτάει τὴν ὑπὸ διαμετακόμισιν μισθώτριαν.

― Καὶ γιατὶ φεύγετε σεῖς κυρία μου;

― Μοῦ πέφτει μικρὸ κύριε!

Ἀλλὰ τὸ ὕφος τῆς «κυρίας» ὑπογραμμίζει κἂπως χαρακτηριστικὰ τὴν ἀπάντησίν της αὐτήν.

Ὁ κύριος ὅθεν ἐπιμένει. Ἡ κυρία δὲν θέλει ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ νὰ μιλήσῃ ἀλλὰ στὸ τέλος δίδει ὑπὸ ἐχεμύθειαν τὴν ἐξήγησιν, ὅτι ἡ συνοικία συγγενεύει στενώτατα μὲ τὴν ὑπόνομον τοῦ Ἁγίου Δανιήλ.

Ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀκινήτου ἐτορπιλλίσθη μαστορικώτατα.

― Ἂχ κύριε δὲν μ’ ἀρέσουν ξέρετε καθόλου… τὰ λόγια!

― Τί λέτε κυρία μου…

 

∞∞∞∞∞

 

Ἡ δεσποινὶς Μαρίκα, εὑρίσκεται ἀπὸ πολλῶν ἡμερῶν σὲ πυρετώδη κίνησιν: Ψάχνει γιὰ σπίτι. Στηρίζεται εἰς τὴν δεξιὰν μιᾶς φίλης της, καὶ ἀξημέρωτα ἀρχίζει τὴν κεκανονισμένην περιοδείαν.

Ὅπου πελεκούδα καὶ στάσις, ὅπου ἐνοικιαστήριον καὶ σταθμός, ὅπου νεόδμητον διαμέρισμα καὶ καταυλισμός. Πληροφορίαι, κουτσομπολιό, σχόλια, συμφωνίαι, παζάρια. Τί τραγωδία Θεέ μου!

Οἱ δυὸ φίλες σταματοῦν μπροστὰ σὲ μιὰ πόρτα μὲ ἐνοικιαστήριον. Χτυποῦν τὸ κουδούνι καὶ περιμένουν μέσ’ τὸν ἥλιο στωϊκά.

Ἀφοῦ ὅμως ἐπείσθησαν, ὅτι «ὁ κώδων δὲν λειτουργεῖ» ἔδωσαν εἰς τὴν ὀμπρέλλαν τὸν λόγον.

Ὁ Ἀζώρ, γαυγίζων ἀπὸ μέσα, διαμαρτύρεται ἐντονότατα καὶ προσπαθεῖ δίκην σαρανταποδαρούσας νὰ περάσῃ ἀπὸ τὴν χαραμάδα τῆς ἐξώπορτας γιὰ νὰ φιλοδωρήσῃ μὲ μερικὲς δαγκωνιὲς τοὺς ἀγνώστους ἐπισκέπτας.

Ἀπὸ τὸ βάθος τῆς αὐλῆς ἀκούγεται μιὰ φωνή, προσπαθοῦσα νὰ ἐπιβάλῃ σιωπὴν εἰς τὸ μενόμενον τετράποδον.

Τὸ παραθυράκι ἀνοίγει σὰν καφάσι διστακτικὰ καὶ τὸ ἀναμαλλιάρικο κεφάλι τῆς οἰκοδεσποίνης ξεπροβάλλει.

― Γιὰ τὸ σπίτι…

― Πε-πε-περᾶστε…

Ἡ πόρτα ἀνοίγει καὶ ἡ ἀτημέλητη γυναικοῦλα προσπαθεῖ ἐν σπουδῇ νὰ κλείσῃ τὸ ντεκολτέ της.

― Σᾶς παρακαλῶ νὰ μὲ συγχωρέσετε, τὰ παιδιὰ βλέπετε…

― Μπᾶ, κυρία μου, μὴ στενοχωριέσθε, ξέρουμε καὶ ἐμεῖς ἀπὸ παιδιὰ διακόπτει ἐνθαρρυντικὰ ἡ Μαρίκα.

Ἡ κατ’ οἶκον ἔρευνα ἀρχίζει, πλὴν ἡ περιέργεια τῶν δύο ἐπισκεπτριῶν σκοντάφτει ἐμπρὸς σὲ μία κλεισμένη πόρτα.

― Μὲ συγχωρεῖτε, ἀλλὰ ὁ μπέμπης ξέρετε εἶνε λιγάκι ἀπησχολημένος.

Ἡ πόρτα ἀνοίγει καὶ ἀποκαλύπτει τὸν Μπέμπη μὲ τὸ κατάξανθο σγουρὸ κεφαλάκι ποὺ περιφρονεῖ τὸ Σύμπαν ἐνθρονισμένον μεγαλοπρεπῶς καὶ δίδοντα μίαν ἀνάγλυφον ἀπόδειξιν τοῦ φυσικοῦ νόμου τῆς πέψεως (!), ἐνῶ ὁ Ἀζὼρ δείχνει τὰ δόντια του προκλητικώτατα.

 

ΠΡ.

 

[1] Εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», 25 Αυγούστου 1934, σελ. 4.