ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΡΡΩΝ ΟΛΑΙ ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ (1915)

ΕΠΙ ΤΩΝ ΚΑΡΡΩΝ ΟΛΑΙ ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ[1]

ΟΔΟΙ ΜΕΤΩΚΗΣΑΝ ΧΩΡΙΣ Ν’ ΑΛΛΑΞΟΥΝ ΣΠΙΤΙ

ΚΩΜΙΚΟΤΡΑΓΙΚΑΙ ΣΚΗΝΑΙ – ΤΙ ΕΓΕΙΝΕΝ  ΕΙΣ  ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

ΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΙ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΙ – ΜΕΤΩΚΗΣΑΝ ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

 

Ἡ 1η Σεπτεμβρίου ἀπὸ τὰ ἐξημερώματα εὗρεν ὁλόκληρον τὸ ἄστυ εἰς γενικὴν ἀναστάτωσιν. Εἰς ὅλα τὰ σπίτια χαλασμὸς κόσμου. Κάρρα τετράτροχα καὶ δίτροχα καὶ καροτσάκια συρόμενα ἀπὸ λούστρους ἐστάθμευον πρὸ τῶν πεζοδρομίων, φορτώνοντα καὶ ξεφορτώνοντα καὶ μεταφέροντα ἀενάως. Εἶνε ἡ περιέργως ἐπικρατήσασα συνήθεια τῶν Ἀθηναίων  ν’ ἀλλάζουν σπίτι ὅλοι μαζὶ τὴν ἰδίαν ἡμέραν. Ἐφέτος ὅμως, ἑξαιρετικῶς ἀπὸ κάθε ἄλλον χρόνον, ἡ μετοικεσία εἶχε τὰ περισσότερα φαιδρὰ καὶ χαριτωμένα καὶ κωμικοτραγικά ἐπεισόδια, χάρις εἰς τὴν σωτηρίαν ἐπέμβασιν τοῦ Προέδρου τῶν Πρωτοδικῶν κατὰ τῆς ἀπληστίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον, παρέστημεν χθὲς μάρτυρες ἀπολαυστικῶν σκηνῶν αἱ ὁποῖαι ὅμως πολλοὺς ἔφεραν εἰς δυσχερεστάτην θέσιν.

 

– ΔΕΝ ΦΕΥΓΩΜΕΝ!

– ΘΑ ΜΕΙΝΩΜΕ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ…

 

Πολλαὶ οἰκογένειαι ἐξεκένωσαν τὸ σπίτι καὶ ἐφόρτωσαν τὰ πράγματα στὸ κάρρο. Ἐπάνω εἰς τὸ τροχοφόρον αὐτὸ σανίδωμα ἐτοποθετήθησαν ἀναμὶξ ὅλα τὰ ἔπιπλα πάσης χρήσεως καὶ κατασκευῆς. Ἡ μουτζούρα τοῦ τηγανιοῦ ἦλθεν εἰς ἐπαφὴν μὲ τὸ κάλυμμα τοῦ πιάνου, κορνιζαρισμένα ἔργα ζωγραφικῆς, στολίζοντα ἀρωματισμένον σαλονάκι, ἔλαβον θέσιν κοντὰ στὴ σκούπα, τὸ καζάνι καὶ τὰ καλάθια μὲ τὰ ἄπλυτα καὶ τὰ σίδερα τοῦ κρεββατιοῦ ἐτοποθετήθησαν γύρω ἀπὸ ὡραία ἀνθοδοχεῖα καὶ στιλπνοὺς καθρέπτας καὶ τέλος διάφορα ἄλλα ἀναγκαιότατα σκεύη συνῆψαν ἁμαρτωλὰς σχέσεις, χάριν τῆς μεταφορᾶς διὰ πρώτην καὶ μόνην φοράν, μὲ τὰ μαχαιροπήρουνα καὶ ἄλλα εἴδη τῆς τραπεζαρίας. Τὰ παιδάκια τῆς οἰκογενείας ἐγάντζωσαν ἐν τέλει εἰς τάς κορυφὰς τῶν ἐπίπλων καὶ τὸ κάρρον, ἀφοῦ διέσχισε δρόμους καὶ πλατείας καὶ στενωπούς, ἔφθασε, μετὰ πολλῶν ὡρῶν κοπιώδη πορείαν, εἰς τὸ νέον σπίτι. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦτο ἀδειανό! Οἱ κατοικοῦντες εἰς αὐτὸ ἐδήλωσαν ὅτι δὲν ἠννόουν νὰ κάμουν βῆμα. Εἶχον λάβει ἀπὸ τὸν Πρόεδρον δίμηνον προθεσμίαν παραμονῆς.

― Δὲν φεύγομεν, ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ! εἶπον.

― Καὶ τώρα ἐμεῖς τὶ θὰ κάμωμεν;

Ἠρώτησαν ἐν ἀπογνώσει οἱ νέοι ἐνοικιασταί.

― Κάμετε ὅ,τι θέλετε.

Καὶ τὸ παράθυρον ἐκλείσθη ἀποκρουστικά. Τὸ μετὰ τοῦ ἰδιοκτήτου συμβόλαιον δὲν εἶχε καμμίαν ἰσχύν.

― Θὰ μείνωμε στὸ δρόμο… Εἶπε μὲ παράπονο τὸ παιδάκι τῆς οἰκογενείας.

― Ὄχι, δὲν θὰ μείνωμεν! Ἦτο ἡ ἀποφασιστικὴ ἀπάντησις τοῦ πατρός.

Καὶ μία καὶ δύο τὸ κάρρο ἔλαβε τὴν ἄγουσαν πρὸς τὸ παλαιὸν σπίτι.

Ἐκεῖ ὁ νέος ἐνοικιαστὴς προσεπάθη νὰ ξεφορτώσῃ τὰ πράγματα. Ὁ ἐπιστρέφων ὅμως παλαιός, ἐξηγριωμένος, τὸν ἀπώθησε καὶ εἰσῆλθεν ἐκ νέου εἰς τὸ πρῶτον σπίτι του, τὸ ὁποῖον πρὸ ὀλίγης μόλις ὥρας εἶχεν ἐγκαταλείψει.

― Μά, τὸ συμβόλαιον… Ἐτόλμησε νὰ ψιθυρίσῃ ἀπολιθωμένος ὁ νέος ἐνοικιαστής.

― Δὲν ξέρω συμβόλαιο καὶ ξεσυμβόλαιο. Αὐτὰ δὲν περνοῦνε σήμερα. Θὰ πάω στὸν Πρόεδρο νὰ πάρω δύο μηνῶν προθεσμία!

Ἔτσι συνέβη μὲ τοὺς περισσοτέρους συμπολίτας, οἱ ὁποῖοι μετῴκησαν μέν, χωρὶς ὅμως ν’ ἀλλάξουν σπίτι.

 

― ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΦΕ!

― ΤΙ ΕΓΕΙΝΕΝ ΕΙΣ ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

 

Σωστὴ κωμῳδία ἐπαίζετο χθὲς καθ’ ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὰ καφενεῖα, ἡ ὁποία κατὰ πᾶσαν πιθανότητα θὰ ἐξακολουθήσῃ καὶ σήμερον. Τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ κεντρικὰ καὶ ἀπόκεντρα καφενεῖα μετεφέροντο εἰς νέα μαγαζιά εὐρυχωρότερα, διότι, ὡς εἶπε κάποιος εὐμφυής καφετζῆς, ηὐξήθη σημαντικῶς ἐπ’ ἐσχάτων ὁ ἀριθμὸς τῶν χασομέρηδων! Ἐπήγαιναν, λοιπόν, οἱ συμπολῖται εἰς τὰ καφενεῖα νὰ πάρουν τὸν καφὲν τους. Δὲν ἐπρόφθαιναν νὰ καθίσουν καὶ τὸ γκαρσόνι ἑμάζευε τῂς καρέκλες πρὸς μεταφοράν. Ὁ καφετζῆς ἀνάστατος. Μετέβαιναν εἰς ἄλλο καφενεῖον, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ τὰ ἴδια. Εἰς ἕνα μάλιστα, ὁ νέος ἐνοικιαστὴς τοῦ καφενείου, ἔμπορος ψιλικῶν, ἐξέλαβεν ὡς παράφρονα κάποιον παλαιόν καφενόβιον, ὁ ὁποῖος ἤρχισε νὰ φωνάζῃ ἀπὸ ἔκπληξιν ὅταν ἀντὶ τραπεζιῶν εἶδε βιτρίνες μὲ κουβαρίστρες καὶ δαντέλλες.

Κἄποιος κερδοσκόπος καφετζῆς ἐτοποθέτησεν ἀμέσως καρέκλες καὶ τραπέζια εἰς τὸ νέον του κατάστημα καὶ ἤρχισε νὰ ψήνῃ καφέδες, πρὶν ἀκόμη ἀποπερατωθῇ ἡ διακόσμησις τοῦ μαγαζιοῦ του. Προσείλκυσε δὲ πράγματι πολλοὺς πελάτας. Περὶ τὴν μεσημβρίαν ὅμως κατέπεσεν ἐκ τῆς χρωματιζομένης ὀροφῆς ἓν δοχεῖον πλῆρες ἐρυθροῦ χρώματος καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ὑπῆρξεν ὀλέθριον. Οἱ μακαρίως ροφῶντες βραστὸν καὶ μὲ πολλὰ ὀλίγη κατεμουτζουρώθησαν μὲ τὸ κόκκινο χρῶμα, παρουσιάζοντες οἰκτρὰν εἰκόνα αἱμοφύρτων ἀνθρώπων. Ὡρισμένως χρυσὲς δουλειὲς θὰ κάμῃ εἰς τὸ μέλλον τὸ νέον καφενεῖον.

 

― Η ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΣΗΜΩΝ

― Ο κ. ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ ΚΑΙ Ο κ. ΚΑΦΑΝΤΑΡΗΣ

 

Πρῶτοι ἔδωσαν χθὲς τὸ παράδειγμα τῆς μετοικεσίας οἱ ἐπίσημοι. Ὁ κ. Πρωθυπουργὸς[2] μετέφερε τὰ ἔπιπλά του ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Ζαλοκώστα εἰς τὴν ἐπὶ τῆς διασταυρώσεως τῶν ὁδῶν Ἀκαδημίας καὶ Λυκαβηττοῦ οἰκίαν τοῦ Φθισιατρείου.

Ἐπίσης ὁ ὑπουργὸς τῶν Ἐσωτερικῶν κ. Καφαντάρης[3] μετῴκησεν ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Πατησίων εἰς τὴν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ 3ης Σεπτεμβρίου 121 οἰκίαν. Οἱ λοιποὶ Ὑπουργοὶ δὲν μετεκινήθησαν ἐκ τῶν οἰκιῶν των. Λέγεται ὅτι ἔλαβον προθεσμίαν ἀπὸ τὸν Πρόεδρον τῶν Πρωτοδικῶν.

[1] Εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1915, σελ. 2.

[2] Πρωθυπουργός στις 2 Σεπτεμβρίου 1915 ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ωστόσο, εμμέσως η Πηνελόπη Δέλτα μάς πληροφορεί ότι κατοικούσε εκεί ήδη από τις αρχές Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, Πηνελόπη Σ. Δέλτα, ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Κ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ (Επιμέλεια: Π. Α. ΖΑΝΝΑΣ), Εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 1983, σελ. 6.

[3] Ο Γεώργιος Καφαντάρης ήταν Έλληνας πολιτικός. Γεννήθηκε το 1873 στην Ευρυτανία. Σπούδασε Νομικά την Αθήνα, δικηγόρευσε και ξεκίνησε να πολιτεύεται από το 1902. Αγωνίσθηκε υπέρ της διοικητικής εξυγιάνσεως, της εξυψώσεως των δημόσιων υπηρεσιών και υπεραμύνθηκε της αναθεωρήσεως του Κανονισμού των εργασιών της Βουλής. Αντιτάχθηκε στον περιορισμό της χρήσης της δημοτικής γλώσσας και ήταν ο πρώτος που αγόρευσε στη Βουλή επί του γλωσσικού ζητήματος. Ανέλαβε αρκετά Υπουργεία (Εσωτερικών, Γεωργίας, Δικαιοσύνης, Οικονομικών) και η Κυβέρνηση που σχημάτισε, μετά την παραίτηση Βενιζέλου, είχε πολύ μικρή διάρκεια, από τις 6 Φεβρουαρίου μέχρι τις 12 Μαρτίου 1924.