«ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ»[1]
Δὲν ἀνεπετάσθησαν ἀκόμη μὲ τὰ δύο των βαρέα φύλλα αἱ μεγάλαι ἐξώθυραι, διὰ νὰ περάσῃ ὑπ’ αὐτὰς ἐν δυσαρμονίᾳ καὶ φυρμῷ ἀλλοκότῳ ἡ μεταναστεύουσα οἰκοσκευή. Τὰ μακρὰ ἁμάξια δὲν παρετάχθησαν ἀκόμη εἰς κάθε δρόμον μὲ τὰς γυμνάς, τὰς ροκανισμένας σανίδας καὶ τὰ ἀχαμνὰ ἄλογά των, τὰ βόσκοντα μὲ βουλιμίαν μέσα εἰς τὸ πενιχρὸν ταγάρι τὸ ὀλίγον ἄχυρον ποὺ τοὺς ἔρριψεν ἐκεῖ ἡ γενναιοδωρία τοῦ κυρίου των. Τὰ μεγάλα ἔπιπλα, μὲ τὰς πλατείας των βάσεις, καὶ τὰ εὔρωστα σώματα μένουν ἀκόμη εἰς τὰς θέσεις των, ἀκουμβισμένα μὲ νωχέλειαν ἐπάνω εἰς τοὺς τοίχους. Τὰ σκεύη τὰ μικρά, τὰ λεπτοφυῆ κομψοτεχνήματα, οἱ στίλβοντες ρῶποι καὶ τὰ ἀγγεῖα ἀναπαύονται ἀκόμη, ὅπως τὰ ἔχουν παρατάξει ἐπάνω εἰς τὰς ἐταζέρας καὶ τὰ τραπέζια οἱ ἁβροὶ δάκτυλοι τῆς γυναικός. Αἱ προσωπογραφίαι ὑψηλὰ ἀπὸ τοὺς τοίχους των, μέσα εἰς τὰ διάγλυφα πλαίσια, ἐξακολουθοῦν ἀκόμη νὰ ἀτενίζουν μὲ τἀπλανῆ βλέμματὰ των πρὸς τὰ αὐτὰ σημεῖα τῶν αἰθουσῶν μὲ τὴν ἄψυχον ἐπιμονὴν των καὶ τἀποκρυσταλλωμένα των χαρακτηριστικά. Καὶ τὰ μικρά, τὰ φαιά, τὰ γλοιώδη ἔντομα, ἀνύποπτα, ὄπισθεν τῶν μεγάλων εἰκόνων, καὶ ὑπὸ τὰς στιβάδας τῶν βιβλίων καὶ εἰς τῶν συρταριῶν τὰ βάθη ἐξακολουθοῦν τὸ καταστρεπτικὸν των ἔργον, περιτρώγουν τὸν σκονισμένον χάρτην τῶν πλαισίων καὶ τῶν βιβλίων καὶ ροκανίζουν τὴν καρδίαν τοῦ ξύλου μὲ τριγμὸν δυσοίωνον. Τίποτε δὲν ἀναγγέλλει ἀκόμη τὴν ἐπαναστατικὴν πρωτομηνιὰν τοῦ Σεπτεμβρίου, τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὰ ἐπιμήκη, τὰ κιτρινισμένα χαρτοτεμάχια, μὲ τὰ μαῦρα ἔντυπα γράμματά των ἢ τὰς ξεθωριασμένας ἀνορθογραφίας των, τὰ εὔγλωττα χαρτοτεμάχια, τὰ κολλημένα ὑψηλὰ ἐπάνω εἰς τὰς θύρας, τὰ ἀνηρτημένα εἰς ἀκόμψους πινακίδας ἀπὸ τὰς κιγκλίδας τῶν ἐξωστῶν: ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ…
∞∞∞∞∞
Αὔριον-μεθαύριον, ὅταν δίφυλλοι, πλατεῖαι ἀναπετασθοῦν αἱ θύραι τῶν οἰκιῶν, καὶ ξεσκισθοῦν θριαμβευτικῶς τὰ κιτρινισμένα ἐνοικιαστήρια καὶ ἀντηχήσῃ ὁ δρόμος ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον, ἀπὸ τὸ πένθιμον τρίξιμον τῶν τροχῶν, τῶν στεναζόντων ὑπὸ τὰς βαρείας ἐπιπλοπυραμίδας καὶ τὸν πάταγον τῶν συγκρουομένων σκευῶν, εἰς τοὺς τιναγμοὺς τοὺς ἀποτόμους τοῦ κάρρου –οἱ συνάδελφοί μου χρονογράφοι θὰ σᾶς περιγράψουν τὰ φαιδρὰ ἢ τὰ μελαγχολικὰ ἀποκαλυπτήρια τῶν οἰκιακῶν ἀσύλων, τὰς κωμικὰς ἢ τὰς τραγικὰς ἐμφανίσεις ὑπὸ τὸν ἥλιον τοῦ οἰκιακοῦ διακόσμου, τὴν μεγαλοπρεπῆ παρέλασιν διὰ μέσου τῶν ὁδῶν τοῦ στίλβοντος πλούτου ἢ τὴν ἀξιοδάκρυτον διάβασιν τῆς μαύρης δυστυχίας, πάντοτε ὅμως τὸν περίεργον, τὸν χαριτωμένον ἐτήσιον περίπατον τοῦ ἐντροπαλοῦ οἴκου διὰ μέσου τοῦ θορυβώδους καὶ ἀκολάστου δήμου.
Ἀλλὰ προτοῦ μετακινηθοῦν ἀκόμη οἱ βαρεῖς ὄγκοι τῶν ἐπίπλων, προτοῦ συσκευασθοῦν τὰ γηραιά, τὰ παμπάλαια σκεύη, πρὶν λυθοῦν οἱ κλίναι ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐκοιμήθη παννυχίδας ἡ εὐτυχία καὶ ἡ ἡδονὴ καὶ ἠγρύπνησεν ἡ συμφορὰ καὶ ἡ ἁμαρτία, πρὶν κλεισθοῦν φύρδην μίγδην εἰς τὰ κιβώτια τὰ βιβλία τοῦ σοφοῦ καὶ τὰ κατάστιχα τοῦ ἐμπόρου πρὶν γυμνωθοῦν οἱ τοῖχοι καὶ ἀποκαλυφθοῦν τὰ πατώματα, πρὶν γείνῃ ἀκόμη ὁ σιωπηλός ἀποχαιρετισμὸς προσώπων καὶ πραγμάτων, ὁ ἀποχαιρετισμὸς ὁ ἄφωνος ποῦ κρύπτει τόσην μεγαγχολίαν καὶ τόσιν ποίησιν – πόσον θὰ ἤθελα νὰ ἦτο δυνατόν, ὄπισθεν τῆς μυστικῆς αὐτῆς εἰκόνας, ἡ ὁποία ἐμφανίζεται μὲ τόσην φυσικότητα καὶ τόσην ἀφέλειαν ὡς ἓν κοινὸν φυσικὸν φαινόμενον καὶ αὐτή, νὰ ἦτο δυνατὸν νὰ διακρίνω, ὅλα τὰ ἀφανῆ, τἀπόρρητα ἐλατήρια τῆς ἀνθρωπίνης αὐτῆς παλίρροιας. Καὶ πόσα ὑπάρχουν! Διότι μὴν εἰπῆτε, ὅτι μία ἕξις τυφλή, ἕνα ἔθιμον ἀνόητον, μία μανία ἀεικινησίας, κρύπτεται μόνον εἰς τὸ βάθος τῆς σεπτεμβριανῆς αὐτῆς εἰκόνος. Ἴσως αὐτοί, οἱ ἐκ ψυχώσεως ἀεικίνητοι, οἱ ἀερίζοντες τὰ ἔπιπλά των κάθε πρώτην Σεπτεμβρίου, μόνον καὶ μόνον διὰ τὴν εὐχαρίστησιν τῆς μετακομίσεως, εἶνε οἱ ὀλιγώτεροι. Οἱ ἄλλοι, οἱ πολλοὶ εἶνε ἐκεῖνοι διὰ τοὺς ὁποίους οἱ δώδεκα μῆνες, οἱ διαρρεύσαντες ἀπὸ τὸν ἕνα Σεπτέμβριον ἕως τὸν ἄλλον, κρύπτουν τὸ φαιδρὸν ἢ θλιβερὸν ἀπόρρητον τῆς μετοικεσίας.
Καὶ εἰς τὴν μετοικεσίαν αὐτὴν πόσα μυθιστορήματα γεμάτα χρῶμα καὶ ζωήν, πόσαι σελίδες ἱλαρότητος καὶ δακρύων, παραπόνων καὶ μέθυος. Καὶ εἰς τὰς σελίδας αὐτὰς πόσα παράδοξα! Πόσοι ἀφίνοντες τὰ δέκα των δωμάτια διὰ νὰ κλεισθοῦν εἰς πέντε, ἐνῷ εἰς τοὺς δώδεκα αὐτοὺς μῆνας ἡ οἰκογένειά των ηὔξησε κατὰ μίαν δυστυχισμένην ψυχὴν ἀκόμη! Καὶ πόσοι ἀντιστρόφως, ἀφίνοντες μίαν καλύβαν διὰ νὰ κατοικήσουν ἓν μέγαρον, ἐνῷ ἡ οἰκογένειά των ἠλαττώθη κατὰ μίαν ψυχήν, τὴν ψυχὴν τοῦ πλουσίου συγγενοῦς. Καὶ εἰς τὰς σελίδας αὐτὰς πὸσα μαρτύρια! Πόσοι φεύγοντες προτροπάδην ἀπὸ τὴν γειτονιάν, εἰς τὴν ὁποίαν ὁ παντοπώλης καὶ ὁ ψωμᾶς καὶ ὁ μανάβης καὶ ὁ μικροπωλητὴς μάτην θὰ τοὺς ἀναζητήσῃ τὴν ἐπαύριον καὶ ἰχνηλατοῦντες νέον ἄσυλον πιστώσεων καὶ δανείων. Πόσων ἐξ αὐτῶν ἡ μετοίκησις δὲν ἔχει ζητηθῆ ὡς χάρις ἀπὸ τὸν ταλαίπωρον οἰκοδεσπότην! Ἀλλὰ καὶ ποῖον πένθος συχνά, πόση σκιὰ εἰς μερικὰς ἀπὸ τὰς σελίδας αὐτὰς! Πόσοι ἐγκαταλείποντες ἄσυλα μακρῶν χρόνων, διότι ὁ θάνατος ἤπλωσε ἔξαφνα ἐπάνω εἰς αὐτὰ τὴν σκιὰν του τὴν βαρείαν καὶ ἐνεκόλαψε ἐπάνω των τὴν σφραγίδα τῶν τρομερῶν ἀναμνήσεων, τῶν ἀποτροπαίων εἰκόνων! Εἶνε φυγὴ ἐκείνη, φυγὴ βδελυκτοῦ τόπου, τοῦ ὁποίου ἡ θέα σπαράσσει τὰ σπλάγχνα, φυγὴ παράφορος, τρελλή, φυγὴ τῶν γονέων ποῦ ἔχασαν τὰ τέκνα των, φυγὴ τῶν συζύγων ποῦ ἔχασαν τὰς συντρόφους των. Καὶ εἶνε ἴσως περισσότεροι ἀπ’ ἐκείνους τοὺς ὁποίους φέρει εἰς τὴν νέαν των κατοικίαν ὁ ἄνεμος τῆς εὐτυχίας, ἕνας πλούσιος γάμος, μία κληρονομία ἢ ἓν λαχεῖον, περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μεταναστεύοντας ἐκ μονομανίας ἢ ἕξεως, οἱ δυστυχεῖς αὐτοί, ποῦ ἀφίνουν μίαν ἡμέραν τὸ παλαιόν των σπῆτι ὀλιγώτεροι παρ’ ὅταν εἰσῆλθον, δεκατισμένοι ἀπὸ τὸν θάνατον! Ὤ! Μὴν εἰπῆτε, ὅτι ἕξις τυφλή, ἔθιμον ἀνόητον μόνον κρύπτεται εἰς τὸ βάθος τῆς τρελλῆς σεπτεμβριανῆς εἰκόνας.
∞∞∞∞∞
Αὔριον μεθαύριον ἡ ἐτήσια εἰκὼν θὰ ἐπαναληφθῇ. Ἂν ἤξευρα τὴν γλῶσσαν τῶν πραγμάτων τὴν μυστικήν, ποίας τρελλὰς ἐξομολογήσεις θὰ ἤκουα ἀπὸ τὰ φαιδρὰ καὶ στιλπνὰ ἔπιπλα τὰ χοροπηδῶντα ἐπάνω εἰς τὰ ἐπιμήκη ἁμάξια καὶ ποῖα θλιβερὰ μυστήρια ἀπὸ τὰς ἐξηρθρωμένας οἰκοσκευάς, τὰς φερομένας διὰ νυκτός, ὡς νὰ ἐντρέπωνται τὸν κόσμον, εἰς τὴν ράχιν ἑνὸς βαστάζουν τὰ ἔπιπλα τὰ ριφθέντα μὲ μίαν κλωτσιὰν ἔξω τῆς θύρας ἀπὸ τὸν οἰκοδεσπότην καὶ γεμίζοντα τὸν δρόμον, εἰς τὴν διάβασίν των, μὲ τὰ ρυπαρὰ ἄχυρα, τὰ κυλιόμενα ἀπὸ τὰ χαίνοντα τραύματά των. Καὶ αὐτὰ καὶ ἐκεῖνα ἐν τούτοις, μετ’ ὀλίγας ἡμέρας θὰ στεγασθοῦν ὑπὸ τὰ νέα των ἄσυλα, ἢ φαιδρὰ ἢ μελαγχολικὴ ἐμφάνισίς των, ὁ θριαμβευτικὸς ἢ ὁ κατησχυμένος περίπατός των διὰ μέσου τῶν ὁδῶν θὰ λησμονηθῇ, καὶ μόνα τὰ ἐπιμήκη κιτρινισμένα χαρτοτεμάχια, μὲ τὰ ξεθωριασμένα γράμματά των, μισοσχισμένα ἐπάνω εἰς τὰ ὑψηλὰ θυρόφυλλα, θὰ διηγοῦνται δι’ ὀλίγον καιρὸν ἀκόμη μίαν ἱστορίαν περασμένην καὶ μία ἱστορίαν μέλλουσαν.
Παῦλος Νιρβάνας
[1] Παύλος Νιρβάνας, «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ», εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», 29 Αυγούστου 1894, σελ. 1.