ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ (1882)

ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ[1]

 

Τὸ μόνον πρᾶγμα τὸ ὁποῖον τὸν παλαιὸν καιρὸν εὗρε νὰ κατηγορήσῃ ὁ Μῶμος[2] τὴν οἰκίαν τῆς Ἀθηνᾶς, ἦτο ὅτι δὲν τῆς κατεσκεύασε τροχοὺς διὰ νὰ δύναται νὰ τὴν μεταφέρῃ ὅπου θέλῃ ὅταν μαλώνῃ μὲ ταὶς γειτόνισσαις. Τόρα ὅμως ὁ Μῶμος δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ εἴπῃ τὸ αὐτὸ καὶ διὰ τὰς οἰκίας τῶν Ἀθηνῶν˙ τόρα αἱ οἰκίαι μας εἶνε σχεδὸν κινηταί˙ τὰς φορτόνομεν ἐπὶ κάρρων καὶ τὰς μετακομίζομεν ὅπου θέλομεν˙ εἶνε καθολικὴ σχεδὸν μετοικεσία μιᾶς ὁλοκλήρου πόλεως˙ ἡμεῖς δὲν εἴμεθα κάτοικοι˙ εἴμεθα νομάδες˙ στήνομεν κἄπου τὴν σκηνή μας, ἔπειτα τὴν συμμαζεύομεν, τὴν φορτονόμεθα καὶ ξεκινοῦμεν πρὸς ἄλλη διεύθυνσιν. Βαρυνόμεθα, πλήττομεν νὰ φυτοζοῶμεν ἐντὸς τῶν ἰδίων τοίχων, ἐκτείνοντες τὸ βλέμμα ἡμῶν ἐν τῇ μονοτόνῳ ἀκινησίᾳ τοῦ αὐτοῦ πάντοτε ὁρίζοντος˙ εἴμεθα ἁψίκοροι εἰς ὅλα˙  ἄνθρωποι τοῦ κλίματός μας˙ ἕτοιμοι εἰς μεταβολάς˙ καὶ ἀφ’ οὗ δὲν εἰμποροῦμεν ν’ ἀλλάξωμεν τόσα καὶ τόσα πράγματα, τὰ ὁποῖα ἦτο ἀπόλυτος ἀνάγκη νὰ τ’ ἀλλάξωμεν, ξεθυμαίνομεν κ’ ἡμεῖς εἰς τὴν οἰκιακήν μας μεταπολίτευσιν, ὅπου τὴν παθαίνομεν, ἐννοεῖται ὡς πάντοτε, ἀφίνοντες τὸ καλλίτερον πίπτομεν εἰς τὸ χειρότερον σπῆτι.

 

∞∞∞∞∞

 

Τὴν στιγμὴν ταύτην, καθ’ ἣν ἀναγιγνώσκετε τὰς γραμμὰς ταύτας συστοιχίαι κάρρων διατρέχουσι τὰς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν, διασταυρούμεναι, συγκρουόμεναι˙ πᾶν ὅ,τι ἦτο εἰς τὴν σκιάν ἢ εἰς τὸ φῶς, πᾶν ὅ,τι ἀνέπνεεν ἄρωμα ἢ δυσωδίαν, πᾶν ὅ,τι ἐπεδεικνύετο ὑπερηφάνως ἢ ἐκρύπτετο αἰδημόνως, κάμνει σήμερον διὰ τῶν ὁδῶν τὸν ἐτήσιόν του περίπατον, τὸν ὁποῖον θὰ ἐπαναλάβῃ πάλιν ἂν ζήσῃ τὸν Σεπτέμβριον τοῦ 1883˙ ἡ αἴθουσα, ὁ κοιτών, ἡ κουζίνα, ὁ ἀπόπατος, συναντῶνται σήμερον ὡς παλαιαὶ φίλαι καὶ… ὀλίγον ἔλειψε νὰ εἰπῶ, φιλοῦνται˙ ἐδὼ κιβώτιον ὑπὸ τοὺς συχνοὺς ἀνατιναγμοὺς τοῦ κάρρου συνδονεῖ τὴν κυρτήν του ράχιν˙ παρέκει μία τράπεζα ἔχει σκανδαλωδέστατα ἀνωρθωμένους τοὺς πόδας της˙ σκαμνίον τι ἀνεστραμμένον εὑρίσκεται ἐν σπαρακτικῇ στάσει, ὡς ν’ ἀνέτεινε τὰς χεῖρας ζητῶν ἔλεος˙ ἡ ἐσχάρα καὶ τὸ τηγάνιον ταλαντεύονται κροτοῦντα εἰς τὰ πλάγια τῆς ἁμάξης˙ καὶ τὸ πολύτιμον ἐκεῖνο δοχεῖον, τὸ ἀπολαμβάνον τόσην εὐμελῆ ποίησιν καὶ τόσην εἰδεχθῆ πραγματικότητα, αὐτὸ τὸ ὁποῖον εὗρον ὑπὸ τὴν κλίνην τῆς Δόνας Ἰουλίας[3] ἀντὶ τοῦ ζητουμένου Δὸν Ζουάν[4], ὡς νὰ ἐντρέπεται διότι βλέπει τὸν ἥλιον ὕστερα ἀπὸ ὅλα ὅσα εἶδε, κρύπτει εἰς μίαν γωνίαν τὸ φουσκωτὸ πρόσωπόν του, κατάλευκον ἐξ αἰσχύνης˙ ἡ περιφέρεια τοῦ ἐγκυκλοπαιδικοῦ τούτου ἀνακατώματος σχηματίζει ἀνώμαλόν τι πολύγωνον, διαποικιλλόμενον ὑπὸ ἀραβουργημάτων, οὗτινος αἱ ἄνισοι καὶ ἑτεροειδεῖς πλευραὶ ἀποτελοῦνται ἀπὸ τὸ στρῶμα, τὴν σκάφην, τὸ καβουρδιστῆρι τοῦ καφέ, τὴν σκούπαν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ βασιλέως.

 

∞∞∞∞∞

 

Καὶ ὅλον αὐτὸν τὸν πάταγον καὶ τὸν ἀλαλαγμόν, ὅλην αὐτὴν τὴν ἀναστάτωσιν καὶ τὴν μανίαν, ἥτις τὴν ἡμέραν ἐκείνην μεταδίδοται καὶ εἰς τὰ ἔπιπλά μας, ὡς νὰ εἴμεθα πνευματισταὶ καὶ μεταδίδομεν καὶ εἰς τὰς τραπέζας μας τὴν ἠλιθιότητά μας, ποῖος τὴν προκαλεῖ; Τὸ Σύνταγμα; βασιλικὸν διάταγμα, νόμος ψηφισθεὶς ὑπὸ τῆς Βουλῆς; ὄχι˙ ἓν ἁπλοῦν τεμάχιον χαρτίου τὸ ὁποῖον ἀκίνητον ἐπὶ τῆς ἄνω φλιᾶς του βλέπει ἀπαθέστατα τὸν ἀνεμοστρόβιλον ὅστις σαρόνει ὁλοκλήρους συνοικίας˙ἓν ἁπλοῦν τεμάχιον χαρτίου μὲ τὴν ἐπιγραφὴν νοικιάζεται, λευκάζον μακρόθεν ὡς μανδήλιον ἐρωτικῶς σειόμενον καὶ προσκαλοῦν.

Ὡς δὲ νὰ θέλῃ νὰ γαργαλίζηται ἀπὸ τὰς ἀκτῖνας φλέγοντος ἡλίου, ἐμφανίζεται ἄνω τῆς θύρας τὸν Ἰούνιον, τὸν Ἰούλιον καὶ τὸν Αὔγουστον, τὸν δὲ Σεπτέμβριον ἀποσύρεται πρὸς τὰ ἐντὸς καὶ εἶνε πολὺ δυστυχὲς ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἀναγκασθῇ νὰ ἐκτεθῇ εἰς τὴν δρόσον καὶ τὸ ρῖγος τοῦ φθινοπώρου, σκυθρωπόν, σκυθρωπόν, ὡς ὅλοι ἔχοντες κενὸν ἐν τῇ καρδίᾳ των.

 

Τὸ τεμάχιον τοῦτο τοῦ χαρτίου μὲ τὴν λέξιν νοικιάζεται διερμηνεύει μυρίους πόθους, ἐλπίδας, ἀγγαρείας, σχέδια, βασάνους˙ περιελίσσεται, συνογκοῦται, συσφαιροῦται καὶ ἐκρήγνυται κατὰ τῆς κεφαλῆς τοῦ πατρὸς ὑπὸ μορφὴν ἐνοικίου˙  πληροῖ σαπουνάδας ἢ κνίσσης τὴν κεφαλὴν τῆς νοικοκυρᾶς μητρός, δι’ ἣν ἡ εὐδαιμονία συνίσταται εἰς δύο εὐρύχωρα πράγματα: πλυσταρειὸ καὶ κουζίναν˙ ἢ πρὸ τῶν ὑγρῶν ὀφθαλμῶν τῆς ἀποπνεούσης μῦρα Ἄτκινσον Δεσποίνης, ἐκτείνεται τὸ χαρτίον τοῦτο εἰς εὐρεῖαν πολυτελῆ αἴθουσαν, ἢ φιλάρεσκον κοιτῶνα, οὗτινος τὴν νωχελῆ σιγὴν διακόπτουσι κάποτε λαθραῖα καὶ ἔνοχα φιλήματα καὶ νευρικοὶ σπασμοὶ ἡδονῆς˙ διὰ τὴν κόρην ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀποκατάστασιν καὶ πυρετῶδές τι ὄνειρον, μίαν ἀγκάλην καὶ περιπτύξεις καὶ κἄτι τι τὸ ὁποῖον ἀγνοεῖ, ἀλλὰ τὸ ὁποῖον ἐπιθυμεῖ πολύ, διότι ἑκάστη μετοίκισις βαυκαλίζει δι’ ἡδείας τινος παρηγορίας πᾶσαν κόρην ὅτι ἀπὸ τὸ νέον σπῆτι θὰ ἐξέλθῃ μὲ κἄτι τι περισσότερον καὶ μὲ κἄτι τι ὀλιγώτερον˙ διὰ τὴν ὑπηρέτριαν ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀπόστασιν ἀπὸ τοῦ στρατῶνος τῶν πυροσβεστῶν καὶ τὴν ὄπισθεν τῆς θύρας συναπτομένην σύσφιγξιν τῶν ἑξαδελφικῶν δεσμῶν.

 

∞∞∞∞∞

 

Διὰ τὸν φοιτητήν, τὸν αἰσθηματικὸν φοιτητήν, τὸ χαρτίον τοῦτο ἀντιπροσωπεύει ἓν εἰδύλλιον˙ διότι ὅταν αὐτὸς περιτρέχει πρὸς ἀναζήτησιν δωματίου, δὲν ζητεῖ μόνον τὸ κλωβίον, ἀλλὰ καὶ τὸ πουλάκι˙ διὰ τοῦτο εἰσέρχεται μετά τινος συγκινήσεως˙ περιεργάζεται μὲ καρδιοκτύπι τὴν οἰκίαν˙ τὸ σπῆτι ἔχει νεράϊδα; τὰ ἀντικρυνὰ ὑπόσχονται τίποτε; ὑπάρχει ὀσμὴ ἔρωτος ἐκεῖ;

Ἀλλὰ  καὶ ἡ Νηρηΐς τῆς οἰκίας ἀνυπομονεῖ˙ εἶνε εἰς τὸ παραθυρον ἢ βαδίζει κάτω στολισμένη˙ εἶνε μία τῶν κρισιμοτέρων στιγμῶν τοῦ βίου της ἐκείνη ἡ στιγμή˙ ποῖος εἶνε αὐτὸς ὁ ἐρχόμενος νὰ ἐνοικιάσῃ τὸ δωμάτιόν των, νὰ μείνῃ ἓν ἔτος ὑπὸ τὴν αὐτὴν στέγην, νὰ μὴ τοὺς χωρίζῃ ἢ πολλάκις λεπτότατος τοῖχος, ὁ νέος αὐτὸς τὸν ὁποῖον θ’ ἀπαντᾷ κάθε πρωί εἰς τὴν κλίμακα καὶ κάθε βράδυ εἰς τὴν θύραν˙ καὶ τὸν παρατηρεῖ μὲ τὸ ὀξυδερκέστατον ἐκεῖνο γυναικεῖον βλέμμα τὸ εἰσδύον καὶ ὑπὸ τὰ ἐνδύματα˙ διότι δι’ αὐτὴν εἶνε λίαν ἐνδιαφέρον πρόσωπον˙ πρόκειται νὰ κάμῃ τὴν προμήθειαν τῆς καρδίας ἐπὶ ἓν ἔτος˙ ἐνίοτε καὶ τὴν προμήθειαν τῆς κοιλίας της.

Καὶ ἂν τὰ βλέμματα μείνωσιν εὐχαριστημένα, τότε πρωΐ πρωΐ ἐγείρεται ἐκεῖνος καὶ κάθηται εἰς τὸ παράθυρόν του˙ καὶ ἐκείνη εἶνε εἰς τὸ παραθυράκι της, τὸ κομψόν, τὸ χρωματισμένον, μὲ τὸ λευκόν του μπερντεδάκι καὶ τὴν γλάστραν τοῦ βασιλικοῦ, κρατοῦσα τὸ ῥάψιμό της˙ ἀρχίζει ὁ ἀκροβολισμὸς τῶν βλεμμάτων˙ ἐκείνη ἀποσύρεται καὶ ἀρχίζει ἓν τραγουδάκι, ὅπου πρόκειται περὶ καρδιᾶς καὶ περὶ ἔρωτος, ἔπειτα ἐμφανίζεται, ποτίζει τὸν βασιλικό της, νεύουσα τάχα χαμαί, ἐν ᾧ πονηρὰ  καὶ μαργιόλικα τὸν παρατηρεῖ μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ της.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἔρως δὲν ἀγαπᾷ τὰς ἀποστάσεις, προχωρούσι πρὸς ἀλλήλους καὶ μίαν ἑσπέραν αὕτη εὑρίσκεται εἰς τὰς ἀγκάλας ἐκείνου.

Συχνάκις ὁ ἔρως οὗτος εἶνε ἔρως πτηνῶν, ὃν ἐκκολάπτει μόνον ἡ ταυτότης τῆς φωλέας, καὶ τὸν ὁποῖον ἑκάτερον παραλαμβάνει ἐπὶ τῶν πτερῶν του καὶ ἀπέρχεται, ὅταν χειμωνιάσῃ˙ ἀλλ’ ἐνίοτε ἡ κωμῳδία τελειόνει εἰς δράμα˙ ἐνίοτε εἶνε ἀληθὴς ἔρως˙ αἱ καρδίαι εἶνε ὅπως αἱ οἰκίαι˙ ἐνοικιάζονται τὰ παλαιόσπητα, ἀλλὰ ἐνοικιάζονται καὶ αἱ νεόδμητοι οἰκίαι˙ τότε τὰ φιλήματα τοῦ νέου ἀντηχοῦσι μέχρι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἢ τῆς Θράκης˙ οἱ ἐρωτικοί του ἀναστεναγμοὶ ἐξικνοῦνται μέχρι τοῦ βαλαντίου τοῦ πατρός του˙ διότι ὄπισθεν τοῦ ἐνοικιαστηρίου ἐκρύπτετο ἕνας παπᾶς μὲ τὸ θυμιατήριόν του καὶ μὲ τὰς εὐχὰς του.

Ἀλλὰ συνήθως τὸ αἴσθημα τοῦτο δὲν λαμβάνει τόσον τραγικὰς διαστάσεις, οὐδὲ καταλήγει εἰς τὴν αὐτοκτονίαν˙ ἐνίοτε ἁπλόνει τὴν χεῖρά του ἐπὶ μεταχειρισμένου πράγματος, καὶ δὲν ὑπάρχει φόβος διαρρήξεως˙ ἔχει ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον, ἂν καὶ ἐνίοτε πληρόνει καὶ εἰσιτήριον πολὺ ἀκριβόν.

 

∞∞∞∞∞

 

Ὅταν σκέπτωμαι ὅτι ἕνεκα μιᾶς μετοικίσεως μία μάμμη δύναται νὰ γείνῃ εὐλαβεστέρα, διότι ἔχει πλησίον τὴν ἐκκλησίαν καὶ μία σύζυγος ἢ σπάταλος τοῦ συζυγικοῦ θησαυροῦ ἢ ἐντελῶς οἰκονόμος, ἕνεκα τῆς θέσεως τῆς οἰκίας, ὅτι εἷς νέος δύναται ν’ ἀσθενήσῃ, διότι δὲν τὸν ἀφίνει νὰ ἡσυχάσει τὸ πιάνο τῆς γειτόνισσάς του, ὅτι μία νέα δὲν εἰμπορεῖ νὰ κοιμηθῇ, διότι ἔχει ψύλλους τὸ σπῆτι, ὅταν σκέπτωμαι ὅτι τόσοι καὶ τόσαι ἐγεννήθησαν ἕνεκα μιᾶς μετοικίσεως ἥτις ἐπλησίασε πρὸς ἀλλήλους τοὺς γονεῖς των ἢ τοὺς μὴ γονεῖς των, καὶ ἐξῆλθον ὡς τὸ πῦρ ἐκ δύο συνεπιτριβομένων ξηρῶν ξύλων, ἀπορῶ διατὶ ἐπὶ τῶν στεφάνων τοῦ γάμου, ἐπὶ τῶν εἰκονοστασίων, ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν τέκνων των, ἐπὶ τῆς πλακὸς τοῦ τάφου των, δὲν κολλῶσιν ἓν ἐνοικιαστήριον.

Μαργιόλος

 

[1] Εφημερίδα «ΜΗ ΧΑΝΕΣΑΙ», 1 Σεπτεμβρίου 1882, σελ. 1-2.

[2] Μώμος είναι το όνομα θεότητας της Ελληνικής Μυθολογίας, εκπρόσωπος της χλεύης, του σκώμματος, της ειρωνίας και του σαρκασμού, η προσωποποίηση της κοροϊδίας και της αποδοκιμασίας.

[3] Αναφέρεται προφανώς στη Δόνα Τζούλια (Donna Julia) που χρησιμοποίησε ο Λόρδος Βύρων στο γνωστό σατιρικό του ποίημα-παραλλαγή του θρύλου του Δον Ζουάν (βλ. επόμενη υποσημείωση). Η 23χρονη Δόνα Τζούλια, παντρεμένη με τον Δον Αλφόνσο, ερωτεύεται τον 16χρονο Δον Ζουάν και η πλοκή φέρνει τον νεαρό εραστή κάτω από το κρεβάτι.

[4] Δον Ζουάν (ισπανικά) ή Δον Τζιοβάννι (ιταλικά) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «γυναικάς», ιδιαίτερα στην ισπανική αργκό και συνδέεται συχνά με την υπερσεξουαλικότητα.  Πρόκειται για θρυλικό πρόσωπο, το οποίο ξεκινά τη διαδρομή του από τον 14ο αιώνα και η ιστορία του έχει απασχολήσει πλήθος δημιουργών, από τον Μολιέρο (1665) και τον Βύρωνα (1821) μέχρι τον Μότσαρτ (1787), και βεβαίως έχει εμπνεύσει πολλές σύγχρονες ερμηνείες. Ο Δον Ζουάν εμφανίζεται, σχεδόν σε όλες τις παραλλαγές, ως πλούσιος και σαγηνευτικός άνδρας που αφιερώνει τη ζωή του στην παραπλάνηση των γυναικών.