ΕΝΩ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΣ (1941)

ΕΝΩ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ

ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΣ[1]

 

Ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου εὑρίσκει ἐφέτος τὸν Ἀθηναῖον ἐν πλήρει ἀκινησία. Μέγας ἀτσίγγανος αὐτός, ἀνήσυχος ἐξερευνητής, γυρολόγος τῶν διαφόρων συνοικιῶν, στερεῖται αὐτῆς τῆς ὡραίας σεπτεμβριανῆς περιπέτειας ποὺ τοῦ ἀνανέωνε τὴν ἀτμόσφαιραν.

― Φρίκη!

― Γιατί, φίλε μου;

― Σεπτέμβριος εἶνε αὐτός; Φέρνω βόλτα ὅλες τὶς γειτονιές, κυττῶ πόρτες, παραθύρια, μπαλκόνια, πουθενὰ «ἐνοικιάζεται». Καλὰ ὅλα τ’ ἄλλα κακά τοῦ πολέμου. Ἀλλὰ ξέρεις τί θὰ πῇ καὶ σ’ ἀναγκάζουν οἱ περιστάσεις νὰ μείνῃς καὶ στὸ ἴδιο σπίτι; Θυμᾶμαι ἄλλες χρονιὲς ποὺ γύριζα τὶς γειτονιὲς κι’ ἀναγάλλιαζε ἡ ψυχή μου. Δὲν ὑπῆρχε σπίτι ποὺ νὰ μὴ νοικιαζόταν. Ἐδιάλεγες ὅ,τι ἤθελες. Ὅποιο σοῦ ἄρεσε, ἀδελφέ. Βαρυόσουν τὸ ἕνα, ἔπιανες τ’ ἄλλο. Ἐνῷ σήμερα!…

Καὶ ἔρριξε βλέμμα γεμᾶτο πικρὴν μελαγχολίαν εἰς ὅλα τὰ γύρω σπίτια, ὅπου δὲν ἐξεμύτιζε οὐδὲ ἴχνος ἐνοικιαστηρίου. Ἐφέτος ὁ καθένας νὰ μείνῃ ἐκεῖ ποὺ εἶνε καὶ εὑρίσκεται. Ἡ Σεπτεμβριανὴ καδρίλλια κατηργήθη μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους παληοὺς καὶ νεωτέρους χορούς.

Γιατί ὅμως αὐτό; Ἄλλες ἐλλείψεις ἠμπορεῖ νὰ παρουσιάζῃ ἡ ἐποχή μας, ἀλλὰ δόξα σοὶ ὁ Θεός, τὰ σπίτια βρίσκονται στὶς θέσεις των. Καὶ ὁ πλέον αἰσχοκερδὴς ἰδιοκτήτης δὲν εἰμπορεῖ, διάβολε, νὰ κρύψῃ τὸ σπίτι του εἰς τὴν ἀποθήκην του. Ἁρμόδιος ἐπὶ τοῦ προκειμένου ὁ μεσίτης, ποὺ ἦταν στὶς δόξες του τέτοιαν ἐποχήν, ἐφέτος μᾶς παρέχει τὶς πληροφορίες του μὲ ὕφος ἀνθρώπου πληγέντος εἰς τὰ καίρια.

―  Δὲν τὸ κουνοῦν.

― Ποῦ τὸ ἀποδίδετε;

― Δὲν ὑπάρχουν σπίτια.

― Καθόλου;

― Ὑπάρχουν, δηλαδή. Ἀλλὰ ἕνα εἴκοσι τὰ ἑκατό, ἴσως καὶ λιγώτερο ἀπὸ τὶς ἄλλες χρονιές. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε μὰ ὀγδόντα, μὰ ἑκατὸ σπίτια θἄδινα Σεπτέμβριο-Ὀκτώβρη. Ζήτησέ μου τώρα; Ἔχω τρία ὅλα κι’ ὅλα κι’ αὐτὰ ζήτημα εἶνε ἂν θὰ τὰ δώσω. Καθ’ ὅτι πρῶτον ὁ πληθυσμὸς τῆς πόλεως ἐπολλαπλασιάστηκε ἕνεκα ποὺ ἡ ἐπαρχία, ἀντιλαμβάνεσθε, παραμένει  ἀκόμα εἰς τὴν πρωτεύουσα παρ’ ὅλον ὅτι πολλοὶ ἔφυγαν ἐγκαίρως.

Καὶ ἐξηγεῖ παρακάτω:

Σπίτια περισσευούμενα, οὐσιαστικῶς ἄδεια, δηλαδὴ ποτὲ δὲν ὑπῆρχαν ἀρκετὰ εἰς τὰς Ἀθήνας. Τὸ φαινόμενον τῆς γενικῆς ἐνοικιάσεως δὲν προήρχετο παρὰ ἀπὸ τὸ γεγονὸς τῆς ἀμοιβαίας μεταθέσεως τῶν ἐνοικιαστῶν. Ὁ Σεπτέμβριος ὡς ἄλλος ὑπουργὸς τῆς Παιδείας παλαιοτέρων ἐποχῶν, ὑπέγραφε τὰς ἀθρόας μεταθέσεις δυνάμει τῶν ὁποίων ὁ Ἀλέξανδρος Κολοκυθᾶς, κάτοικος τοῦ Κουκακίου, μετετίθετο εἰς τὸ Παγκράτι, ἀντὶ τοῦ κ. Δημητρίου Ψηλομύτη, κάτοικου Παγκρατίου, μετατιθέμενου εἰς τὰ Ἐξάρχεια, ἀντὶ τοῦ κ. Γεωργίου Παπαδονικολογιάννη, κατοίκου Ἐξαρχείων, μετατιθέμενου εἰς τοῦ Μακρυγιάννη καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦσαν εὐχαριστημένοι ἀπ’ τὰ σπίτια των ἦσαν οἱ ὀλιγώτεροι, διότι ἡ πλειοψηφία τῶν Ἀθηναίων ἀποτελούμενη ἀπὸ ἀνθρώπους ζωηρᾶς ἰδιοσυγκρασίας δὲν ἠμποροῦσαν νὰ χωνέψουν τὴν ἀσάλευτη ζωήν. Ἐὰν εἰς τὸν ἄλφα ἄρεσε τὸ σπίτι, τοῦ ἐμύριζε ὁ ἰδιοκτήτης.  Καὶ ἐὰν δὲν τοῦ  ἐμύριζε ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἐβρώμαγε ἡ γειτονιά. Καὶ ἐὰν δὲν τοῦ ἐβρώμαγε ἡ γειτονιὰ τοῦ ἀπήρεσκε ἡ συγκοινωνία. Καὶ ἐὰν τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτὰ δὲν τοῦ συνέβαινε ἦταν ἡ ἀνάγκη τῶν νέων προσανατολισμῶν ποὺ ὑπηγόρευε τὴν περιπέτειαν: Ὤχ, ἀδελφέ, τὸ βαρέθηκα τὸ ρημάδι!

Ἐφ’ ὧ καὶ ἐκαλεῖτο τὸ κάρρον. Ὁλόκληρος ἡ σοφὴ μαεστρία τῆς νοικοκυρᾶς ποὺ ἐφρόντιζε μὲ ταλέντο ἰδεώδους σκηνοθέτου νὰ τακτοποιήσῃ τὴν ἐπίπλωσιν ὥστε  ν’ ἀποκρύπτεται ἐπιμελῶς πᾶσα ἀντιαισθητικὴ κουρελαρία –καὶ ἔχουν πρὸ πάντων οἱ γρηὲς τόσην ἀδυναμίαν εἰς τὰς ἀρχαιότητας– κατέρρεε. Τὸ μέγα ἔργον της ἔκειτο εἰς ἄμορφον σωρὸν ἐπὶ τοῦ κάρρου γιὰ νὰ ἀνασυγκροτηθῇ εἰς τὸ καινούργιο σπίτι. Τώρα οὔτε κάρρο οὔτε αὐτοκίνητο. Μὲ μελαγχολικὸν στεναγμὸν κάνει τὴν διαπίστωσιν ὁ μεσίτης:

― Αὐτοκίνητα δὲν ὑπάρχουν διαθέσιμα γιὰ τέτοιες δουλειές. Κι’ οἱ καρροτσέρηδες ἔχουν κι’ αὐτοὶ σηκώσῃ κεφάλι. Σοὺ ζητοῦν τὰ μαλλοκέφαλά τους γιὰ μιὰ μεταφορά. Λοιπὸν ὁ καθένας τὸ σκέπτεται νὰ πληρώσῃ μεταφορικὰ μονάχα δυὸ καὶ τρεῖς χιλιάδες. Ἂν βρῇς μάλιστα καὶ αὐτοκίνητο, καὶ εἶνε μεγάλη μεταφορά, τότε κι’ ἐγὼ δὲν ξέρω τί κοστίζει. Ἀλλὰ δὲν εἶνε οὔτε αὐτὰ τὰ ἔξοδα μονάχα. Τὰ λίγα σπίτια ποὺ νοικιάζονται δὲν ἔχουν βέβαια τὰ ἴδια νοίκια μὲ τὰ περσυνά. Ἐδῶ κι’ ἐκεῖ ποὺ εἶδα μερικὰ σπίτια ζητοῦν ἐνοίκια μεγαλύτερα καὶ δὲν ἀποφασίζει εὔκολα κανένας νὰ δώσῃ διαφορὰ χωρὶς νὰ πάρῃ καὶ σπίτι καλλίτερο. Μὲ ἀντιλαμβάνεσθε; Τέσσαρα δωμάτια, κουζίνα καὶ λοιπὰ εὕρισκες στὰ τέρματα μὲ δυόμιση χιλιάδες. Τώρα  καὶ μὲ τρεῖς δὲν βρίσκεις εὔκολα.

Ἔτσι λοιπὸν ἐφέτος ἡ γενικὴ σεπτεμβριανὴ μετοικεσία ποὺ μετέβαλλε τοὺς Ἀθηναίους γιὰ λίγες μέρες εἰς γραφικοὺς ἀτσίγγανους καταργεῖται καὶ μαζὶ μὲ αὐτὴν αἴρεται καὶ ἡ ἀγωνία τῆς νοικοκυρᾶς. Διότι δὲν εἶναι μόνον τὰ ἔπιπλα ποὺ πρόκειται νὰ μεταφερθοῦν. Εἶνε καὶ τὰ διάφορα ἀποθέματα τροφίμων ποὺ μὲ ἐπιμέλειαν μύρμηκος ἐφρόντισε νὰ συγκεντρώσῃ εἰς τὴν ἀποθήκην της καὶ τὴν ὕπαρξιν τῶν ὁποίων ἀρνεῖται –ἡ καϋμένη– μὲ τόση συγκινητικὴ ὑποκρισίαν: «Ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ σπίτι μας!…».

Πολὺ σωστὰ λοιπὸν τὸ κράτος μελετᾷ τὴν παράτασιν τῶν συμβολαίων γιὰ ἕνα ἀκόμη ἔτος. Μετοικεσία ὑπὸ τὰς σημερινὰς συνθήκας σημαίνει περιπέτειαν ἀρκετὰ ὀδυνηρὰν γιὰ τὴν ὁλότητα σχεδὸν τῶν ἐνοικιαστῶν. Ὅσο γιὰ τοὺς ἰδιοκτήτας, ὅπως ἀνηγγέλθη, θὰ ληφθοῦν καὶ γι’ αὐτοὺς μερικὰ μέτρα ὥστε νὰ ἀποφευχθοῦν οἱ τυχὸν ἐκμεταλλεύσεις. Καὶ βλέπομεν τὸν ἐρχόμενον Σεπτέμβριον.

 

 

                                                                                                Δ. ΨΑΘΑΣ

 

[1] Δημήτρης Ψαθάς, «ΕΝΩ ΜΠΑΙΝΕΙ Ο ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ–ΚΑΤΑΡΓΗΣΙΣ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΣ», εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 30 Αυγούστου 1941, σελ. 1.