ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ[1]
Ὅτι τὰ πράγματα, κατὰ τὸν περίφημον στίχον τοῦ Βιργιλίου, ἔχουν δάκρυα, μεταφορικὰ τουλάχιστον, εἶνε πιθανώτατον˙ ἀλλὰ ὅτι ἔχουν ἐντροπὴν εἶνε λίαν ἀμφίβολον. Ἂν εἶχον ἐντροπήν, θὰ εἶχον καὶ τὴν ἀνάλογον ἀντίστασιν, διὰ νὰ ἐπαναστατήσουν κατὰ τῆς μετοικεσίας τῆς 1 Σεπτεμβρίου, ἥτις τὰ ἐκθέτει εἰς τὸν γέλωτα καὶ τὸν οἶκτον.
Ἀλλὰ τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα εἰς τὰς Ἀθήνας ὀνομάζονται ἔπιπλα καὶ σκεύη, δὲν γνωρίζουν τὴν ἐντροπὴν καὶ ἂν τὴν γνωρίζουν, τὴν γνωρίζουν ἐξ ἀκοῆς καὶ δὲν τὴν αἰσθάνονται, οὔτε τὴν ἐννοοῦν.
Ὁρίστε, ἂν εἶχεν ἐντροπὴν αὐτὸς ὁ κομψὸς καναπές, θὰ ἐπροτίμα νὰ σπάσῃ τὰ πόδια του, παρὰ ν’ ἀνεχθῇ νὰ περιάγεται εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν εἰς αὐτὴν τὴν ἄσεμνον στάσιν, ὕπτιος μὲ τὰ πόδια εἰς τὸν ἀέρα. Καὶ ὅμως μὲ κυνικὴν ἀταραξίαν ἐπιδεικνύει εἰς τὴν ἄσεμνον ἐκείνην στάσιν τὰς ἀσχημίας του. Τόσιν ἔλλειψιν αἰδοῦς ἔχουν, ὥστε χάνουν καὶ τὴν φιλαρέσκειαν τὴν ὁποίαν ἔχουν τὰ κομψὰ ἔπιπλα ὅταν στολίζουν μίαν αἴθουσαν.
Καὶ φαίνονται ἀδιαφοροῦντα ἂν βλέπωμεν τὰς βλάβας καὶ τὰ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα κρύπτουν εἰς τὸ ἡμίφως καὶ χάρις εἰς τὴν ἐπιτηδείαν καὶ ἁρμονικὴν τοποθέτησιν. Ἀδιαφοροῦν ἂν ἐπὶ τοῦ κάρρου ἐναγαλίζωνται παλαιὰ καὶ ταπεινὰ ἔπιπλα καὶ σκεύη ταπεινῆς καὶ δουλικῆς χρήσεως. Ἀδιαφοροῦν ἄν, ἐκτοπιζόμενα ἀπὸ τὸ ἁρμονικὸν σύνολον τῆς ἐπιπλώσεως, χάνουν τὴν αἴγλην τὴν ὁποίαν ἀλληλοδανείζονται, τὴν ὁποίαν συναπαρτίζουν, καὶ τὴν εὐγένειαν τὴν ὁποίαν λαμβάνουν ἀπὸ τὴν ζωὴν καὶ τὴν χάριν ἐκείνων εἰς τοὺς ὁποίους ἀνήκουν.
Ἂν εἶχον φιλαρέσκειαν, θὰ εἶχον καὶ ὑπερηφάνειαν, ἡ ὁποία δὲν θὰ ἠνείχετο νὰ τὰ πιάσουν βάναυσοι χεῖρες καὶ νὰ τὰ σωριάζουν μὲ τόσην ἀσέβειαν καὶ ἀναισθησίαν ἐπὶ βαναύσων κάρρων, τὰ ὁποία μεταφέρουν πέτρας καὶ λιπάσματα.
Ἀλλὰ περισσότερον ἀπὸ τὴν ἀναισθησίαν τῶν κομψῶν καὶ πολυτελῶν ἐπίπλων καταπληκτικὸν εἶνε τὸ θάρρος τῶν πενιχρῶν, τῶν πεπαλαιωμένων ἢ ἀπειροκάλων ἐπίπλων καὶ σκευῶν, τὰ ὁποία φέρουν εἰς τὸ φῶς καὶ περιάγουν τὴν κρυπτομένην ἀθλιότητα καὶ τὴν ἀπειροκαλίαν, τὴν ὁποίαν ἐγνώριζον ὀλίγοι. Δὲν φοβοῦνται τὴν οἰκτρὰν ἐντύπωσιν τὴν ὁποίαν θὰ κινήσουν αἱ ξεκοιλιασμέναι στρωμναὶ καὶ αἱ ξεβαμμέναι καθέκλαι, μετὰ τῆς ἄλλης ἀθλίας συντροφίας των, ἥτις φαίνεται ὡς νὰ πορεύεται εἰς τὸν Καιάδαν. Οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι διστάζουν νὰ εἰσέλθουν εἰς τὰ κέντρα, ὅπου συχνάζουν ἄνθρωποι καλοφορεμένοι. Ἀλλὰ τὰ πενιχρὰ ἔπιπλα δὲν ἔχουν αὐτὴν τὴν συστολήν. Τοὖναντίον περνοῦν ἀπὸ τὴν ὁδὸν Σταδίου μὲ ἰταμότητα διαδηλώσεως. Συμβαίνει μάλιστα τὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα ἔχουν λόγους νὰ κρύπτωνται, νὰ ἐπιδεικνύωνται εἰς τὸ ἐμφανέστερον μέρος. Εἶνε τοῦτο τυχαία σύμπτωσις ἆρά γε ἢ εἶνε μόρτιον θράσος τῶν πραγμάτων;
Ὡρισμένως τὰ πράγματα, τὰ ὁποῖα βλέπομεν αὐτὰς τὰς ἡμέρας διερχόμενα μὲ χυδαῖον θόρυβον εἰς τὰς ὁδοὺς τῶν Ἀθηνῶν, δὲν ἔχουν ἐντροπήν.
Πάντως τὸ αἴσθημα τοῦτο καὶ ἂν ὑπάρχῃ δὲν εἶνε πολὺ ἰσχυρὸν καὶ εὐκόλως ὑποχωρεῖ εἰς τὴν ἀνάγκην τῆς μετοικεσίας, αἴσθημα, φαίνεται, τῆς φυλῆς μας ἐκ τῶν ἰσχυροτέρων. Οἱ Ἀθηναῖοι μὴ δυνάμενοι νὰ μεταναστεύσουν εἰς τὴν Ἀμερικήν, μεταναστεύουν ἀπὸ συνοικίας εἰς συνοικίαν. Καὶ τὴν ἀνάγκην ταύτην συμμερίζονται καὶ τὰ ἔπιπλά των εἰς βαθμόν, ὥστε νὰ θυσιάζουν εἰς αὐτὴν πᾶν ἄλλο αἴσθημα. Ὄχι μόνον δὲν ἐντρέπονται, ἀλλὰ καὶ δὲν φοβοῦνται τοὺς κινδύνους τῆς μετακομίσεως.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΔΙΑΒΑΤΗΣ»), «ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1906, σελ. 1.