ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ[1]
Ἀπὸ κάθε σπίτι, τὸ ὁποῖον ἤλλαξεν ἐνοικιαστήν, μετὰ τὴν προχθεσινὴν μετακόμισιν ἐπερίσσευσαν πολλὰ καὶ διάφορα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα οὔτε ὁ πρώην οὔτε ὁ νέος κάτοικός του τὰ χρειάζεται, οὔτε οἱ «αἴντ-ντὲ-κὰν» τῶν καρραγωγέων, οἱ ὁποῖοι ἐστρατολογήθησαν ἀπὸ τὴν τάξιν τῶν χασισοποτῶν, οὔτε οἱ ἀγοράζοντες παλῃοσίδερα καὶ παλῃὰ παπούτσια, οὔτε αὐτοὶ ἀκόμη φαντάζομαι οἱ κομιτατζῆδες τοῦ Δάνεφ. Τ’ ἀντικείμενα ταῦτα συνίστανται εἰς κουρελομάνι, χαρτομάνι καὶ τενεκεδομάνι. Ὅ,τι τέλος διῆλθεν ἐκ τῆς κουζίνας καὶ ἐξυπηρέτησε διὰ τῆς προσωπικότητός του τὸν νεροχύτην, τὴν καρβουνοθήκην, τὸ πλυσταριὸ καὶ τὴν λιγυρὰν μέσην της Κατερίνας, ἔμεινε περιφρονημένον καὶ ἀπροστάτευτον ἢ μᾶλλον ἐξετέθη διὰ τῆς σκούπας εἰς τὰ πεζοδρόμια πρὸς κοινὴν θέαν καὶ συμπλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς θεᾶς Ἀκαθαρσίας, ἡ ὁποία ἀσφαλῶς ἀντικατέστησεν εἰς τὸν εὐκλεῆ αὐτὸν τόπον τὴν ἀρχαίαν Παλλάδα. Μὲ ἄλλα λόγια καὶ κυριολεκτικῶς ὅλα τὰ ἄπλυτα τῶν μετακομισθεισῶν οἰκογενειῶν ἐβγήκαν ’στὴ φόρα.
Δὲν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ ξεπεσμένοι παλῃοτενεκέδες, ὅλα αὐτὰ τὰ ἄτομα τῆς κουρέλικης κοινωνίας, θὰ λησμονήσουν ἐντὸς ὀλιγίστου χρονικοῦ διαστήματος τὴν παλαιάν των δόξαν καὶ τὴν μαλθακήν των ζωὴν καὶ θὰ συνηθίσουν εἰς τὸ νέον καθεστὼς καὶ τὴν ὑπαίθριον ζωήν, μιμούμενοι τὸν ἀρχαῖον φιλόσοφον καὶ φιλοσοφοῦντες εἰς τὰ ἄκρα τῶν πεζοδρομίων ὑπὸ τὰ μυστικὰ ἀρώματα τὰ ὁποῖα ἐκπέμπονται πρὸς αὐτοὺς ἀπὸ τὰς ὑπονόμους τῶν γωνιῶν.
― Ἐμένα ποῦ μὲ βλέπεις ἐδῶ, λέγει ἕνας χασὲς μπαλωμένος ἀπὸ κασμίρι γιλέκου συνταξιούχου ὑπαλλήλου τῆς Εἰσαγγελίας, ἤμουν ἄλλοτε «μὴ στάξῃ καὶ μὴ βρέξῃ». Φτάνει νὰ σᾶς πῶ, πῶς ἤμουν ὑποκάμισον τῆς ὡραιοτέρας κόρης τῶν Ἀθηνῶν ἡ ὁποία, ναὶ μέν, ἔμεινεν εἰς τὸ ράφι διὰ τὰς ἰδέας της τὰς πολὺ φιλοδόξους, ἀλλὰ ἔπαιξε τὸν πρῶτον ρόλον εἰς ὅλους τοὺς χοροὺς καὶ εἰς ὅλας της τὰς κοσμικὰς ἐμφανίσεις. Ποῦ εἶνε τώρα ἡ νταντέλλες ποῦ μ’ ἐπλαισίωνον, ποῦ ἡ ἀσπράδα μου ἡ ὁποία ἐρρόδιζεν ἀπὸ τὴν παρθενικὴν σάρκα τῆς κυρίας μου καὶ ἐρροφοῦσεν ἡδονικὰ τὸν κοριτσίστικον ἱδρῶτα της, τοῦ ὁποίου τὸ ἄρωμα ἐμεθοῦσε τόσους νέους τῆς ἐποχῆς.
― Σώπα, σαλιάρη, νὰ μὴ σ’ ἀκούω, ποῦ μοῦ κορδώνεσαι σὰ νἄσουν κατιτὶς κ’ ἐσύ. Ἄμ, ποῦ νὰ μ’ ἔβλεπες ἐμένα ἐπὶ Ὄθωνος, διέκοψε, μία ἰδέα σιδερένιας λεκάνης, ἡ ὁποία ἦτο γεμάτη μὲ λιγδωμένα χαρτιὰ καὶ κομμάτια ἐφημερίδων. Ἐγώ, κακομοίρη μου, ἤμουν τὸ πλέον εὐνοούμενον ἀντικείμενον μιᾶς Ἀφροδίτης, ἡ ὁποία, φεῦ, κοιμᾶται τὸν αἰώνιον ὕπνον εἰς τὸ Α΄ νεκροταφεῖον. Εἰς ἐμένα, γεμάτη τότε νερό, ἔχωνε τὸ μουτράκι της καὶ ἐνίβετο. Φαντάσου, καϋμένε, τώρα πῶς κατήντησα.
― Μοὔρχεται νὰ ξεράσω, ὅταν σᾶς ἀκούω νὰ μιλᾶτε ἔτσι. Τὶ εἴσαστε ἐσεῖς ἐμπρὸς σὲ μένα, μωρέ, ἀνεφώνησε μία τσόχα βελάδας. Ἐγώ, μωρέ, μωρὲ ἤμουν βελάδα παλαιοῦ πολιτευομένου, ὁ ὁποῖος ἔγινε ἕξη φορὲς βουλευτὴς Ἀττικῆς καὶ μία φορὰ ὑπουργὸς τῆς Δικαιοσύνης.
Ἄϊντε, νὰ μοῦ χαθῆτε γυναικάκηδες.
― Δὲν τ΄ ἀφίνετε αὐτά, λέω ’γώ, καὶ νὰ σκεφθοῦμε καλλίτερα τί θὰ κάνουμε τώρα, ἐπρόσθεσε μία καπελλιέρα.
― Τὶ θὰ κάνουμε; Ὡραία ἐρώτησις. Θὰ ἠλιαστοῦμε καὶ θὰ γίνουμε φωλῃὰ τῶν ἀδεσπότων μυιγῶν καὶ μικροβίων.
― Καὶ ἂν ἔρθῃ ἔξαφνα τὸ κάρρο τῆς ἀστυνομίας καὶ μᾶς πάρῃ νὰ μᾶς πετάξῃ;
― Μὴ φοβᾶσαι, κουτή. Δὲ διαβάζεις αὐτὸ τὸ λιγδωμένο φύλλο ποῦ εἶνε κοντὰ σου νὰ ἰδῇς τὶ γράφει.
― Διάβασε τό, καϋμένη, γιατὶ δὲν ξέρω γράμματα.
― Νὰ, λέει πῶς ὁ Διευθυντὴς τῆς ἀστυνομίας καταγγέλλει τὸν Δῆμον Ἀθηνῶν διότι δὲν διαθέτει ἀρκετὰ κάρρα διὰ τὴν μετακόμισίν μας, ὁ δὲ Δῆμος πάλιν ἀπαντᾷ διὰ νὰ ἐπιρρίψῃ τὴν εὐθύνην εἰς τὴν ἀστυνομίαν. Καταλαβαίνεις λοιπὸν ὅτι ὁ καυγᾶς ποῦ ἄνοιξαν δὲν θὰ τελειώσῃ ποτὲ καὶ ἐμεῖς θὰ στολίζουμε τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν ἐπ’ ἄπειρον μὲ τὴν ὕπαρξίν μας.
― Πολὺ καλά, ἀλλὰ βλέπεις οἱ δημοσιογράφοι μᾶς ἐχθρεύονται πολὺ καὶ ὅλο φωνάζουν. Τώρα μάλιστα ποῦ ἀκούστηκε καὶ τὸ πρῶτο κροῦσμα χολέρας…
― Μὴ φοβᾶσαι κ’ ἂς φωνάζουν. Ἡ χολέρα μπορεῖ νὰ τοὺς θερίσῃ μία μέρα καὶ τοὺς ἴδιους, ἐμεῖς ὅμως θὰ μείνουμ’ ἐδῶ, ἕως ὅτου φυσήξῃ ὁ ἄνεμος, ὁ ὁποῖος θὰ μᾶς βάλῃ νὰ χορέψουμε καντρίλλιες. Ἄκουσε κ’ ἐμένα ποῦ κάτι ξέρω κ’ ἐγώ.
Ὁ διάλογος αὐτὸς τῶν σκουπιδιῶν γίνεται εἰς ὅλους τοὺς δρόμους καὶ δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ σταματήσῃ νὰ τὸν ἀκούσῃ.
Σωτήρης Σκίπης
[1] Σωτήρης Σκίπης, «ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΣΚΟΥΠΙΔΙΩΝ», εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», 4 Σεπτεμβρίου 1913, σελ. 1.