ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ (Απὸ μίαν μετακόμισιν) (1916)

ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ[1]

(Ἀπὸ μίαν μετακόμισιν)

 

Ἐπὶ τέλους κατώρθωσα διὰ πρώτην φορὰν νὰ ἰδῶ χθές, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο, μετακόμισιν ἐπίπλων Ἀθηναϊκοῦ σπιτιοῦ. Οἱ Ἀθηναῖοι, βλέπετε, ἔμειναν εἰς τὰ ἴδια σπίτια, χάρις εἰς ἕνα εὐεργετικὸν νόμον, ὁ ὁποῖος δίδει ἰσχὺν εἰς τὰ περυσινὰ συμβόλαια.

Ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα ἐφόρτωνε τὸ ἁμάξι ὁ ἁμαξᾶς, βοηθούμενος ἀπὸ μίαν γρηὰν ὑπηρέτριαν καὶ δύο δεσποινίδας. Καρέκλες τραπέζια, κρεββάτια, ντουλάπια, ντεντζερέδες, ὅλα τὰ πολυτελῆ ἐπιπλα τῆς αἰθούσης καὶ τὰ χρήσιμα εἴδη τοῦ μαγειρείου ἐρρίπτοντο φύρδην μίγδην εἰς τὸ ἁμάξι.

― Πρόσεχε τὸν καθρέπτην, φωνάζει ἡ κυρία ἀπὸ τὸ παράθυρον. Νὰ τὸν πάτε στὰ χέρια.

― Ἂχ τὴν κιθάρα μου, φωνάζει ἡ δεσποινίς, καλέ, πῶς τὴν πετᾶτε ἔτσι στὸ κάρρο; Θεέ μου, τί ἀπρόσεκτοι ἄνθρωποι.

― Κική, τρέχα νὰ φέρῃς ἀπὸ τὸ μπουντουὰρ τὰ βάζα φλέρ. Ἀλλὰ μὲ προσοχή, παιδί μου.

Ἡ ἔντονος διαταγὴ τῆς μαμᾶς ἐξετελέσθη παραχρῆμα, καὶ μετ’ ὀλίγον ἡ Κικὴ κατέβαινε τῆς σκάλες κρατοῦσα μὲ εὐλάβειαν τὰ πολύτιμα ἀντικείμενα τυλιγμένα εἰς ἐφημερίδας.

Ποῖος ἆρά γε θησαυρὸς νὰ ἐκρύπτετο ἐκεῖ μέσα; Νὰ ἦσαν ἀνθοδόχαι τῶν χρόνων τῆς Ἀσπασίας ἢ νεώτερα καλλιτεχνήματα ἐκ πορσελάνης; Κάποια δημοσιογραφικὴ περιέργεια, ἡ ὁποία εἶνε περισσοτέρα τῆς γυναικείας, μὲ ἔκανε νὰ πλησιάσω ὀλίγον. Ἀλλὰ τί βάσκανος ὁ δημοσιογραφικὸς ὀφθαλμός! Τὸ δέμα ξεγλυστρᾷ ἀπὸ τὰ χέρια τῆς δεσποινίδος καὶ μεταβάλλονται εὐθὺς εἰς συντρίμματα ἐπὶ τοῦ πεζοδρομίου τὰ μετὰ τόσης ἐπιμελείας  φυλαττόμενα ἀντικείμενα. Καθὼς ἠδυνήθην νὰ ἐξακριβώσω, τὰ δοχεῖα δὲν ἦσαν ἀρχαίας τέχνης, οὔτε τῶν ρωμαϊκῶν χρόνων τουλάχιστον. Ἦσαν ὅμως χρησιμώτατα διὰ τὴν κυρίαν καὶ ἂν δὲν ἦσαν κατάλληλα δι’ ἀνθοδέσμας, πάντως ὅμως ἀπετέλουν ἰδιαίτερον ἀντικείμενον ὀσφρήσεως.

Τὸ ἁμάξι ἐξεκίνησε διὰ τὴν ὁδὸν Πειραιῶς, ὅπου ἦτο τὸ νέον σπίτι. Ἔτριζε ἀπὸ τὸ πολύτιμον φορτίον του. Καὶ πῶς νὰ μὴ τρίζῃ ἀφοῦ ἐσήκωνε ὅλην τὴν σοφίαν τοῦ οἰκοδεσπότου, βιβλιοθήκην ὑπερχιλίων τόμων, ὅλα τὰ μαγειρικὰ σκεύη τῆς κυρὰ Κατερίνας, τὰ μουσικὰ ὄργανα τῶν δεσποινίδων καὶ ὅλον τὸ μπουντουὰρ τῆς κυρίας, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔλειπαν μόνον τὰ δύο πολύτιμα ἀντικείμενα τῆς ἰδιαιτέρας της φροντίδος;

Ο ΑΤΤΙΚΟΣ

[1] Δημήτριος Χατζόπουλος (ψευδ. «Ο ΑΤΤΙΚΟΣ»), εφημερίδα «ΕΘΝΙΚΗ», 3 Σεπτεμβρίου 1916, σελ. 3.