ΑΠΟΔΟΣΙΣ[1]
Ἡ ζωὴ εἰς ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις της, εἰς ὅλα της τὰ φαινόμενα εἶνε μία διαρκῆς παλίρροια καὶ ἄμποτις. Τώρα ἄρχισαν πάλι νὰ ξεκάνουν ἔπιπλα πολυτελείας, σαλόνια, τάπητες, κρεββατοκάμαρες. Ἀφοῦ ἐπέρασε καιρὸς ποῦ ἀγόραζαν, ποῦ ζητοῦσαν ν’ἀγοράσουν καὶ δὲν εὕρισκαν, ποῦ ὁ ἔχων νὰ πωλήσῃ δέκα ὀκάδες παλαιοὺς ὑδροσωλῆνες ἦτο εὐτυχὴς καὶ δὲν εἶχε παρὰ ν’ ἀναθέσῃ τὴν πώλησιν εἰς ἕνα μεσίτην καὶ νὰ κερδίσῃ μόνον ὁ μεσίτης ὅσα ἄλλοτε ἐστοίχιζε τὸ ἐκποιούμενον πρᾶγμα εἰς τὴν ἀγοράν του, τώρα ξεκάνουν πράγματα μὲ τὸν σωρόν. Κυττάξετε τὰς ἀγγελίας τῶν ἐφημερίδων. Περιέχουν περισσοτέρας πωλήσεις μεταχειρισμένων, διατηρουμένων εἰς ἀρίστην κατάστασιν ἐπίπλων, παρὰ – παρ’ ὁλίγον νὰ ἔλεγα ἐνοικιαστήρια! Ὦ παλαιοὶ ἀλησμόνητοι Σεπτέμβριοι τῶν ἀφθόνων ἐνοικιάσεων.
Ὑπάλληλοι ἑτοιμάζονται νὰ μεταβοῦν εἰς τὰς θέσεις των εἰς τὰς νέας ἐπαρχίας, οἰκογένειαι ἀναχωροῦν διὰ τὸ ἐξωτερικόν, οἰκογένειαι ξεπέφτουν.
Καὶ τὸ τελευταῖον εἶνε τὸ συχνότερον καὶ τὸ πλέον ἐνδιαφέρον. Ἀφοῦ ὁ χρυσός, αἱ ἀξίαι τοῦ Χρηματιστηρίου, τὰ περίφημα χαρτιὰ τῶν μυρίων ἐπιχειρήσεων, ποὺ ἐδημιούργησε ἡ πολεμικὴ καὶ ἡ πρώτη μεταπολεμικὴ περίοδος ἀνεβοκατέβαιναν εἰς τὴν ἀγοράν, ὅπως τὰ φασόλια στὸ τσουκάλι καὶ ἅρπαξε ὅποιος εἶχε κουτάλα διὰ τὸ ξάφρισμα, ἔπεσαν τότε στὴς ἀγορές. Ἀγόραζαν ὅ,τι εὕρισκον. Διὰ μιᾶς ἐγέμισαν σπίτια, ἔβαλαν ἔπιπλα καὶ στοὺς διαδρόμους, μετέφεραν πιάνα μὲ τὴς σοῦστες εἰς τοὺς κήπους τῆς Κολοκυνθούς, ἄδειασαν τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ, τὰ παπλωματάδικα, τὰ ἐπιπλοπωλεία, τὰ καθρεφτάδικα. Ἡ μανία τῆς ἀγορᾶς τοὺς κατέλαβεν ὅλους, ἀγόραζαν ὅσο ὅσο καὶ ὅ,τι νᾶνε. Ἐκεῖνο ποῦ ἦτο φθηνότερον, εὐκολώτερον περισσότερον εὐαπόκτητον εἰς τὴν ἀγορὰν ἦτο τὸ χρῆμα. Καὶ τὴν μανίαν αὐτὴν τῶν ἀπροόπτων νεοπλούτων, τὴν ἐξεμεταλλεύθησαν πάλιν ἄλλοι, οἱ ἔχοντες κἄτι νὰ ξεκάμουν, καὶ ἐσχημάτισαν καὶ αὐτοὶ τὰς περιουσίας των.
Ἔτσι, ὑψώθησαν περισσότερον αἱ τιμαὶ καὶ ἀπὸ ὅσο θὰ ἐτόλμων οἱ προμηθευταὶ νὰ ζητήσουν. Ὅλοι αὐτοὶ παρεκάλουν τὴν αἰσχροκέρδειαν νὰ τοὺς δώσῃ κἄτι πρὸς πώλησιν καὶ παρουσιάσθη εἰς αὐτὸν τὸν τόπον τὸ μοναδικὸν φαινόμενο αἰσχροκερδείας τὴν ὁποίαν παρακαλοῦσαν νὰ αἰσχροκερδήσῃ.
Ἀλλ’ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὁ χρυσὸς ἐσταμάτησε τὰ παιχνίδια του, ἡ κίνησις εἰς τὴν ἀγορὰν ἐστράφη πρὸς τὴν κατεύθυνσιν τῆς ὑφέσεως καὶ οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἀγόραζαν εὑρέθησαν μὲ τὰ πράγματα ποῦ ἀγόρασαν. Καὶ ἀρχίζει τώρα αὐτὸ ποῦ φαίνεται τόσο καθαρὰ εἰς τὰς στήλας τῶν ἀγγελιῶν τῶν ἐφημερίδων. Τὸν πλοῦτον ποῦ ἐρρόφησαν μὲ τὴν εὐκολίαν ποῦ κατέπιε τὸ κῆτος τὸν Ἰωνᾶν[2], τὸν ἀποδίδουν εἰς τὴν ἀγορὰν ὅπως ἐκεῖνο τὸν προφήτην εἰς τὴν ἀκτήν. Ἐντὸς τόσον ὀλίγου χρόνου.
Διὰ νὰ χωνεύσῃ κανεὶς τὸν πλοῦτον, νὰ τὸν μεταχειρισθῇ διὰ τὴν ζωήν του, νὰ τὸν κάμῃ παράγοντα τῆς βελτιώσεώς του, νὰ τὸν καταστήσῃ στοιχεῖον πανάγιον τῆς ζωῆς του χρειάζεται στομάχι. Πρέπει νὰ γνωρίζῃ τί εἶνε ὁ πλοῦτος καὶ τὸ χρῆμα καὶ διὰ νὰ τὸ γνωρίζῃ πρέπει νὰ ἔχῃ κάμῃ τὴν μελέτην του. Καὶ μελέτη διὰ τὸν πλοῦτον εἶνε ὁ κόπος, ἡ ἐντατὴ προσπάθεια διὰ τὴν ἀπόκτησίν του.
Ἄλλως τὸν ἀποδίδει ὑπὸ τὴν μορφὴν ἐπίπλων ἐκποιουμένων τρία ἔτη μετὰ τὴν ἀπόκτησίν των. Οἰκτρότερον τέλος δὲν δύναται νὰ ἔχῃ ὁ πλοῦτος.
ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΣ
[1] Διονύσιος Κόκκινος (Ψευδ. «ΜΑΚΚΑΒΑΙΟΣ»), εφημερίδα «ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1920, σελ. 1.
[2] Ένας από τους προφήτες (άκμασε κατά τον 8ο π.Χ . αιώνα) που συνδέθηκε με τον γνωστό μύθο της Παλαιάς Διαθήκης, ο οποίος τον ήθελε να επιβιώνει ένα τριήμερο στην κοιλιά ενός τεράστιου κήτους.