ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΤΙΣΜΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΖΟΤΗΤΑ Η ΠΑΛΑΙΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΗ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ «ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ» ΤΟΥ ΕΝΟΙΚΙΟΣΤΑΣΙΟΥ – ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΠΙΤΙΑ ΠΡΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΣΙΝ; (1931)

ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΩΜΑΝΤΙΣΜΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΖΟΤΗΤΑ

Η ΠΑΛΑΙΑ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΗ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑ

ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ «ΑΠΡΟΣΤΑΤΕΥΤΟΙ» ΤΟΥ ΕΝΟΙΚΙΟΣΤΑΣΙΟΥ.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΠΙΤΙΑ ΠΡΟΣ ΕΝΟΙΚΙΑΣΙΝ;[1]

 

Τὸ ἔθιμον εἶχε κυριαρχήσῃ. Κάθε πρώτην Σεπτεμβρίου θὰ ἐγίνετο ἡ μετοικεσία Βαβυλῶνος στὴ μικρὴ Ἀθήνα, ποὺ δὲν εἶχε, ὅπως λέει καὶ ὁ κ. Μωραϊτίνης, οὔτε Οὖλεν[2], οὔτε Πάουερ[3], οὔτε Σῆμενς[4] καὶ δὲν τῆς ἔσκαβε κανεὶς τοὺς δρόμους καὶ δὲν μετέβαλλε σὲ χαντάκια ἢ ὄγκους χωμάτων τὰ πεζοδρόμιά της. Ἀπὸ τὸν Αὔγουστο ἄρχιζε ὁ περίπατος στὶς συνοικίες, ποὺ δὲν ἀπλώνουνταν ὅπως τώρα στὰ πέρατα τῆς Ἀττικῆς, καὶ ἐπεθεωροῦντο τὰ σπίτια ποὺ εἶχαν ἐνοικιαστήριο – καὶ εἶχαν ὅλα τὰ σπίτια τότε ἐνοικιαστήριο. Οἱ μπογιατζῆδες τῆς ὁδοῦ Ἀθηνᾶς ποὺ τώρα κάθουνται μοιρολατρικὰ στὸν τενεκὲ τὸν ὁποῖον ἔχουν γιὰ νὰ λυώνουν τὸν ἀσβέστη καὶ μὲ τὴ βούρτσα γιὰ σημαδοῦρα ἀναδουλειᾶς, ἐκεῖνες τὶς μέρες εἶχαν ἀέναο κίνησι. Ἄσπρισμα, μερεμέτια, μικροδιορθώσεις, ἔπρεπε νὰ εἶχαν ἑτοιμασθῇ γρήγορα γρήγορα, γιατί τὴν πρώτη τοῦ μηνὸς ὁ καινούργιος νοικάρης θὰ ἐρχόταν στὸ σπίτι. Μπορεῖ τὸ παλῃό του νὰ ἦταν καλλίτερο. Ἴσως εἶχε αὐλὴ μὲ κηπάκο, πλυσταριό, εὐρύχωρο, πηγάδι, αὐτὰ ποὺ δὲν θὰ τὰ εἶχε τὸ καινούργιο, ἀλλὰ ἡ μετοικεσία ἔπρεπε νὰ γίνῃ. Γιατί; Τὸ ἔθιμο βλέπεις…

Καὶ τὴν πρώτην πιὰ τοῦ μηνὸς τὰ κάρρα διεσταυροῦντο στοὺς δρόμους κάθε στιγμή. Εἶχαν ἀπάνω τὰ μόμπιλα. Τὸ πουπουλένιο στρῶμα μὲ τὰ σανίδια ἀπ’ τὸ κρεββάτι στὸ ὁποῖο βολτατζάριζαν ρωμαντικὰ οἱ κορέοι, τὸ λαβομᾶνο, τὸ μπουφὲ μὲ τὰ πιατικά, τὸν καθρέφτη μὲ τὴ χρυσῆ κορνίζα καὶ τὰ τεχνητὰ ἄνθη, τὶς γλάστρες μὲ τὸ βασιλικὸ καὶ τὴ μαντζουράνα κι’ ἀπάνω στὴν κορυφὴ τοῦ Ἀραρὰτ αὐτοῦ τῶν ἐπίπλων τὸ δουλικὸ κρατώντας τὸ κλουβὶ στὸ ὁποῖο πηδοῦσε ἡ καρδερίνα ἢ ὁ φλῶρος! Τὸ πεθερικὸ κέρβερος τῆς οἰκιακῆς περιουσίας, καθόταν μπροστά, ἀκοίμητος φρουρὸς καὶ καθοδηγητής. Εἶχεν ἰδῇ, εἶχε ἐπιθεωρήσῃ εἰς τὰ καθέκαστα τὸ καινούργιο σπίτι, ἔδωκεν τὴν βαρύνουσαν γνώμην καὶ τώρα δρέπει τοὺς καρποὺς τῶν προσπαθειῶν της. Μερικὲς ἀκόμη φροντίδες γιὰ τακτοποίησι- ἐδῶ θὰ εἶνε ἡ σάλα, ἐδῶ ἡ κρεββατοκάμαρα- καὶ θὰ ἡσυχάσῃ γιὰ ἕνα χρόνο· ὕστερα ἂν ἔχουμε ζωὴ μετὰ βλέπουμε:

― Ὅλο στὰ ἴδια καὶ στὰ ἴδια; Θὰ μουχλιάσουμε καλέ…

Ἔτσι τὴν θυμοῦνται οἱ αἰώνιοι καὶ ἀδιόρθωτοι γεροντότεροι τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου τῆς παλῃᾶς μικρῆς Ἀθήνας, ποὺ δὲν εἶχε τὰ κακά τοῦ πολιτισμοῦ ὁ ὁποῖος ἐνέσκηψε ἀπὸ τὴν Δύσιν. Καὶ τ’ ἀφηγοῦνται σὰν θρύλο, καὶ σὰν παραμῦθι σὲ μιὰ γωνιὰ ποὺ ἄλλη φορὰ ἦταν ἤρεμη, καὶ στὴν ὁποία τώρα ἀντηχεῖ ἀπὸ γρατσουνιζόμενη πλάκα γραμμοφώνου τὸ τραγούδι τοῦ Ἀθανασόπουλου καὶ τῆς κακιᾶς πεθερᾶς.

 

∞∞∞∞∞

 

Τώρα δὲν ὑπάρχει μετοικεσία τὴν ἡμέραν αὐτήν. Ὅσων ἔληξε τὸ συμφωνητικὸ γιὰ τὸ παλῃὸ σπίτι, φροντίζουν νὰ βροῦν καινούργιο, καὶ ὅσοι ἔχουν ἀκόμη χρονικὸ περιθώριο μένουν ἐκεῖ ποὺ κάθονται, λαμβάνουν ὅμως ὑπ’ ὄψιν ὅτι ὁ νόμος περὶ ἐνοικιοστασίου ὁρίζει ὅτι:

«Ἀπὸ 1ης Σεπτεμβρίου 1931 εἰς τὰς Ἀθήνας, τὸν Πειραιᾶ καὶ τὴν Θεσσαλονίκη, ὅπου ἐπὶ τριετίαν ἀκόμη ἰσχύει ὁ νόμος, αἴρεται τὸ ἐνοικιοστάσιον διὰ τὰς κατοικίας τῶν ὁποίων τὸ μίσθωμα ὑπερβαίνει τὰς 2.000 δρχ. μηνιαίως ἐπὶ κατοικιῶν καὶ τὰς 3.000 δρχ. προκειμένου περὶ μικτῆς χρήσεως (κατοικία καὶ κατάστημα ἢ κατοικία καὶ γραφεῖον). Διὰ τὰς κατοικίας ποὺ ἔχουν ἐνοίκια κατώτερα τοῦ ὡς ἄνω σημειουμένου –διὰ τὰς ὁποίας ὁρίζεται ὅτι θὰ ἰσχύῃ τὸ ἐνοικιοστάσιον ἕν ἢ δύο ἔτη ἀναλόγως τοῦ μισθώματος– καθορίζεται αὔξησις τοῦ ἐνοικίου πλέον τῆς περυσινῆς κατὰ δύο μονάδας ἐπὶ τοῦ συντελεστοῦ τῆς μέχρι τοῦδε αὐξήσεως. Δηλαδὴ θὰ πληρώνουν, ἀντὶ τοῦ 14πλάσιου τοῦ προπολεμικοῦ ἐνοικίου τὸ ὁποῖον ἐπλήρωναν ἕως τώρα, τὸ 16πλάσιον. Αὐτὰ ἐννοεῖται ἰσχύουν μόνον διὰ τὰς κατοικίας, διότι οἱ ἐνοικιασταὶ καταστημάτων γνωρίζουν ὅτι ὁ συντελεστὴς ἐπὶ τὸν ὁποῖον πολλαπλασιάζεται τὸ προπολεμικὸν ἐνοίκιον αὐξάνεται ἀπὸ 1ης Σεπτεμβρίου 1931 κατὰ δύο μονάδας. Δηλαδὴ ὅσοι ἐπλήρωναν μέχρι τοῦδε 14πλάσιον θὰ πληρώνουν τώρα 16πλάσιον, ὅσοι ἐπλήρωναν 16πλάσιον θὰ πληρώνουν 18πλάσιον καὶ τέλος ὅσοι ἐπλήρωναν 18πλάσιον θὰ πληρώνουν 20πλάσιον».

Αὐτὰ λέγει ὁ νόμος ὁ ὁποῖος παρέχει προστασίαν εἰς ἕνα μέρος τῶν σημερινῶν ἐνοικιαστῶν, μὲ κάποιαν βέβαια θυσίαν, ἀφίνει δὲ πλέον ἀπροστατεύτους, ἀφοῦ ἔκαμεν ἔγκαιρον προειδοποίησιν, ἕνα ἄλλο μέρος, ἀρκετὰ δὲ μεγάλο. Καὶ τῶν τελευταίων ἄρχισε τὸ δρᾶμα τὸν μῆνα ποὺ περάσαμε! Ἐθυμήθηκαν γιὰ λίγο τὰ παλῃὰ των ἀφοῦ ἀνέστησαν τὴν μακαρίαν προσεπτεμβριανὴν ἐποχὴν τῆς παλῃᾶς Ἀθήνας. Ἔκαμαν τὴν τσάρκα των στὴν ἀθηναϊκὴν γειτονιὰ γιατί ἡ ἀνάγκη «ἀλλαγῆς διευθύνσεως», προέκυψεν ἀναπότρεπτος. Ἴσως ἦσαν καλά, πολὺ καλὰ μάλιστα, ἐκεῖ ποὺ εἶχαν στέκι χρόνια τώρα, καὶ γνωρίστηκαν καὶ μὲ τὴ γειτονιά. Ὁ σπιτονοικοκύρης ὅμως ἐπερίμενε πῶς καὶ τί αὐτὴ τὴν ἡμέρα. Χρόνια καὶ χρόνια τώρα ὑφίσταται τὸ «τὰς συνεπείας τοῦ νόμου», ἑνὸς νόμου ποὺ ἦταν ἀπαραίτητος κατὰ τὴν προπολεμικὴν περίοδο, κατὰ τὴν ὁποίαν τὸ ζήτημα τῆς στέγης ἐδημιουργήθη καὶ ἐδῶ ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς χῶρες στυγνόν. Τώρα δὲ ποὺ ὁ νόμος ἦρθε μὲ τὸ μέρος του, διαβάζει κι ἁγιασμὸ γιὰ νὰ διώξῃ καὶ τὰ κακὰ πνεύματα ποὺ θὰ τοῦ ἄφηκε ὁ «νοικάρης τοῦ ἐνοικιοστασίου…».

 

∞∞∞∞∞

 

Ὑπάρχουν ὅμως σπίτια πρὸς ἐνοικίασιν; Ἕνας περίπατος στὴν ἀθηναϊκὴ γειτονιὰ μαζὶ μὲ τὸν ὑπὸ μετοικεσίαν συμπολίτην δίδει σαφῆ ἐντύπωσιν εἰς τὸ ἐρώτημα: Ὑπῆρχαν καθ’ ὅλον τὸν Αὔγουστο ποὺ θεωρεῖται κατὰ κανόνα ὁ μῆνας τῶν ἐνοικιαστικῶν συναλλαγῶν, ὑπάρχουν δὲ ἀκόμη καὶ ἀρκετὰ μάλιστα. Πινακίδες μὲ τὴν σχετικὴν εἰδοποίησιν κάπου κάπου δὲ καὶ περιληπτικὰς πληροφορίας, συναντῶνται συχναὶ ἀναλόγως εἰς τὰς κοντινάς πρὸς τὰ κέντρα συνοικίας, συχνότεραι δὲ εἰς τὰς μακρυνάς. Τὰ μεγαλείτερα σπίτια, τεσσάρων δωματίων καὶ ἄνω, εἶνε ἀπὸ τὰ προσφερόμενα περισσότερον καὶ περιμένοντα τὸν ἐνοικιαστὴν ποὺ δὲν προσέρχεται μὲ τόσην προθυμίαν. Ἐπιτόπιος ἐξέτασις ἀποδεικνύει ἀκριβῆ τὴν βεβαίωσιν μεσιτικῶν γραφείων, ὅτι ἀπὸ τοῦ εἴδους αὐτοῦ τὰ σπίτια προσφέρεται πληθώρα πρὸς ἐνοικίασιν, μὲ ὄχι δὲ ἀναλογίαν πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐνοικιαστῶν, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν κατοικία. Τὰ ἐνοίκιά των δὲν εἶναι βέβαια ἐκπεσμένα, σχετικῶς ὅμως μὲ πέρυσι μειωμένα.

Ἀντιθέτως παρατηρεῖται, ὄχι φυσικὰ σπάνις, ἀλλὰ σχετικὴ δυσκολία εἰς τὴν ἐξεύρεσιν μικρῶν σπιτιῶν, μέχρι τριῶν ἢ καὶ τεσσάρων δωματίων. Τὰ ἐνοικιαστήρια διὰ σπίτια τοῦ εἴδους αὐτοῦ εἶνε κάπως ἀραιά, ἀραιότερα δὲ εἰς τὰς συνοικίας ποὺ περιλαμβάνονται εἰς τὸ σχέδιον τῆς πόλεως.

Οἱ συμπολῖται ποὺ ἐζήτησαν τὸν μῆνα αὐτὸν ἕνα σπιτάκι μὲ τρία δωμάτια, ὅσο δηλαδὴ τοὺς ἐχρειάζετο γιὰ τὴν ὀλιγομελῆ των οἰκογένειαν, ἐκοπίασαν κάπως νὰ τὸ βροῦν. Καὶ ὅταν τὸ βρῆκαν ἐπὶ τέλους θὰ ἀνεκάλυψαν κάποιαν ἔλλειψί του, τὴν ὁποίαν παρέβλεψαν πρὸ τῆς δυσκολίας νὰ βροῦν ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐταίριαζε ἀπολύτως εἰς τὰς ἀνάγκας των, ἐπλήρωσαν δὲ ἐνοίκιον ὄχι ὅσον ἔπρεπε ἐν συγκρίσει μὲ τὸν τιμάριθμον καὶ μὲ τὰ ἐνοίκια τῶν μεγάλων σπιτιῶν. Γιατί; Εἰς τὸ ἐρώτημα προσεπαθήσαμεν νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν μαζὶ μὲ εἰδικόν, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν πολυετῆ του ἐργασίαν εἰς κτηματομεσιτικὰς ἐπιχειρήσεις ἀπέκτησε τὴν πεῖραν ποὺ τοῦ χρειάζεται διὰ νὰ ἠμπορῇ νὰ ἔχῃ γνώμην βαρύνουσαν. Καὶ μετὰ πολλά, κατελήξαμεν εἰς τὴν κρίσιν, ἡ ὁποία ἀναγκάζει κάθε οἰκογενειάρχην νὰ περιορίσῃ κάπως τὰ ἔξοδά του.

― Τὰ δύσκολα χρόνια θὰ τὰ περάσουμε κάπως οἰκονομικώτερα. Τὸ σπίτι μπορεῖ τώρα νὰ εἶνε καὶ μικρότερο. Τρία δωματιάκια καὶ ἕνα χώλ, γίνεται ἡ δουλειά μας. Ἀργότερα ἔχει ὁ Θεός…

Εἶνε ἡ ἐπῳδὸς ποὺ ἀκούεται ἀπὸ τὸν νοικοκύρην, ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἢ ζητᾷ ἀκόμη νὰ ἐνοικιάσῃ σπίτι, γιατί φεύγει ἀπὸ τὸ εὐρύχωρο παλῃό, στὸ ὁποῖον καθόταν προστατευόμενος ἀπὸ τὸ ἐνοικιοστάσιον. Καὶ ἡ ἐπῳδὸς αὐτὴ ἔρχεται σὰν ἀπάντησις εἰς τὸ ἐρώτημα καὶ δικαιολογία τοῦ φαινομένου ὅτι ὑπάρχουν πρὸς ἐνοικίασιν σπίτια πολλῶν δωματίων, ἐνῷ δὲν βρίσκονται εὔκολα καὶ κατάλληλα μικρά.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἡ ἔρευνα ὅμως αὐτὴ ἀπεκάλυψε καὶ κάτι ἄλλο, τὸ ὁποῖον ἐμφανίζεται, τουλάχιστον μὲ τὴν εὐρύτητα ποὺ παρουσιάζεται τώρα, πρώτην φοράν. Μία περίεργος ἀστυφιλία ἐντός τῆς πόλεως. Ἀπὸ τὰς μακρυνὰς συνοικίας συμπολῖται ζητοῦν στέγην κοντὰ εἰς τὰ κέντρα ἢ εἰς τὰς συνοικίας ποὺ εἶνε γύρω ἀπὸ αὐτά. Ἀφίνουν τὴν σχετικὴν ἠρεμίαν τῆς γειτονιᾶς καὶ ἔρχονται εἰς τοὺς πολυθορύβους δρόμους μὲ τὴν ἀέναον κίνησιν.

Τί εἶνε αὐτὴ ἡ κάθοδος πάλιν; Ποῦ νὰ τὴν ἀποδώσῃ κανείς; Εἰς τὰ συγκοινωνιακὰ μέσα; Δόξα ὁ Θεὸς ὅμως ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ αὐτοκίνητα, τὸν τελευταῖο δὲ καιρὸν ἑξαιρετικῶς πολυτελῆ, ποὺ ἐκτελοῦν τὴν συγκοινωνίαν εἰς τὰς γραμμὰς τῶν συνοικιῶν. Ἡ ἀναδουλειὰ μάλιστα τῶν ταξὶ ἐδημιούργησεν ἐπικινδυνωδέστατον διὰ τὰ τράμ, σοβαρώτατον δὲ διὰ τὰ λεωφορεῖα ἀντίπαλον, ὁ ὁποῖος ἐν τούτοις ἐξυπηρετεῖ θαυμάσια τόν κόσμον. Ὥστε:

― Μᾶλλον τὰ ἔξοδα τῆς συγκοινωνίας. Ἡ οἰκογένεια ποὺ θὰ ζητήσῃ ἕνα σπίτι ὑπολογίζει καὶ τὰ ἔξοδα τοῦ τράμ, τοῦ λεωφορείου καὶ τοῦ ταξὶ κάπου-κάπου, τὰ ὁποία φυσικὰ προστίθενται στὸ ἐνοίκιο. Καὶ ἀφοῦ ἔτσι κι ἀλλοιῶς πληρώνει περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι ὁ ἰδιοκτήτης σημειώνει εἰς τὴν ἀπόδειξιν τοῦ μηνιαίου ἐνοικίου, προτιμᾷ τὸ κοντινὸ σπίτι μὲ τὸ μεγαλείτερο ἐνοίκιο χωρὶς ὅμως τὰ ἔξοδα συγκοινωνίας.

Εἶνε ἡ πλέον πιθανὴ δικαιολογία τῆς κατὰ τ’ ἄλλα ἀκατανοήτου ἐκδηλώσεως αὐτῆς τοῦ οὐρμπανισμοῦ, ἡ ὁποία ἔρχεται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὴν τάσιν ποὺ παρετηρήθη νὰ συνδυάζῃ κανεὶς ἐξοχή, ἔστω καὶ ὑπὸ τὴν μορφὴν μακρυνῆς κατοικίας μὲ τὴν ἀνάγκην τῆς μονίμου παραμονῆς τοῦ εἰς τὴν πρωτεύουσαν. Ἄλλος λόγος δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ.

 

∞∞∞∞∞

 

Καὶ τὸν ἑπόμενον Σεπτέμβριον ἕνας ἄλλος κόσμος, ὁ κόσμος ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειράν του θὰ χάσῃ τὴν προστασίαν τοῦ ἐνοικιοστασίου, θὰ τραπῇ πρὸς ἐξεύρεσιν νέας στέγης καὶ θὰ μᾶς θυμίσῃ γιὰ λίγον πάλι τὸν Αὔγουστον καὶ Σεπτέμβριον τῆς παλῃᾶς Ἀθήνας. Τὸ 1933 θὰ εἶνε οἱ τελευταῖοι «προστατευόμενοι». Ὅταν λείψουν καὶ αὐτοί, ὅταν κατὰ τεκμήριον τερματισθῇ ἡ ἀνωμαλία ποὺ ἐδημιούργει ὁ νόμος τοῦ ἐνοικιοστασίου καὶ ἡ συναλλαγὴ εἰς τὰ ἐνοίκια μείνῃ ἐλευθέρα, θὰ ἐπανέλθουμε τάχα στὴν παλῃὰ ἐποχή;

 

ΜΑΛΑΒΕΤΑΣ

 

 

[1] Θωμάς Μαλαβέτας, εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1931, σελ. 3.

[2] Αμερικανική εταιρία, η οποία σε συνεργασία με την Τράπεζα Αθηνών ανέλαβε το 1925 διά συμβάσεως την εκτέλεση των έργων υδρεύσεως των Αθηνών, του Πειραιώς και των περιχώρων. Για τον σκοπό αυτό ίδρυσε και την Ελληνική Εταιρία Υδάτων.

[3] Συντετμημένη ονομασία της αγγλικής «Power and Traction Co», που επικράτησε μεταξύ του αθηναϊκού λαού μετά την ανάληψη από την εταιρία της συμβάσεως ηλεκτροφωτισμού και ηλεκτροκινήσεως της περιοχής Αθηνών – Πειραιώς το 1926. Για την εκτέλεση των υποχρεώσεών της η Πάουερ προέβη σε νέες εγκαταστάσεις ηλεκτροφωτισμού των Αθηνών, του Πειραιώς και των προαστίων αυτών, καθώς και σε προμήθεια νέων ηλεκτρικών οχημάτων και αυτοκινήτων λεωφορείων για την πλήρη εξυπηρέτηση των συγκοινωνιών. Επιπλέον, επέκτεινε σταδιακά το δίκτυο ηλεκτροφωτισμού σε πολλές πόλεις και χωριά της Αττικής, πέρα δηλαδή από την περιοχή που όριζε η αρχική σύμβαση.

[4] Εταιρία ιδρυθείσα το 1847 στο Βερολίνο από τον τότε ανθυπολοχαγό του πρωσσικού Πυροβολικού Βέρνερ Σίμενς και του μηχανικού Γεωργίου Χάλσκε. Η εταιρία Σίμενς και Χάλσκε είχε κύριο σκοπό την εγκατάσταση τηλεγραφικών συγκοινωνιών. Το 1867 περιήλθε στην αποκλειστική ιδιοκτησία των αδελφών Σίμενς και το 1897 μετασχηματίσθηκε σε ανώνυμη εταιρία. Το 1903 ενώθηκε με την εταιρία Σούκερτ και Σία και αποτέλεσε την εταιρία Σίμενς-Σούκερτ. Έτσι το συγκρότημα Σίμενς μέσω των εταιριών της Σίμενς-Χάλσκε και Σίμενς-Σούκερτ ασχολήθηκε με τον κλάδο της ηλεκτροτεχνικής.