ΑΠΟ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΠΙΤΙ[1]
Μόνον τὴν γάτα δὲν κατώρθωσα νὰ μετακομίσω εἰς τὸ νέον σπίτι. Αὐτὴ ἔμεινεν εἰς τὸ παλῃό. Μὲ ἐλησμόνησε μὲ ἐγκατέλειψε καὶ προσφέρει τώρα νιαούρισμα σεβασμοῦ εἰς τὸν νέον ἐνοικιαστήν, τὸν ὁποῖον πρώτην φορὰν ἐγνώρισε. Τὸ ζῶον αὐτό, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον σιωπᾷ τὸ μυστήριον, δὲν γνωρίζει ἄλλον κύριον ἀπὸ τὸ σπίτι. Τὸν ἄνθρωπον τὸν βλέπει ὡς σκιὰν περαστικήν, καὶ μόνον τὸ κτίριον, τὸ στερεόν, τὸ διαρκές, ὑπὸ τὴν στέγην τοῦ ὁποίου σβύνουν αἱ ἀνθρώπινοι γενεαί, κατορθώνει νὰ τοῦ ἐπιβληθῇ. Δὲν ἐτόλμησα λοιπὸν νὰ ἐπιμείνω παλαίων μὲ τὸ σκοτεινὸν αἴσθημα ἑνὸς ζώου.
Ὅταν καὶ τὸ τελευταῖον ἔπιπλον εἶχε μετακομισθῆ καὶ ἔμειναν ἀδειανὰ τὰ δωμάτια, μέσα εἰς τὰ ὁποία αἱ τελευταῖαί μας λέξεις ἐγίνοντο βροντεραί, ἀόριστοι καὶ θλιβεραί, ἡ γάτα μὲ ἐκκύταξε μὲ δύο μάτια ὑπενθυμίζοντα παλαιὸν κεχριμπαρένιο κομβολόγι. Τὴν ἐκάλεσα νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ, νὰ δεχθῇ νὰ τὴν πάρωμεν, ἀφοῦ ἔχει τὴν κακὴν συνήθειαν νὰ μὴ ἀκολουθῇ. Αὐτὴ ἐκύρτωσε τὴν οὐρά της καὶ ἔφυγεν ἀργά, ἀλλὰ κατὰ τρόπον ποὺ ἔλεγεν ἐκφραστικῶς:
― Τὸ παλῃὸ σπίτι εἶνε ἀγαπητότερον ἀπὸ τοὺς παλῃοὺς ἀνθρώπους.
Ναί, τὸ παλῃὸ σπίτι! Πολὺ θλιβερὰ σὲ βλέπει ὅταν τὸ ἀφίνης. Κάθε τοῖχός του καὶ ὁ ἤσκιος σου χιλιάκις μεγαλογραφηθεῖς ἐκεῖ ἀπὸ τὴν λάμπα, κάθε γωνία του καὶ ἕνα καταφύγιον, κάθε παράθυρό του καὶ ὅλος ὁ οὐρανός. Ἐδῶ ὠνειρεύθεις, ἐκεῖ ἔκλαψες, ἐδῶ ἐτόλμησες, ἐκεῖ ἤλπισες, ἐδῶ ἄνοιξες ἕνα βιβλίον, ἐκεῖ συνετρίβης, ἐδῶ ὡμίλησες μὲ τὸν ἑαυτό σου, εἰς ἐκεῖνο ἐκεῖ τὸ παράθυρον τὴν τάδε ὥραν ποῦ περνοῦσαν τὰ σύννεφα ἦλθεν ἡ Ἰδέα καὶ σὲ ἔζωσε μὲ τὸ ξίφος της, προστάζουσα νὰ μὴ δειλιάσῃς. Κάθε αἴσθημα τοῦ ἀνθρώπου ἔχει καὶ μία πατρίδα, τὸν τόπο εἰς τὸν ὁποῖον τὸ ἔννοιωσες. Κάθε στιγμὴ του ἔχει καὶ ἕνα λίκνον. Κάθε ἀποτυχία του ἔχει καὶ ἕνα τύμβον, κάθε ἐπιτυχία του ἕνα βάθρον. Εἶνε οἱ τόποι, οἱ μικροί, οἱ ἀσήμαντοι, οἱ χωρὶς ἐνδιαφέρον διὰ τὸν ἄλλον, ἀλλὰ ἡ τοπογραφία τῆς ἰδικῆς σου ζωῆς. Μόλις τοὺς ἰδῇς πολλαπλασιάζεται ὁ ἐαυτός σου, ὡς μέσα εἰς καθρέφτην. Λυτὴ εἶνε ἡ ἕλξις τοῦ παλαιοῦ σπιτιοῦ.
Ἀλλὰ ὑπάρχει γιὰ τὸν ἄνθρωπον παλαιὸν σπίτι; Προφθάνει κανεὶς νὰ ἐνθυμῆται; Πόσα πρέπει νὰ πάθῃ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος διὰ νὰ πεισθῇ ἐπὶ τέλους ὅτι ἡ ἀνάμνησις εἶνε ἀδυναμία καὶ ὁ στοχασμὸς τῶν ἐρχομένων καὶ μελλόντων ἡ μόνη δύναμις; Κυττάξετε τὸ νέον σας σπίτι. Λάμπει ἀπὸ νεότητα. Τίποτε δὲν ἀπέθανεν ἐντὸς αὐτοῦ. Οἱ ἄσπροι τοῖχοί του εἶνε ὡς ἡ ὀθόνη τοῦ ζωγράφου ποὺ περιμένει τὴν πρώτην γραμμήν. Ὅλα ἐκεῖ μέσα ὑπόσχονται. Ἀνοίγετε τὸ παράθυρο, νέος οὐρανός. Νέοι τόποι, νέοι ἄνθρωποι τριγύρω. Νέοι θόρυβοι.
Μία καμπύλη Ἀττικοῦ βουνοῦ, ἕνα κομμάτι φῶς καὶ χῶμα σᾶς χαιρετᾷ διὰ μέσου δύο σπιτιῶν ἀπὸ μακράν, ἕως ποῦ θὰ τὸ γνωρίσιτε καλά, νὰ τὸ κάμετε σύντροφον, νὰ αἰσθανθῆτε δι’αὐτὸ Εὐριπίδειον ἔρωτα. Ἕνα δένδρο σαλεύει ἀπέναντί σου εἰς τὴν ἄλλην αὐλήν. Λαλεῖ. Νεύει. Ἕνα παράθυρο ἀνοίγεται. Ἕνα ἄγαλμα Ὀλυμπιονίκου, ἐπάνω σὲ κἄποιον γεῖσον γειτονικοῦ σπιτιοῦ, ὁρμᾷ νὰ πετάξῃ ἐλαφρὰ εἰς τὴν ἀταραξίαν τοῦ κυανοῦ. Ὅλα γύρω εἶνε ὡραῖα. Ὅλα εἶνε νέα. Ἀπὸ κἄπου ἔρχεται ἡ Ἀθηναϊκή, ἡ κεντρίζουσα, ἡ ραπίζουσα τὴν αἴσθησιν, ἡ Σεπτεμβριανὴ μυρωδιὰ πλυνομένου βαρελιοῦ. Ἡ πόλις ὅλη ἀσθμαίνει ἀπὸ νέους ἀνθρώπους τῆς φυλῆς μας, ἀπὸ τὴν ἀναζήτησιν, ἀπὸ ὄνειρα, ἀπὸ μάχην, ἀπὸ πόθον ἔργων. Εἶνε Σεπτέμβριος. Τὰ σύννεφα περνοῦν…
Ζ. Π.
[1] Ζαχαρίας Παπαντωνίου (Ψευδ. «Ζ.Π.»), «ΑΠΟ ΕΝΑ ΝΕΟ ΣΠΙΤΙ», εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1905, σελ. 1.