ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΟΝ[1]
Χθὲς ἦτο πρώτη Σεπτεμβρίου. Οἱ Ἀθηναῖοι, οἰκογενειάρχαι καὶ μή, ἐφόρτωναν τὰ ὑπάρχοντά των εἰς ἕνα κάρρο καὶ ἤλλασσαν κατοικίαν. Ὁ καναπὲς τῆς σάλας καὶ ὁ καθρέπτης τῆς κυρίας, –τί δὲν θὰ ἔχῃ ἰδῇ αὐτὸς ὁ καθρέπτης,– μαζὶ μὲ τὸ στρῶμα τοῦ μπεμπὲ καὶ τὸ κομοδίνο περιπατοῦν μὲ τὸ κάρρο ἀνὰ τὰς ὁδοὺς τῆς πόλεως. Ἡ μικρὰ δουλίτσα ἀκολουθεῖ μὲ μίαν προτομὴν τῆς Ἀφροδίτης χωρὶς μύτην, καὶ μὲ τὴν λάμπαν τοῦ πετρελαίου, ὁ γαμβριᾶς τοῦ σπιτιοῦ ρίχνει πέτρες εἰς τὸ κάρρο, διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ὁ καθρέπτης σπάῃ εὔκολα ἢ ὄχι, καὶ ἡ ἐπίλοιπος οἰκογένεια μεταφέρει τὰ τιμαλφῆ πράγματα εἰς τὴν νέαν κατοικίαν. Ἐκεῖ προσκαλεῖται ὁ παπᾶς, ὁ ὁποῖος εὔχεται νὰ «προκόψῃ ὁ οἶκος». Μοῦ ἔλεγαν, ὅτι εἰς ἕνα χαρτοπαίγνιον, τὸ ὁποῖον ἤλλαξεν ἕδραν, ἔγεινεν ἁγιασμὸς καὶ τέλος ὁ ἱερεὺς δὲν ὤκνησε νὰ παρακαλέσῃ τὸν Ὕψιστον νὰ προκόψῃ τὸ κατάστημα, δηλαδὴ νὰ ἔρχεται «σῶτος» ὁ πάγκος.
∞∞∞∞∞
Οἱ οἰκοδεσπότες δὲν ἡσυχάζουν παρ’ ὅταν προπληρωθοῦν τὴν τριμηνίαν τοὐλάχιστον καὶ ἰδοῦν, ὅτι οἱ νέοι κάτοικοι ἔχουν ἔπιπλα πλούσια καὶ πολλά. Τὰ ἔπιπλά τους ἐξασφαλίζουν κατὰ πάσης κακῆς φορᾶς τῶν πραγμάτων. Κἄποιος ἐνοικίασε ἕνα σπίτι, προεπλήρωσε καὶ μετέφερε χθὲς τὰ ἔπιπλά του. Ὅταν ὁ οἰκοδεσπότης εἶδε, ὅτι ἦσαν ὀλίγα καὶ πτωχὰ ἠρώτησε:
― Αὐτὰ εἶνε ὅλα;
― Τώρα θὰ ἔλθῃ καὶ ἡ κυρία μου…
Καὶ ἠκολούθει ἡ σύζυγος· ὄγκος ἁμιλλώμενος εἰς διαστάσεις μὲ τὸν κ. Σερπιέρην.[2] Ἡ κυρία ὅμως δὲν εἶνε ἔπιπλον, ὅπως ἠθέλησε νὰ τὴν παραστήσῃ ὁ μεταφραστὴς τοῦ γνωστοῦ ἄσματος τοῦ Ριγολέττου[3], καὶ ὁ οἰκοδεσπότης ἔμεινε σκεπτικός.
Ἡ συνήθεια αὐτὴ τῶν οἰκοδεσποτῶν μοῦ ἐνθυμίζει τὴν βοημικὴν ζωὴν τοῦ Μυρζὲ[4] καὶ τὸν ἥρωά του ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ὅταν τοῦ ἐζήτησαν τὰ ἔπιπλά του, μετέφερεν εἰς τὴν νέαν του κατοικίαν κἄτι παλαιὰ χάρτινα ἔπιπλα ἑνὸς θεάτρου, ἕνα θρόνον βυζαντινὸν καὶ ἕνα ντουλάπι ἀπὸ καρτόνι, καὶ εἶπεν ὅτι δὲν ἔχει ἄλλα. Αὐτὰ ὅμως γίνονται μόνον εἰς τὰ μυθιστορήματα· εἰς τὴν πραγματικότητα… πέφτει καὶ ξύλο.
∞∞∞∞∞
Διατὶ τόσον ἄγριαι αἱ συναντήσεις αὐταὶ εἰς τὸ πεδίον τῆς τιμῆς; Ἡ μονομαχία σήμερον εἶνε ἁπλῶς τύπος. Οἱ ἀντίπαλοι, οὔτε πρόκειται, οὔτε θέλουν νὰ ἐξοντώσῃ ὁ εἷς τὸν ἄλλον· ἡ κοινωνία παρεδέχθη, ὅτι πρέπει νὰ ὑπάρχῃ ἕνας τρόπος λύσεως τῶν ζητημάτων ἐκείνων, τὰ ὁποῖα δὲν ἔχουν ἄλλην λύσιν· καὶ ὥρισε τὴν μονομαχίαν. Τὸ ἔθιμον μετεφυτεύθη καὶ ἐδῶ καὶ ἐρρίζωσε. Καλὰ ἢ κακὰ αὐτὸ εἰς ἄλλους ἐναπόκειται νὰ τὸ συζητήσουν. Ἢ οὕτως ἢ ἄλλως ὅμως ἡ μονομαχία ἔπρεπε νὰ λήγῃ μόλις ἐκπληρωθοῦν οἱ ἀπαραίτητοι τύποι. Τὸ αἷμα πλέον ἔπαυσε νὰ εἶνε ἀπαραίτητον· κανεὶς πλέον δὲν εἶνε αἱμοχαρής.
Ὁ Ταβερνιὲ[5] καὶ οἱ διάφοροι ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐξέδωκαν ἕναν τόμον μιᾶς δραχμῆς καὶ ὑπέγραψαν οὐκάζια κανονίζοντα τὰς σχέσεις τῶν ἔντιμων ἀνθρώπων, ἔγραψαν δι’ ἄλλας ἐποχὰς καὶ δι’ ἄλλους ἀνθρώπους. Εἰς τόπον ὅπου ὁ ἥλιος μειδιᾷ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἕως τὸ βράδυ, καὶ οἱ ἄνθρωποι πίνουν ναργιλὲ τὰς πέντε ὥρας τοῦ ἡμερονυκτίου τόσος μεσαιωνικὸς ἱπποτισμὸς εἶνε ξένος.
∞∞∞∞∞
Ἕνας ἐνενηκοντούτης γέρων ἐπεσεν ἀπὸ τοὺς βράχους τῆς πειραϊκῆς ἀκτῆς καὶ ἐπνίγη. Κανεὶς δὲν γνωρίζει τοὺς λόγους τῆς αὐτοκτονίας τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ ὑπάρχουν ὅμως· ἡ αὐτοκτονία εἶναι ἀπὸ τὰ ὀλίγα πράγματα ποῦ ἔχουν πάντοτε λόγον, ἔστω καὶ ὅταν ὁ λόγος αὐτὸς δὲν εἶνε ἐπαρκής.
Ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι φεύγουν νύκτα ἀπὸ μίαν φυλακήν, ὅταν τοὺς μένουν ἔτη πολλὰ διὰ νὰ ἐκτίσουν τὴν ποινήν τους. Ἀλλ’ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος πρόκειται νὰ ἐλευθερωθῇ σήμερον ἢ αὔριον, διατὶ πηδᾷ ἀπὸ τὸ παραθυρον;
Ο ΔΕΙΝΑ
[1] Γεώργιος Τσοκόπουλος (Ψευδ. «Ο ΔΕΙΝΑ»), «ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΟΝ», εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ», 2 Σεπτεμβρίου 1908, σελ. 1.
[2] Ο ευτραφής και γλεντζές Φερδινάνδος Ι. Σερπιέρης απασχολούσε τις κοινωνικές στήλες και απαθανατίστηκε –λόγω του όγκου του– από το πενάκι του Ραψομανίκη.
[3] Rigoletto: Όπερα σε τρεις πράξεις του Giuseppe Fortunino Francesco Verdi πάνω σε ιταλικό λιμπρέτο βασισμένο στο θεατρικό έργο του Victor Marie Vicomte Hugo «Ο βασιλιάς διασκεδάζει».
[4] Πρόκειται για τον Γάλλο μυθιστοριογράφο και ποιητή Louis-Henri Murger (1822-1861), ο οποίος ήταν γιος ενός μετανάστη από την Σαβοϊα και συνέγραφε το έργο «Σκηνές μποέμικης ζωής».
[5] Ο Adolphe Tavernier συνέγραψε και εξέδωσε (1888) το έργο «L’Art Du Duel».