ΑΝΑΓΚΗ[1]
Εἶνε, φαίνεται, βέβαιον ὅτι φέτος αἱ μετοικεσίαι τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ὠλιγώστευσαν ἐπαισθήτως. Ἡ γενικὴ ἐντύπωσις εἶνε αὔτη. Ἐν τοσούτῳ ἐὰν ἀρωτᾶτε ἕνα ἕκαστον τῶν Ἀθηναίων αὐτὰς τὰς ἡμέρας θὰ σᾶς ἔλεγεν ὅτι ἔχει μετακόμισιν. Πῶς δύναται νὰ ἐξηγηθῇ αὐτὴ ἡ ἀντίθεσις μεταξὺ φαινομένων καὶ λεγομένων; Μήπως αἱ μετακομίσεις φέτος ἔγιναν αἱ πλεῖσται ἐν καιρῷ νυκτός;
Εἶχα παρατηρήσει ἄλλοτε ὅτι εἶνε πάρα πολὺ τὸ θάρρος ἐπίπλων τινῶν νὰ παρουσιάζωνται εἰς τὸ φῶς τοῦ ἡλίου καὶ νὰ πομπεύουν διὰ τῶν κεντρικῶν ὁδῶν τὴν ἀθλιότητά των. Μήπως τὰ παλαιὰ καὶ οἰκτρὰ ἔπιπλα καὶ σκεύη ἤρχισαν νὰ καταλαμβάνωνται ὑπὸ ὀψίμου αἰδημοσύνης;
Ἀλλὰ τὰ παράπονα τῶν καρραγωγέων, οἵτινες δὲν ἔμειναν καθόλου εὐχαριστημένοι ἐκ τῶν ἐργασιῶν τῆς 1ης Σεπτεμβρίου ἀποκλείουν τοιαύτην ὑπόθεσιν. Αἱ μετακομίσεις δὲν ἔγιναν ἐν ὥρᾳ νυκτός, ἀλλὰ δὲν ἔγιναν ὅσαι εἰς παρελθόντα ἔτη. Αἱ μετακομίσεις ὠλιγόστευσαν.
Ἀλλὰ τότε πάλιν πῶς ὅλοι σχεδὸν λέγουν ὅτι ἔχουν μετακόμισιν;
Τὴν ἐξήγησιν τοῦ αἰνίγματος μοῦ ἔδωκεν εἷς τῶν ὑπαλλήλων τοῦ γραφείου μας, ὅστις δικαιολογούμενος διὰ τὴν παραμέλησιν μιᾶς ἐντολῆς τοῦ γραφείου, εἶπεν ὅτι εἶχε μετακόμισιν καὶ ἑπομένως ποῦ νὰ ἔχῃ νοῦν εἰς τὸ κεφάλι του μὲ τόσους περισπασμούς; Ἂλλ΄ ἔπειτα ἐγνώσθη ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μετεκινήθη ἀπὸ τὴν παλαιάν του κατοικίαν καὶ ἑπομένως ἡ μετακόμισις καὶ οἱ περισπασμοὶ της ἦσαν ἀπλαὶ προφάσεις.
Φαίνεται δὲ ὅτι τὴν πρόφασιν αὐτὴν ἐπωφελοῦνται καὶ ἄλλοι. Μὲ τὸ τέλος τοῦ Αὐγούστου καὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ Σεπτεμβρίου συμπίπτουν καὶ διάφοροι ὑποχρεώσεις, διὰ τὴν ἀναβολὴν τῶν ὁποίων παρέχει μίαν πρόφασιν ἡ μετοικεσία. Τί διάβολο! Ἐδιάλεξες τὴν ἡμέρα νὰ μὲ στεναχωρήσῃς, τώρα ποῦ ἔχω τόσα ἔξοδα καὶ τόσες σκοτοῦρες μὲ τὴν μετακόμισιν; Ἔχω νὰ πληρώσω νοίκια ὀφειλόμενα εἰς τὸ παλαιὸν καὶ προκαταβολὴν εἰς νέον σπίτι. Τί νὰ πρωτοκάμω;
Εἰς ἄλλους πάλιν ἡ 1η Σεπτεμβρίου παρέχει εὐκαιρία νὰ ἱκανοποιήσουν μίαν ἀνάγκη συμπαθείας. Εἶνε ὀλίγον ὡς τὰ παιδία τὰ ὁποία μεγαλοποιοῦν τὰ παθήματα καὶ τὸν πόνον των διὰ νὰ φιλήσῃ ἡ μαμὰ τὸ χεράκι ποὺ ἔχει τὸ «βαβά». Μεγάλοι μπεμπέδες καὶ αὐτοὶ ἐπιζητοῦν, χωρὶς νὰ τὸ ἐννοοῦν, συμπάθειαν διὰ τὸ βαβά των, ἢ εὑρίσκουν ἀφορμὴν νὰ περάσουν ὡς μικροὶ ἥρωες περιπετειῶν. Ἄφησέ με κι’ ἔχω λυώσει στὰ πόδια μου μὲ τὴ μετακόμισι. Τί γίνεται στὸ σπίτι μου εἶνε ἀπερίγραπτον. Ὅλα ἄνω κάτω. Εἶνε νὰ γελᾷς καὶ νὰ κλαῖς συγχρόνως. Φαντάσου ποῦ χθὲς ἀφῃρημένος ἐπῆγα στὸ παλιὸ σπίτι. Αὐτὸ τὸ ἀστεῖον λάθος τὸ ἔχουν πάθει ὅλοι περίπου οἱ Ἀθηναῖοι. Καὶ ἐξ αὐτοῦ ἡ φαντασία δὲν δυσκολεύεται νὰ πλάσῃ μίαν ἱστορίαν παρεξηγήσεων ὀλίγον ἢ πολὺ διασκεδαστικήν.
Ὥστε ἡ 1 Σεπτεμβρίου ἱκανοποιεῖ καὶ μίαν φιλαρέσκειαν ἄλλου εἴδους. Καὶ διὰ τοῦτο ὑποθέτω ὅτι καὶ ἂν παύσῃ μίαν ἡμέραν τὸ ἔθιμον τῆς πανδήμου μετοικεσίας θὰ ἐξακολουθοῦν ὅμως νὰ ὑπάρχουν Ἀθηναῖοι λέγοντες ὅτι ἔχουν μετακόμισιν καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε τί τραβοῦν.
Ἀλλὰ θὰ παύσῃ; Ἐὰν πρέπει νὰ πιστεύσω τὰς σκέψεις ἑνὸς φίλου μου περὶ αὐτοῦ τοῦ ἐθίμου θὰ βραδύνῃ πολὺ νὰ ἐγκαταλειφθῇ, διότι δὲν εἶνε ἁπλὴ συνήθεια ἐκ μιμήσεως, ἀλλὰ παρακίνησις ἐνστίκτου, τὸ ὁποῖον διασώζομεν ἐκ τοῦ νομαδικοῦ βίου τῶν ἀρχεγόνων προπατόρων μας.
Ἐπὶ τούτου ἔχει κάμει ὁλόκληρον θεωρίαν, λαβῶν ἀφορμὴν ἀπὸ ἓν μικρὸν γεγονός. Μοῦ τὸ διηγήθη τὴν 1 Σεπτεμβρίου ἐνῷ κατεβαίναμεν εἰς τὸ Φάληρον.
― Χωρὶς νὰ ἔχω μετακόμισιν εὑρῆκα εἰς τὸ σπίτι μου σήμερον μετακόμισιν. Εἶχαν ἀναστατώσει τὰ ἔπιπλα διὰ νὰ τοποθετήσουν διαφορετικά. Δὲν σοῦ δίδει αὐτὸ τὴν ὑπόνοιαν ὅτι ἡ ἀθηναϊκὴ μετοικεσία τῆς 1 Σεπτεμβρίου εἶνε ἀνάγκη εἰς τὸ αἷμά μας, τὴν ὁποίαν διατηροῦμεν ἀπὸ τοὺς χρόνους τῶν μεταναστεύσεων; Ἀντὶ νὰ μεταναστεύομεν ἀπὸ χώρας εἰς χώραν, μεταναστεύομεν ἀπὸ γειτονιᾶς εἰς γειτονιάν.
Ὅταν δὲ καὶ αὐτὴ ἡ μετατόπισις δὲν εἶνε δυνατή, μετατοπίζομεν τὰ ἔπιπλά μας. Τὴν ἡμέραν ποῦ θὰ παύσῃ αὐτὴ ἡ ἔνστικτος ἀνάγκη, θὰ ἔχωμεν κόψει ἕνα ἐκ τῶν τελευταίων δεσμῶν οἵτινες μᾶς συνδέουν μὲ τοὺς βαρβάρους προγόνους. Ὁ πολιτισμὸς μας ἀρχίζει ἀφότου οἱ ἄνθρωποι ἔκτισαν πόλεις, διὰ νὰ ἐγκατασταθοῦν εἰς αὐτὰς διαρκῶς. Καὶ ὁ πολιτισμός μας θὰ γίνῃ πλήρης καὶ αὐτοτελὴς ὅταν ὅλοι θὰ ἔχουν ἐντὸς τῶν πόλεων καὶ σταθερὰς κατοικίας.
― Καὶ σταθερὰ ἔπιπλα.
―Μὰ νὰ σοῦ ‘πῶ… Ὅσον μετακινοῦνται τὰ ἔπιπλα τόσον φθείρονται.
ΔΙΑΒΑΤΗΣ
[1] Ιωάννης Κονδυλάκης (Ψευδ. «ΔΙΑΒΑΤΗΣ»), «ΑΝΑΓΚΗ», εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», 5 Σεπτεμβρίου 1905, σελ. 1.