ΑΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ ΜΑΣ (1897)

ΑΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ ΜΑΣ[1]

 

Καὶ ἐπὶ τέλους καθιερώθη σήμερον –μὴ ἐρωτᾶτε διατί, ἀπὸ ποίαν θυμοσοφίαν, ἀπὸ ποίαν ἐπινόησιν, δι’ αἰτίαν ποίαν καὶ πρὸς τίνα σκοπὸν– νὰ λαμβάνουν σήμερον οἱ Ἀθηναῖοι τὸ κράββατόν των εἰς τὰς χεῖρας καὶ νὰ πορεύωνται ὅπως πήξουν τὴν σκηνὴν των ἀλλαχοῦ.

Εἶνε ἐπὶ τέλους ἔθιμον τὸ ὁποῖον οἱ πατέρες μας μᾶς ἐκληροδότησαν καὶ τὸ ὁποῖον κατήντησε διὰ τῆς χρήσεως καὶ τῆς πολυκαιρίας ἀληθὲς ἔνστικτον.

Καὶ γνωρίζω πολλοὺς –ἀρκετοὺς ‘ξεύρετε– Ἀθηναίους πολὺ εὐχαριστημένους ἀπὸ τὸ σπίτι των, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τὸν Αὔγουστον ἤρχισαν αἰσθανόμενοι τὴν μεγάλην ἀνησυχίαν, τὴν φοβερὰν νοσταλγίαν τῆς ἀλλαγῆς καὶ οἱ ὁποῖοι χωρὶς σκέψιν σταθερὰν ἀκόμη, ἀμφίβολοι, ἀλλὰ καὶ γεμάτοι ἀπὸ ἐπιθυμίας καὶ σχέδια, διέτρεχον τὴν πρωτεύουσαν καὶ παρετήρουν τὰ ἐνοικιαστήρια καὶ ἔλυωναν ἀπὸ ἐπιθυμίαν πρὸ τῶν καινουργῶν παραθύρων καὶ τῶν ὑψηλῶν στεγῶν καὶ τῶν μεσημβρινῶν δωματίων.

Καὶ πολλοὶ ἤλλαξαν σπίτι καὶ πολλοὶ αὔριον ἀνασκολοπίζουν ὁλόκληρα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ καταστρέφουν τὸν ρυθμὸν τῆς ὑπάρξεώς των καὶ ἀναστρέφουν καὶ περιπλανοῦν τὸ ρεῦμα τὸ ἥσυχον τῆς καθημερινῆς των ζωῆς, ζητοῦντες τύχην νέαν.

Καὶ εἶνε ἴσως ἀκριβῶς τὸ τυχοδιωκτικὸν πνεῦμα, τὸ ἐνυπάρχον εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τὸν παράλιον ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ κόσμου, τὸ τυχοδιωκτικὸν πνεῦμα τῶν Ἰώνων καὶ τῶν Φοινίκων, τὸ ὁποῖον ἐξεφυλίσθη πλέον καὶ ἀπομένει βυθισμένον εἰς μετοικεσίας.

 

∞∞∞∞∞

 

Καὶ ὁπωσδήποτε καὶ ἐφέτος ἤρχισε καὶ θὰ ἐξακολουθήσῃ ἡ μετοικεσία καὶ ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου οὔτε ὀλιγώτερον κωμική, οὔτε ὀλιγώτερον τραγικὴ θὰ εἶνε.

Ὁ πόλεμος, ἡ ταραχή, δὲν μετήλλαξαν εἰς τίποτε τὸ ἔθιμον καὶ τὰ ἐνοικιαστήρια δὲν ἐξεκρεμάσθησαν βέβαια ἕνεκα τῆς ἥττης καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς σημεῖον πένθους δὲν θὰ μείνουν ἀσφαλῶς εἰς τὸ αὐτὸ σπίτι ὅταν εἶνε παγωμένον καὶ ὅταν ρέῃ τὸν χειμῶνα καὶ ὅταν τὰ δωμάτιά του εὑρέθησαν ὑγρά.

Καὶ διὰ τοῦτο θὰ ἴδωμεν ἐκ νέου εἰς τὰς ὁδοὺς τὸ ντροπιασμένον θέαμα ὅλων τῶν ξεκοιλιασμένων καρεκλῶν καὶ ὅλων τῶν ἀμφιβόλων ἐπίπλων καὶ ὅλου τοῦ home τὸ ὁποῖον ὡς γυμνότης θὰ περιπατηθῇ εἰς τὴν ὁδόν.

Καὶ ἂν εἴμεθα μάλιστα ἐπιρρεπεῖς εἰς παρατηρήσεις καὶ εὐθυμίαν, θὰ παρατηρήσωμεν βαθύτερον καὶ θὰ δυνηθῶμεν ἂν θέλωμεν νὰ ψυχολογήσωμεν ἄτομα καὶ χαρακτῆρας ἐκ τοῦ ρυθμοῦ τῶν ἐπίπλων καὶ ἐκ τοῦ σχεδίου τῆς κλίνης καὶ ἐκ τοῦ λεπτοῦ ἢ ὀγκώδους τῶν τραπεζῶν καὶ ἐκ τοῦ χρώματος τῶν παραπετασμάτων.

Ὤ! ἡ ψυχολογία τῶν ἐπίπλων καὶ τῶν χρωμάτων, ἡ μᾶλλον ἀλάνθαστος, ἡ μᾶλλον ἀκριβὴς καὶ ἡ ὁποία εἰς τόσην ἀσυναρτησίαν καὶ μὲ τόσην κωμικότητα ἐκτυλίσσεται κατὰ τὴν πρώτην αὐτὴν Σεπτεμβρίου.

Καὶ πρὸ πάντων θ’ ἀναγκασθῶμεν καὶ ἡμεῖς νὰ μετοικήσωμεν. Τὰ δωμάτιά μας θὰ σπαραχθοῦν ἀσπλάγχνως, αἱ συνήθεις μας γωνίαι θὰ καταρρεύσουν˙ τόσαι τοποθεσίαι τοῦ οἴκου θὰ χάσουν τὰ μυστήριά των, τόσαι ἀναμνήσεις θὰ ἀποπτοῦν.

Θὰ ἴδωμεν ἔπιπλα ἀντίθετα καὶ ἐχθρικὰ συνενούμενα ἐντός τοῦ μοναδικοῦ κάρρου καὶ συγκλονούμενα μαζὴ καὶ ἀλληλοπληγωνόμενα εἰς τὰς ἀνωμαλίας καὶ τὰ τινάγματα τῶν ὁδῶν. Θὰ ἴδωμεν πόδας θραυσμένους, χαρτιὰ ἀνακατευμένα, εἰκόνας καταστρεφομένας ἐσᾳεί, πράγματα προσφιλῆ ἀφιπτάμενα.

Καὶ ὅπως πάντοτε ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου, θὰ μᾶς ἀφήσῃ τὴν ἀνάμνησίν της, μίαν ἀνάμνησιν καταρρεύσεως, μίαν ἀνάμνησιν ὡς καταστροφῆς καὶ ὡς θανάτου, μίαν ἰδέαν τῆς διαλύσεως τῶν στοιχείων μας μετὰ θάνατον˙ τὴν ἀνάμνησιν ἐκείνην τὴν ὁποίαν κἄποιος ἀντεστάθμισε μὲ τὴν ἀνάμνησιν μιᾶς πυρκαϊᾶς καὶ τὴν ὁποίαν θὰ ἤθελα ἐγὼ ν’ ἀντισταθμίσω μὲ τὴν ἀνάμνησιν ἑνὸς λοιμοῦ, δύο καταποντισμῶν καὶ πέντε ἐπιδρομῶν ἀλλοφύλων.

 

∞∞∞∞∞

 

Καὶ ἂν θέλετε καλλίτερον νὰ ἰδῆτε τὸ ἀπαίσιον τῆς ἡμέρας αὐτῆς˙ ἂν θέλετε νὰ ἰδῆτε συσσωρευομένην ὅλην τὴν ὀδύνην τῆς μετοικήσεως, ἀκούσατε τὴν συμβουλήν μου, ἐκτελέσατε τὸ πείραμα τὸ ὁποῖον ἔκαμα καὶ ἐγὼ πέρυσι καὶ τὸ ἑσπέρας τῆς σήμερον ὑπάγεται μίαν στιγμὴν καὶ ἐπισκεφθῆτε πάλιν τὴν ἔρημον οἰκίαν, τὴν ὁποίαν ἀφήσατε.

Οἱ τοῖχοι εἶνε κρύοι ὡς πτῶμα ὀλίγης ὥρας μετὰ τὸν θάνατον καὶ ἓν ψύχος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐγνωρίσατε, ὁρμᾷ ἀπὸ ὅλα τὰ παράθυρα, γεμίζει ὅλας τὰς γωνίας καὶ σᾶς δίδει ὅλων τῶν εἰδῶν τὰς φρικιάσεις.

Ἡ νὺξ τοποθετεῖ παντοῦ σκιὰς ἀγρίας, τὰς ὁποίας δὲν ἐγνωρίσατε ποτὲ καθ’ ὅλον τὸ ἔτος καὶ αἱ γωνίαι ἔχουν ἐρημίαν σκληράν.

Καὶ θ’ ἀνεγερθῇ τότε εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς σας ὅλη ἡ συμφωνία τῶν ἀναμνήσεων, ἀναμνήσεων εὐθύμων καὶ λυπηρῶν, ἡ εἰκὼν τοῦ ἔτους, τὸ ὁποῖον παρῆλθε μὲ τὰ λείψανα τῶν ἐντυπώσεων καὶ τῶν περιπετειῶν του.

Τὰ κουρέλια τῆς ζωῆς σας, τὰ ὁποία θὰ εἶνε κρεμασμένα εἰς τοὺς τοίχους τῆς ἐγκαταλειφθείσης οἰκίας, θ’ ἀρχίσουν τότε νὰ κλαυθμηρίζουν ἕνα μυρολόγιον ἀνέκφραστον˙ καὶ τότε θὰ αἰσθανθῆτε –δὲν εἰμπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε πόσον ἰσχυρῶς– τὸ ἐφήμερον τῆς ζωῆς, τὸ παροδικὸν ὅλων μας τῶν ἡδονῶν καὶ τὸ φόρτωμα τοῦ παρελθόντος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπιστρέφει πλέον καὶ τὸ ὁποῖον προσκολλᾶται εἰς τοὺς ὤμους μας καὶ μᾶς ψιθυρίζει εἰς τὰ ὦτα ἀπογοητεύσεις.

Καὶ δι’ αὐτὸ τώρα ποῦ σκέπτομαι ὀλίγον σᾶς λέγω νὰ μὴ ξαναγυρίσετε διὰ πολὺν καιρόν, νὰ μὴ περάσετε κἄν ἀπὸ τὸν παλῃὸ σας δρόμο, ὅπου εἶνε τὸ σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖον ἀφήσατε ἕνα ὁλόκληρο χρόνο τῆς ζωῆς σας.

Ν. π.

 

 

[1] Νικόλαος Επισκοπόπουλος (Ψευδ. «Ν. Επ.»), «ΑΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ ΤΗΣ ΒΑΒΥΛΩΝΟΣ ΜΑΣ», εφημερίδα «ΤΟ ΑΣΤΥ», αριθμ. 2.440, 1 Σεπτεμβρίου 1897, σελ. 1.