ΑΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ (1919)

ΑΙ ΜΕΤΟΙΚΕΣΙΑΙ[1]

 

Ἡ ἐφετινὴ 1η Σεπτεμβρίου μᾶς βρῆκε μὲ πολλὰς κωμικὰς καὶ περισσοτέρας τραγικὰς σκηνὰς. Μὲ ἔτι δὲ περισσοτέρας σκηνὰς, εἰς τὰς ὁποίας κατέφυγαν πολλοὶ ἐξωστέοι. Τόσον εὔκολος δὲν εἶνε ἡ ὑπόθεσις τῆς ἐξώσεως. Ἐδόθη ὑπὸ τοῦ Πρωτοδικείου εἰς ἀρκετοὺς ἰδιοκτήτας, ἀλλὰ κατέστη ἀδύνατος μέχρις ὥρας ἡ ἐφαρμογή της, διότι ἀρκεῖ ἕνας ἐνοικιαστὴς ἢ ἰδιοκτήτης νὰ μὴ παραδώσῃ τὴν οἰκίαν, διὰ νὰ δημιουργηθῇ τοιαύτη ἀκινησία, ὅπως καὶ εἰς τὰ τρὰμ μίας γραμμῆς, εἰς τὴν ὁποίαν σταματᾶ αἴφνης ἕνα. Πάραυτα ἀκινητοῦν καὶ τὰ λοιπά. Παρῆλθαν ἤδη αἱ πρῶται ἡμέραι Σεπτεμβρίου καὶ πολλοὶ συμπολῖται μας εὑρίσκονται ὑπὸ διαμετακόμισιν, ὅπως τὰ ἐμπορεύματα τὰ ἡμιστεγασμένα εἰς Τελωνεῖον Πειραιῶς. Χθὲς ἠρώτησα ἕνα γνώριμόν μου ποῦ κάθεται καὶ ἔλαβα τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν:

― Εἰς τὴν ὁδὸν Ἀρταξέρξου ἀριθ. 108.

― Κάτω ἢ ἐπάνω πάτωμα;

― Εἰς τὴν αὐλήν.

― Μίλα καλά.

―Καλλίτερα δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω. Μετεκομίσθην, ἀλλὰ ὁ ἐνοικιαστὴς δὲν φεύγει διότι δὲν φεύγει  καὶ ὁ ἐνοικιαστὴς τοῦ σπιτιοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον πρόκειται νὰ μετακομίσῃ.

― Καὶ διατὶ δὲν φεύγει ὁ ἐνοικιαστὴς ἐκεῖνος;

― Διότι δὲν φεύγει καὶ ὁ ἄλλος ἐνοικιαστὴς τοῦ ἄλλου σπιτιοῦ, ὁ ὁποῖος κτλ. Ἐν τῷ μεταξὺ ἐγὼ μένω εἰς τὴν αὐλήν. Οὐδέποτε ἐνόμιζα ὅτι θὰ ἐγινόμουν εἰς τὴν ζωήν μου καὶ αὐλικός.

― Καὶ ἡ γυναίκα σου, ἡ κυρία Ἰφιγένεια, μένει καὶ αὐτὴ εἰς τὴν αὐλήν; Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι τρομερόν.

― Εἶνε ἁπλούστατα ἡ Ἰφιγένεια ἐν Αὐλίδι.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἀλλὰ καλλίτερα δὲν εἶνε ἡ θέσις τῶν κατοικούντων εἰς ξενοδοχεῖα, εἰς πανσιόνες, εἰς ἐνοικιαζόμενα δωμάτια. Μὲ τὴν νέαν αὔξησιν τῶν ἐνοικίων ἐκ τῆς τροποποιήσεως τοῦ ἐνοικιοστασίου, ὑπεχρεώθησαν νὰ πληρώσουν διπλάσιον ἐνοίκιον. Οἱ ὑπενοικιασταὶ εὑρῆκαν εὐνοϊκὴν τὴν περίστασιν νὰ ὀργιάσουν. Δι’ ἕνα δωμάτιον πλάτους καὶ μήκους ἑνὸς μέτρου ζητεῖται ἐνοίκιον ἀνακτόρων. Αἱ σπιτονοικοκυραὶ δικαιολογοῦνται ὅτι τὰ «δεμάτια» στοιχίζουν πολὺ σήμερον, ὅσον καὶ ἂν εἶνε μικρά. Πρὸ παρομοίας περιπτώσεως φοιτητὴς τῆς φιλολογίας ἠκούσθη λέγων ὁ δυστυχής:

― Μικρὸν μὲν δεμάτιον, ἀλλὰ μαχαιρωτὴς ὁ ἰδιοκτήτης.

 

∞∞∞∞∞

 

Ἐν τῷ μεταξύ, ἐνῷ τοιαύτη εἶνε ἡ κατάστασις ὑπὸ ἔποψιν κατοικίας εἰς τὰς Ἀθήνας, ἐξακολουθοῦν καὶ ἔρχονται ἀθρόοι οἱ νέοι κάτοικοι. Αὐτὴν τὴν φορὰν μᾶς ἔρχονται οἱ ἐπανακάμπτοντες μετανάσται ἐξ Ἀμερικῆς. Ὅλοι διακρίνονται κατὰ τὴν ἄφιξίν των ἀπὸ τὰ χρυσὰ των δόντια. Τὴν ἑπομένην ὅμως εἶναι ἀγνώριστοι, διότι οἱ ξενοδόχοι καὶ οἱ ἰδιοκτῆται τοὺς ἀφαιροῦν τὸν χρυσὸ ἀπὸ τὰ δόντια των. Οἱ ἐρχόμενοι φέρουν ἀρκετὰ δολλάρια, ἀλλὰ ταχέως ἐξαφανίζονται ταῦτα, ὅπως καὶ τὰ δουλάρια εἰς τὰς Ἀθήνας. Φέρουν ὅμως καὶ τὴν παρήγορον πληροφορίαν ὅτι περὶ τὰς 300.000 ἕλληνες τῆς Ἀμερικῆς ἑτοιμάζονται νὰ ἐπανακάμψουν εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ὑπάρχουν ὑπόνοιαι, ὅτι μεταξὺ τῶν ἑλλήνων τῆς Ἀμερικῆς δρᾶ εὐρύτατα προπαγάνδα τῶν ἀθηναίων ἰδιοκτητῶν. Αὐτὴ δὲν εἶνε πλέον παλιννόστησις, ἀλλὰ παλιεξώστησις δι’ ἡμᾶς τοὺς δυστυχεῖς ἀθηναίους.

 

∞∞∞∞∞

 

Τῆς λαμπρᾶς εὐκαιρίας τῆς ἀναστατώσεως ἐπωφελήθησαν αὐτὰς τὰς ἡμέρας καὶ τὰ κάρρα. Ἐζητοῦσαν τόσα ὑψηλὰ ἀγώγια, ὥστε ὄχι ὀλίγοι συμπολῖται μας ἐθεάθησαν μετακομιζόμενοι μὲ αὐτοκίνητα, χάριν οἰκονομίας. Ἀθηναῖος, πληρώσας ὁλόκληρον περιουσίαν διὰ τρεῖς καρροδρομίας, εἶπε μὲ βαθὺν στεναγμόν:

― Εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὸν χάρο…τσέρην!

― Ναί, ἦταν τρομερὰ ἡ ἐφετεινὴ μετοικησία, παρετήρησε κάποιος.

― Ἡ αἱματοκυσία θέλετε νὰ πεῖτε, κύριε, συνεπλήρωσε ὁ παθών.

 

ΣΑΝΤΕΚΛΑΙΡ

 

[1] Περιοδικό «ΕΛΛΑΣ», Έτος 12ον, αριθμ. 1.003 (59), Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 1919, σελ. 2. Υπογράφεται με το ψευδώνυμο «Σαντεκλαίρ», το οποίο, μέχρι τώρα, γνωρίζουμε ότι το χρησιμοποίησε ο ηθοποιός και θιασάρχης Τάκης Βουδούρης (1888-1959), ο οποίος τρία χρόνια νωρίτερα (1916) είχε συγγράψει και παρουσιάσει στο «Θέατρο του Λαού» την επιθεώρηση «Το Χακί». Πάντως, στο ίδιο τεύχος του περιοδικού (σελ. 8) θα δημοσιευθεί και ένα σχόλιο για την 1η Σεπτεμβρίου, το οποίο καταχωρίζουμε αυτούσιο, θεωρώντας πως έχουν ιδιαίτερη σημασία οι διαφορετικές προσλαμβάνουσες των δύο συντακτών: «Ἡ 1η Σεπτεμβρίου ἦλθε καὶ ἀπῆλθεν ἀδόξως. Οὔτε μετακομίσεις, οὔτε θόρυβος, οὔτε ἀναστάτωσις. Δὲν ἐγέμισαν οἱ δρόμοι σούστας καὶ κάρρα καὶ χειραμάξια μεταφέροντα ἔπιπλα, δὲν εἴδομεν τὸ θαυμάσιον θέαμα τῆς Ἀθηναϊκῆς οἰκογενείας ἀλλασσούσης στέγην. Ἐνθυμεῖστε τί ἐγίνετο ἄλλοτε; Τὸ ἐνθυμεῖσθε τὸ ὑπέροχον θέαμα; Ἐμπρὸς τὸ κάρρο μὲ τὰ ἔπιπλα, εἰς τὴν κορυφὴν τῶν ἐπίπλων ἡ γάτα δεμένη ἀπὸ τὸ πόδι τοῦ τραπεζιοῦ καὶ θρηνολογοῦσα, ὀπίσω ὁ μπαμπὰς φορτωμένος τὸν κρυστάλλινον καθρέπτην, πειὸ πίσω ἡ μαμὰ μὲ τὴν γλάστραν τοῦ ζουμπουλιοῦ καὶ τέλος ἡ ὑπηρέτρια βαστάζουσα τὸ μωρό, τὸ κλουβὶ μὲ τὸ καναρίνι, μίαν ἐταζέραν, μπόγους καὶ μπογάκια, κατάφορτος. Ὑπέροχον θέαμα, θέαμα γνησίως Ἀθηναϊκόν. Ἐφέτος δὲν τὸ εἴδομεν. Οἱ Ἀθηναῖοι ἔμειναν στὰ παλιὰ σπίτια τους. Οὔτε μετακομίσεις, οὔτε ἀποχαιρετισμοί, τοῦ παλαιοῦ σπιτονοικοκύρη διὰ… κανονιοβολισμῶν! Αἱ καλαὶ ἐποχαὶ παρῆλθαν. Αἱ γειτονιαῖς ἔμειναν αἱ ἴδιαις δὲν ἤλλαξαν καθόλου, οὐδεὶς σχεδὸν μετεκινήθη. Οἱ ἰδιοκτῆται εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἐκέρδισαν τὴν νίκην καὶ τὸ… νοῖκι ηὐξημένον, στρογγυλοποιημένον, ὡς τὸ ἐποθοῦσαν καὶ ὡς τοὺς διηυκόλυνε τὸ ἐνοικιοστάσιον. Ἔτσι παρῆλθεν ἡ πρώτη Σεπτεμβρίου τοῦ 1919 ἀδόξως, χωρὶς νὰ ταράξῃ τὴν ἀτμόσφαιραν τῶν Ἀθηνῶν, οὔτε ἕνα… κανόνι!…».