ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ ΗΜΕΡΑ[1]
Ἐπὶ τέλους ἡσύχασε μία 1ην Σεπτεμβρίου καὶ τὸ ἀεικίνητον αὐτὸ πλάσμα ὁ ἀθηναῖος. Χθὲς μάτην ἀνεζήτησα νὰ ’δω ἕνα κάρρο μὲ ἔπιπλα εἰς τοὺς δρόμους, θὰ ἐλησμονοῦσα δὲ σήμερον ἐντελῶς, ὅτι εἰσήλθομεν εἰς τὸν μῆνα τοῦ μούστου, τῶν σχολείων καὶ τῶν ἀνιῶν ἂν δὲν ἔβλεπα ἕνα (ἀριθ. 1) κάρρο φορτωμένον μὲ ἔπιπλα. Καὶ ἐδοκίμασα καὶ ἐγὼ μετὰ τῶν λοιπῶν συμπολιτῶν εἰς τὴν θέαν του τὴν κατάπληξιν, ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ μετοικίσῃ τώρα ἀθηναῖος τὴν 1ην Σεπτεμβρίου.
Ὤ, πῶς ἀλλάζουν οἱ καιροὶ στὸν κόσμο ἐδῶ κάτω. Σεπτέμβριον νὰ ἔχωμεν, κανὲν δὲ ἄνω-κάτω. Ἀλλὰ τί νὰ μετακομίσῃ καὶ πῶς νὰ μετακομισθῇ τώρα ἕκαστος ἐξ ἡμῶν, ὅπου ἀφ’ ἑνὸς ἔχει μετακομισθῆ ὅλη ἡ Ἑλλάς, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ὅλαι αἱ φυλαὶ καὶ ὅλα τὰ ἔθνη εἰς τὴν Ἑλλάδα. Πῶς δὲ ν’ ἀλλάξωμε σπίτι. Ἔχομεν ὅλα τὰ ἄλλα, φόρους, στρατιωτικὴν ὑπηρεσίαν, ἀκρίβειαν, σπίτι ὅμως ὄχι. Ἂν κυττάξετε εἰς τὰ ἀθηναϊκὰ ξενοδοχεῖα θὰ δῆτε ὅτι αἱ περισσότεραι οἰκογένειαι ποῦ μένουν εἰς αὐτὰ εἶναι ἐντόπιοι, δικαίως λέγονται ξενοδοχεῖα, ἀφοῦ οἱ μόνοι, ποῦ κατήντησαν ξένοι εἰς τὸν τόπον μας εἶναι οἱ ἐντόπιοι.
∞∞∞∞∞
Ἐχάσαμεν, λοιπόν, ἐφέτος ἡμεῖς οἱ ἀθηναῖοι ἐντελῶς τὰ νερά μας, καὶ ἀπόδειξις ἡ τρομερὰ λειψυδρία, ποὺ ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς μαστίζῃ. Καὶ ἐχάσαμεν τὴν γλυκυτάτην ἐτησίαν μετακόμισίν μας, ἡ ὁποία ἀπετέλει δι’ ἕκαστον ἐξ ἡμῶν περίπου θρησκευτικὸν ἔθιμον. Οἱ ἀρχαῖοι ἀθηναῖοι κάθε Σεπτέμβριον ἐξεστρατεύαμεν ὀλιγώτερον μακρυὰ ἕκαστον Σεπτέμβριον, ἀφοῦ οἱ κάτοικοι τῆς Πλάκας μετέβαινον εἰς τὰ Πυθαράδικα[2] καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ Κολωνοῦ εἰς τὸ Παγκράτι. Ἦτο μία οἰκογενειακή, πάνδημος ἔξοδος. Τώρα δὲν ἐξερχόμεθα ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν οὐδετερότητα, ἀλλὰ οὔτε ἀπὸ τὰ σπίτιά μας. Τί καταπληκτικὴ ἐπιδημία ἀπεργιῶν αὐτὴ ἐφέτος. Ἀπεργία εἰς τὰ τράμ, ἀπεργία εἰς τὰ μεταλλεῖα, ἀπεργία εἰς τὰ ἀτμόπλοια, ἀπεργία εἰς τὸ Λαύριον, ἀπεργία καὶ εἰς τὰς μετακομίσεις. Ἐν τούτοις ἂς μὴν εἴμεθα ἀπαισιόδοξοι, διότι εὐτυχῶς δὲν ἀπήργησαν οἱ ἰδιοκτῆται, οὔτε ὑπάρχει φόβος νὰ ἀπεργήσουν. Δὲν εἶχεν ἀνατείλη σήμερον τὴν πρωΐαν ὁ ἥλιος ἐπὶ δικαίων καὶ ἀδίκων καὶ ὁ ἰδιοκτήτης μου ἐνεφανίσθη κρατῶν τὴν μηνιαίαν ἀπόδειξίν του.
Ἐν ὅσῳ, λοιπόν, τὰ στηρίγματα τῆς κοινωνίας παραμένουν εἰς τὰς θέσεις των, εἰμπορεῖ νὰ αἱματοκυλίεται ἡ ὑφήλιος, εἰμπορεῖ νὰ παρατείνεται ἡ ἀγωνία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἡ ἰσχὺς τοῦ δικαιοστασίου, εἰμπορεῖ νὰ διασαλεύεται ἡ δημοσία τάξις, εἰμποροῦν νὰ πίπτουν κυβερνήσεις, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὰ ἐνοίκια. Ὅταν βλέπω τὸν ρυθμὸν αὐτὸν τῆς κανονικῆς ἐμφανίσεως τοῦ σπιτονοικοκύρη μου εἰς τὴν πόρτα μου ἑκάστην πρώτην τοῦ μηνός, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην νὰ δοξάσω μίαν φορὰν ἀκόμη τὸν Ὕψιστον, ὅτι τὰ πάντα ἐποίησεν ἐν ἁρμονίᾳ.
∞∞∞∞∞
Ἀλλὰ ἐλέγομεν, ὅτι ἡ ἐτησία μετακόμισις ἐξέλειπεν ἐφέτος εἰς τὰς Ἀθήνας. Τοῦτο πῶς νὰ τὸ χαρακτηρίσωμεν; Διότι δὲν ὑποθέτω, ὅτι μᾶς ἐπιτρέπεται ν’ ἀντιπαρέλθωμεν ἀδιάφοροι πρὸς μιᾶς τόσον οὐσιώδους μεταβολῆς εἰς τὰς συνηθείας τοῦ ἀθηναϊκοῦ βίου. Νὰ κλάψωμεν διὰ τὴν ἀπώλειαν ἑνὸς τόσον καλοῦ παλαιοῦ ἐθίμου, δυνάμει τοῦ ὁποίου ἐγίνοντο αἱ πλέον ἐνδιαφέρουσαι ἐκθέσεις ἐπίπλων εἰς τοὺς ἀθηναϊκοὺς δρόμους; Ἀλλὰ τὰ δάκρυά μας ἐστήρευσαν πλέον διὰ τὴν σφαγὴν τόσων ἑκατομμυρίων ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων. Ἐν τούτοις ἂν ἐξετάσωμεν ἐμβριθέστερον τὴν ὑπόθεσιν, θὰ ἴδωμεν, ὅτι ἡ παραμονή μας εἰς τὸ ἴδιον σπίτι εἶναι ἡ συνετωτέρα πράξις, τὴν ὁποίαν ἐκάμαμε μέχρι τοῦδε εἰς τὴν ζωήν μας, πρὸ παντὸς δὲ διὰ πρώτην φορὰν ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ἔδειξε τοῦτο μίαν μοναδικὴν σύνεσιν, διευκολύναν τοὺς πολίτας του νὰ παραμείνουν εἰς τὰ ἴδια σπίτια.
Διότι σκεφθῆτε μίαν στιγμὴν τί θὰ ἐγίνετο σήμερον ἂν δὲν ἐπενέβαινε τὸ κράτος νὰ φέρῃ κάποιον ὑποφερτὸν τέλος πάντων διακανονισμὸν εἰς τὰ ἐνοίκια. Τὸ μεγαλείτερον μέρος τοῦ ἀθηναϊκοῦ πληθυσμοῦ θὰ εἶχε μεταβληθῆ εἰς ἀνεστίους ἀτσιγγάνους καὶ χιλιάδες οἰκογενειῶν θὰ ἐπετιῶντο εἰς τοὺς δρόμους τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου πρὸ καιροῦ τώρα ἔπαυσαν νὰ πετοῦν καὶ αὐτὰ τὰ σκουπίδια. Καὶ ὅμως παρετήρησα ὅτι οἱ συμπολῖται διῆλθον τὴν σημερινὴν 1ην Σεπτεμβρίου ἀδιάφοροι οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ δὲν εἶπον εἰς τὴν προσευχήν των πρὸς τὸν Πανάγαθον. Καθὼς διηρχόμην ἀπὸ ἕνα ναόν, εἰσῆλθον καὶ ἄναψα ἕνα κερὶ εὐγνωμοσύνης ἐκ μέρους ὁλοκλήρου τοῦ ἀθηναϊκοῦ πληθυσμοῦ. Ὁ ναὸς ἦτο ἔρημος. Ἂν δὲν ἐψηφίζετο ὁ νόμος περὶ ἐνοικίων, σήμερον θὰ ἦτο γεμάτος ἀπὸ κοπετοὺς καὶ θρήνους τῶν ἀστέγων ἀθηναίων, ποὺ θὰ εἶχον καταφύγει εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν μόνον οἶκον, ὅπου θὰ τοὺς εὕρισκεν ἡ ἔξωσις.
Ὁ Καρυοθραύστης
[1] Δημήτριος Χατζόπουλος (Ψευδ. «Ο Καρυοθραύστης»), «ΑΓΝΩΡΙΣΤΗ ΗΜΕΡΑ», εφημερίδα «ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΝΕΟΝ ΑΣΤΥ», 1 Σεπτεμβρίου 1916, σελ. 1.
[2] Πυθαράδικα, η μετέπειτα συνοικία Πεδίου του Άρεως.