1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ (1924)

1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]

 

Μολονότι δὲν ὑπῆρξα ποτὲ ὀνειροκρίτης, κἄποιος καλὸς φίλος μοῦ ἔφερε χθὲς τὸ ὄνειρόν του πρὸς ἐξήγησιν.

― Κατάθεσέ το ὁπωσδήποτε! τοῦ εἶπα.

Κάθε λογικὸς ἄνθρωπος ἠμπορεῖ νὰ ἐξηγήσῃ ἓνα ὄνειρον, χρησιμοποιῶν ἀνάποδα τὴν λογικήν του.

Ἔσπευσε νὰ τὸ καταθέσῃ.

― Λοιπὸν εἶδα καθαρώτατα στὸν ὕπνο μου ὅτι μετεκόμιζα…

― Καὶ τὸ Ἐνοικιοστάσιον;

― Δὲν ὑπῆρχε κανένα Ἐνοικιοστάσιον!

Ἡ πόλις ἦτο γεμάτη ἀπὸ ἐνοικιαστήρια. Τὰ τετράτροχα κάρρα τοῦ καλοῦ παλαιοῦ καιροῦ διέσχιζαν τὴν πόλιν, φορτωμένα ἀπὸ τὴν λαμπρὰν σύνθεσιν τῶν ἀψύχων, τὰ ὁποία ἐπιμένουν νὰ ἀποτελοῦν τὴν οἰκογένειαν εἰς τὰς ἡμέρας μας. Ἡ ἀτμόσφαιρα ἦτο γεμάτη ἀπὸ ὑποβλητικοὺς τριγμούς.

Ὁ Ἥλιος ἐφιλοῦσεν, εἰς τὴν κορυφὴν τῶν κινουμένων πυραμίδων, τὸ σκιατραφὲς ἀγγεῖον τῆς νυκτός, τὸ ὁποῖον ἐζοῦσεν εἰς μίαν νέαν ἔντονον ζωήν. Καί, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, μετεκόμιζα κ’ ἐγώ…

― Πρὸς ποίαν συνοικίαν; τὸν ἐρώτησα, ὡς σοφὸς ὀνειροκρίτης, προσπαθῶν νὰ συναγάγω ἕνα βαρυσήμαντον συμπέρασμα ἀπὸ μίαν μικρὰν λεπτομέρειαν τοῦ ἐνυπνίου.

― Πρὸς καμμίαν συνοικίαν! μοῦ ἀπήντησε. Τοὐλάχιστον δὲν ἐγνώριζα ποῦ εὑρίσκετο ἡ νέα μου κατοικία. Εἶχα ἐμπιστευθῇ εἰς τὸ φέρον, τὸ ὁποῖον μὲ ἔφερε. Μοῦ ἀρκοῦσε, ὅτι ἐφερόμουν πρὸς νέους ὁρίζοντας, πρὸς νέα ἀνοίγματα παραθύρων, πρὸς νέας γνωριμίας, πρὸς νέας συνηθείας καὶ ἴσως πρὸς νέαν τύχην. Καὶ ἤμουν εὐτυχὴς καὶ αἰσιόδοξος, ὅπως δὲν ὑπῆρξα, οὔτε μίαν ἡμέρα κατὰ τὰ μακρὰ ἔτη τοῦ Ἐνοικιοστασίου.

― Ἡ παλαιὰ εὐτυχία τῆς 1 Σεπτεμβρίου!

― Ἀκριβῶς! Ἡ 1 Σεπτεμβρίου, ποῦ εἶχε παύσει νὰ ἀνατέλῃ εἰς τὰς Ἀθήνας, ἀνέτελλεν πάλιν λαμπρὰ εἰς τὸν ὁρίζοντα σκορπίζουσα ὅλας τὰς ὡραίας καὶ καλὰς ὑποσχέσεις. Καὶ μετακόμιζα. Ἀκολουθοῦσα τὰ ἔπιπλά μου εἰς τὸν δρόμον τῶν νέων εὐτυχιῶν ἢ –δὲν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς– προηγούμην αὐτῶν. Πίσω μου ἔμεινεν, εἰς ἀπόστασιν, τὸ παλιὸ μου σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖον δὲν εἶχαν ἀπομείνῃ παρὰ λίγα παλῃόχαρτα, πεταγμένα εἰς τὸ πάτωμα, καὶ λίγες ἀναμνήσεις χωρὶς καμμίαν ἀξίαν. Αὔριον ἡ καθαρίστρια τοῦ νέου ἐνοικιαστοῦ θὰ ἐσάρωνε τὰ παλῃόχαρτα καὶ θὰ ἐσφουγγάριζε τὰς ἀναμνήσεις. Ἐμπρός μου, εἰς τὸ κενόν, εἰς τὸ ἄγνωστον, ἦτο τὸ νέον σπίτι, μὲ τοὺς νέους ὁρίζοντας, τὰ νέα ανοίγματα, τοὺς νέους ἐφεστίους θεούς. Καὶ ἐπροχωροῦσα…

― Ἔπειτα;

― Ἔπειτα ἐξύπνησα μέσα στὸ παλιό μου σπίτι.

 

[1] Εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», 31 Αυγούστου 1924, σελ. 1.