1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ[1]
Ἡ ἑορτὴ τῶν φερέοικων!… Ὁλόκληρος ἡ πρωτεύουσα φορτωμένη ἐπάνω εἰς κάρρα, ἀνακατευμένη κατὰ τὸν ζαλιστικώτερον τρόπον κάμνει τὸν ἐτήσιον περίπατόν της, πηγαίνει νὰ τακτοποιηθῃ εἰς τὸ νέον της σπίτι, μετοικεῖ, ἱδροκοπᾷ. Τὰ νοικοκυριά, φτωχοέπιπλα καὶ πλούσιες προῖκες, καβαλλικευμένα ἐπάνω εἰς τὰ βαρυτραντάζοντα κάρρα περνοῦν καὶ φεύγουν, διασταυρούμενα πρὸς ὅλας τὰς συνοικίας, ταξειδεύοντα διὰ μέσου χιλίων ὁδῶν˙ τὸ Κολωνάκι κατέρχεται πρὸς τὴν Νεάπολιν, τὸ Μεταξουργεῖον πλαγιοδρομεῖ πρὸ τοῦ Ψυρρῆ, τίποτε δὲν μένει εἰς τὴν θέσιν του, ἡ πομπὴ εἶνε θορυβώδης καὶ ἀτελείωτος. Τράπεζαι μὲ τοὺς πόδας ἀναιδῶς ὑψωμένους ἐπάνω, καρέκλαι ἐν «κατατονικῷ» ἐναγκαλιασμῷ, γυμνὰ κρεββάτια καὶ σκάφαι καὶ στρίποδα ὄρχουνται εἰς κάθε τοῦ κάρρου τιναγμόν, λεκάναι γηρασμέναι ἀπὸ τὴν χρῆσιν εἰς πολυτελεῖς καθρέπτας καὶ θαυμάζουν ἐκεῖ τὰ γυμνὰ κάλλη των, τὸ πᾶν εὑρίσκεται ἐν ἰσοπολιτείᾳ, ἡ πολτρόνα καὶ ἡ παλαιὰ καρέκλα, ὁ μὲ ἀνοικτὴν τὴν κοιλίαν καναπὲς καὶ τὸ φαρφουρένιο βάζο, τίποτε δὲν τὰ χωρίζει εἰς τὴν τρικυμίαν αὐτήν, ἥτις τὰ παρασύρει κατρακυλίνδα σχεδὸν εἰς τὰ τέσσαρα τῆς πόλεως σημεῖα.
Τὸ θέαμα εἶνε θλιβερὸν καὶ παράδοξον. Μέσα εἰς τὸν ἴλιγγον τῶν τενεκέδων καὶ τῶν φουφούδων, τῶν γλαστρῶν καὶ τῶν ἐξηρθρωμένων τραπεζῶν, κάτω ἀπὸ τὰ μαγειρικὰ σκεύη, ἐπάνω ἀπὸ τὰς πιατοθήκας, τὸ πᾶν τρίζει καὶ διαμαρτύρεται, καὶ ἀνάμεσα ἀπὸ τὸν ἄψυχον αὐτὸν κόσμον, ὄπισθεν μικρᾶς βιβλιοθήκης, πλαγίως μερικῶν κοφινιῶν καὶ ἐπὶ τῶν νώτων μεγάλου καζανίου τῆς μπουγάδας, ἡ μεγάλη ἐλαιογραφία τοῦ προγόνου σᾶς προσβλέπει ἀπὸ τὰ ὕψη της, σᾶς κυττάζει κατάματα ὡς νὰ σᾶς παρατηρῇ διὰ τὴν ἀνησυχίαν αὐτήν, εἶνε πλήρης χολῆς καὶ ἀπελπισίας!…
Καὶ ὄπισθεν τοῦ ἀρλεκινίου αὐτοῦ φορτίου ἀκολουθεῖ ἡ οἰκογένεια σύμπασα, κραυγάζουσα καὶ φλυαροῦσα, μεταφέρουσα τὸν θόρυβόν της, ἀπὸ τὴν μίαν συνοικίαν εἰς τὴν ἄλλην. Ὁ καρραγωγεὺς βλασφημᾷ, μαστιγώνει τοὺς ἀχαμνόοντάς του, δέχεται διαταγάς.
― Τὸ νοῦ σου, χριστιανέ μου, τὸν καθρέφτη!…
Ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ κάρρου σείει ἀπελπισμένα τὰ κόκκινα λοφία της ἐρωτύλος βιολέττα, καὶ δίπλα της μὲ τὴν οὐρὰν ὑψωμένην πρὸς τὸν οὐρανὸν νιαουρίζει θλιβερὰ ἡ γάτα τοῦ σπιτιοῦ, ἀποροῦσα καὶ ἐξισταμένη διὰ τὸ πανδαιμόνιον αὐτό. Ὁ σκύλος πλέον σοφὸς καὶ ὀλιγώτερον χαδιάρης ἀκολουθεῖ τὴν πομπὴν πεζῇ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν γῆν ἀσθμαίνων, οἱ νεαροί τῆς οἰκογενείας βλαστοὶ μεταφέρουν ἐν εὐλαβείᾳ τὰ ἅγια εἰκονίσματα, καὶ περνοῦν μαζὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ σκυθρωποὶ ἅγιοι, δυσηρεστημένοι διὰ τὴν ἀναμπουμπούλαν, ἥτις ἐτάραξε τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν γαλήνην των. Ἡ μητέρα εἰς τὸ μέσον σύρουσα τὰ τσόκαρά της καὶ βαστάζουσα πολυτελῆ λάμπαν μὲ καταρακωμένον ἀμπαζούρ, ὁ πατέρας ὄπισθεν μὲ τὴν κόφαν τῶν γυαλικῶν ἐπ’ ὤμου καὶ ἡ ὑπηρέτρια, τὸ τελευταῖον τῆς πομπῆς ὑποζύγιον.
Καὶ αἱ πομπαὶ περνοῦν μέσα ἀπὸ τοὺς μεγάλους δρόμους, κατεβαίνουν στενοὺς δρομίσκους, διέρχονται πλατείας καὶ σταυροδρόμια. Ἔξαφνα ὅμως εἰς τὸ ἀπόκεντρον σοκάκι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει μῆκος πλέον τοῦ ἑνὸς ἅλματος, δύο ἐξ ἀντιθέτου ἐρχόμεναι Σεπτεμβριαναὶ διαδηλώσεις συναντῶνται, τὰ ἄλογα ἀφηνιάζουν, τὰ ἔπιπλα θρηνωδοῦν ἀπαισίως, μερικαὶ καρέκλαι ἀποπειρῶνται αὐτοκτονίαν ριπτόμεναι ἀπὸ τὰ ὕψη των, ἡ γάτα ἐρωτοτροπεῖ πρὸς τὸν ἀπέναντι ἐρχόμενον ἄγνωστον ξανθωπὸν γάτον, οἱ σκύλοι ὑλακτούσι γοερῶς, τὰ μωρὰ κλαίουν, οἱ γονεῖς συμπλέκονται.
― Τόπον!.. Τόπον!
― Νὰ πᾶτε πίσω.
― Σεῖς νὰ πᾶτε πίσω.
― Νὰ πάρῃς τὰ ρημαδιακά σου σοῦ λέω!
Καὶ ἐν μέσῳ τραπεζῶν, κλινῶν, σκαφῶν, κοφινιῶν, κλινοσκε- πασμάτων αἱ οἰκογένειαι ἀλληλοσπαράσσονται, διαμφισβητοῦσαι μίαν σπιθαμὴν γῆς… Τέλος ἡ πορεία ἐπαναλαμβάνεται. Τὰ πράγματα τακτοποιοῦνται καὶ ὅλοι εἶνε ἤρεμοι εἰς τὴν σκέψιν τῆς νέας κατοικίας. Μόνον κάτω ἀπὸ ἕνα κοφίνι, ἀνάμεσα ἀπὸ μερικὰ καθίσματα, ἐπάνω ἀπὸ ἕνα καζάνι, δεξιὰ ἀπὸ ἕνα σπασμένο λαγῆνι, ἀριστερὰ ἀπὸ ἕνα προσκέφαλον, ὁ ταλαίπωρος πρόγονος, βλέπει θλιβερὰ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν μεγάλην του φωτογραφίαν τῶν προσώπων καὶ τῶν πραγμάτων τὴν τρικυμίαν καὶ δάκρυα ὑποθέτεις κυλοῦν ἀπὸ τὰ ἀκίνητα μάτια του!…
ΧΑΡΗΣ
[1] Χάρης Σταματίου (Ψευδ. «ΧΑΡΗΣ»), 1Η ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ, εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», 1 Σεπτεμβρίου 1915, σελ. 1.